Γράφει η Ηρώ Ράντου
Η στιγμή της μεγάλης απόφασης για την Ελλάδα έφτασε. Το σενάριο να πέσει η χώρα μας στα βράχια της ρήξης φαίνεται πως απομακρύνεται. Οι δυσκολίες όμως δεν τελειώνουν εδώ καθώς, όπως φαίνεται, η χώρα θα συνεχίσει να περπατά στα βράχια μιας αρκετά επώδυνης συμφωνίας. Γιατί όμως φτάσαμε ως εδώ;
Μια μερίδα του κόσμου θα υποστηρίξει πως αιτία αποτελεί το ασόβαρο, ανεύθυνο και ένοχο, εν πολλοίς, εκλογικό σώμα που υπέκυψε στην δημαγωγία και τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Μια άλλη μερίδα θα υποστηρίξει ότι την κατάσταση την είχαν φέρει ήδη σε οριακό σημείο οι επαίσχυντες και ανάλγητες πολιτικές που άσκησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις σε συμφωνία με τους ακραίους δανειστές.
Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως, τα πράγματα δεν ήρθαν στο σημερινό αδιέξοδο ούτε για τον πρώτο αλλά ούτε και για τον δεύτερο λόγο. Τι φταίει λοιπόν; Η απάντηση βρίσκεται σε αυτό που φαίνεται να ασπάζονται όλα τα πολιτικά κόμματα της χώρας: Την εμμονή στην ιερά αγελάδα του κράτους ακόμα και αν αυτό στρέφεται κατά του κοινωνικού συνόλου και της ελληνικής οικονομίας.
Τόσο οι προηγούμενες κυβερνήσεις με τις πολιτικές που άσκησαν όσο και η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα με τις προτάσεις που κατέθεσε εχθές στους θεσμούς (βλ. αύξηση εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, αύξηση φορολογίας εισοδήματος για τις επιχειρήσεις, κοκ) χωρίς αμφιβολία, έχουν φοροκαταιγιστικό προσανατολισμό. Δημιούργησαν και δρομολογούν ακόμη συνθήκες ύφεσης που μαζί με την υφιστάμενη αβεβαιότητα καταδικάζουν την ιδιωτική οικονομία στην στασιμότητα και την επενδυτική άπνοια και τους πολίτες στην φτώχεια και την ανεργία.
Δυστυχώς κανένα φιλόδοξο σχέδιο για την ανασυγκρότηση του κράτους και την αξιοποίηση του υγιούς και παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας δεν τέθηκε σε εφαρμογή. Καμία αξιοσημείωτη περιστολή κρατικών δαπανών για την επίτευξη πρωτογενώς πλεονασματικών προϋπολογισμών.
Άχρηστοι δημόσιοι οργανισμοί με τους ακόμη πιο άχρηστους υπαλλήλους τους λειτουργούν ακόμη. Διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέκλεψαν τα λεφτά των Ελλήνων πολιτών ουδέποτε απολύθηκαν.
Ο πραγματικός εξορθολογισμός του ασφαλιστικού φαντάζει ακόμη μακρινός στόχος. Η άμεση κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων που εμποδίζει τις όποιες προθέσεις για περαιτέρω περικοπές στους χαμηλοσυνταξιούχους αναβάλλονται για το 2016, οι ασφαλιστικές εισφορές που επιβαρύνουν ήδη ασφαλισμένους και εργοδότες μεγαλώνουν και η εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές συντάξεις που θα ανακούφιζε τους Έλληνες φορολογουμένους, καταργείται.
Οι φόροι υπέρ τρίτων (συνδικάτων, δημοσίου κοκ) συνεχίζουν να υφίστανται δημιουργώντας με το στανιό και δια της βίας πολίτες 2 ταχυτήτων αντί να χρησιμοποιηθούν για να κλείσουν ένα μέρος της τρύπας των δημοσιονομικών του κράτους στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις.
Ο δογματισμός λοιπόν των ελληνικών κυβερνήσεων να δαιμονοποιούν την περιστολή των δαπανών και να προτιμούν φορομπηχτικές και υφεσιακές πολιτικές, έκανε και τους δανειστές το ίδιο δογματικούς: Εφόσον σε μόνο τέτοιας φύσης μέτρα φανήκαμε συνεπείς στην εφαρμογή τους, μας ζητούν να εφαρμόσουμε ακόμη πιο επώδυνα και κατάφωρα άδικα μέτρα για να πιάσουμε τους στόχους: Αύξηση του ΦΠΑ στον τομέα της ενέργειας στο 23%, κατάργηση του ΕΚΑΣ, κατάργηση επιδοτήσεων για το πετρέλαιο θέρμανσης και άλλα που ελπίζουμε στο τέλος να αποσοβηθούν.
Στον δογματισμό των δανειστών άλλωστε προστίθεται και η παράλογη άρνηση τους να ανοίξουν τη συζήτηση για τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους της χώρας. Δογματισμός που στρέφεται ενάντια στις ίδιες τις υποσχέσεις τους και κυρίως κατά των ίδιων των συμφερόντων τους αφού γνωρίζουν καλά πως μόνο αν καταστεί το χρέος βιώσιμο θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους.
Το άθροισμα εμμονών λοιπόν έφερε το παρατεταμένο αδιέξοδο. Ένα κράμα εμμονών των ελληνικών κυβερνήσεων και των δανειστών που δημιούργησε στην ελληνική κοινωνία συνθήκες διχασμού και διχόνοιας.
Τις εμμονές όμως δεν τις διαλύει ούτε η έξοδος από το ευρώ, ούτε η όποια συμφωνία που φαίνεται να προδιαγράφεται, ούτε η προκήρυξη εκλογών ούτε η διεξαγωγή δημοψηφίσματος και φυσικά ούτε μια οικουμενική κυβέρνηση «εμμονικών». Τις διαλύουν οι προθέσεις για γενναίες μεταρρυθμίσεις και κοινωνικά δίκαιες δημοσιονομικές πολιτικές. Τότε μόνο οι Έλληνες θα νιώσουμε λιγότερο διχασμένοι, περισσότερο ικανοποιημένοι και τελικώς δικαιωμένοι.