Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Όσοι κάνουν στοιχειώδη πολιτική ανάλυση, δεν μπορούν παρά να καταλήγουν στο συμπέρασμα πως στην περίπτωση του ελληνικού προγράμματος και παρά τις προειδοποιήσεις του ΔΝΤ, οι Ευρωπαίοι επέλεξαν να διατηρήσουν μια ιδιότυπη κατάσταση πολιτικής σταθερότητας. Και λέμε «ιδιότυπη», διότι μπορεί μεν να μην υφίσταται επανάληψη του περυσινού καλοκαιριού, την οποία δεν επιθυμούσε και η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, πλην όμως η επιβάρυνση από τα μέτρα θα είναι τέτοια που είναι άγνωστο τι είδους αντίδραση θα προκαλέσει.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάλυση που έκαναν στα περισσότερα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας ήταν πως το ελληνικό ζήτημα θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να έχει κλείσει πριν το καλοκαίρι για αρκετούς λόγους. Αρχικά, θα έπρεπε με τα χρήματα που παίρνουμε να καλυφθούν οι πληρωμές για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, ενώ αναμένεται να πέσουν και κάποια χρήματα στην αγορά, εφόσον φυσικά τρέξει με καλύτερους ρυθμούς η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων του δημοσίου προς τους ιδιώτες (σ.σ., όπου «καλύτερους» εννοούμε να τρέξει κάπως, διότι αυτή τη στιγμή το δημόσιο δεν πληρώνει τίποτα). Επομένως, ακόμα και αν προκύψει ζήτημα καθυστέρησης και της επόμενης ελληνικής αξιολόγησης, η οποία περιέχει επίσης βαριά μέτρα με κορωνίδα τα εργασιακά, να μην τίθεται ζήτημα χρεοκοπίας, λόγω ταμειακής αδυναμίας της Αθήνας.
Παράλληλα, ο Ιούνιος είναι ένας καυτός μήνας για τους Ευρωπαίους. Αν εξαιρέσουμε τις προεδρικές εκλογές της Αυστρίας στο τέλος Μαϊου, όπου το ακροδεξιό σοκ του Κόμματος των Ελευθέρων και του υποψηφίου του Νόρμπερτ Χόφερ μοιάζει δύσκολο να αποφευχθεί, ειδικά την ώρα που η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία κλυδωνίζεται, η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με 2+1 μεγάλες προκλήσεις: αφενός το βρετανικό δημοψήφισμα στις 23/6, αφετέρου η συμφωνία για το προσφυγικό, η οποία κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή από τις διαθέσεις του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, τον επεκτατισμό και το απρόβλεπτο του οποίου οι Ευρωπαίοι αδυνατούν να διαχειριστούν. Παράλληλα, τον Ιούνιο θα λάβουν και χώρα και οι κρίσιμες ισπανικές εκλογές, με την ελπίδα να δοθεί λύση στην ακυβερνησία των προηγούμενων μηνών, την ώρα που η Ε.Ε. καλείται να αποφασίσει, αν θα επιβάλλει κυρώσεις στην Ισπανία για την πλημμελή τήρηση του προϋπολογισμού της, καθώς το έλλειμμα της χώρας ξέφυγε από τον ευρωπαϊκό στόχο, πλην όμως την ίδια ώρα οι πολιτικές ισορροπίες ενόψει των εκλογών είναι ιδιαίτερα ρευστές.
Βέβαια, υπάρχει και ένα ακόμα στοιχείο: στα ευρωπαϊκά κέντρα διαπιστώνουν πως ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του δεν έχουν υποστεί τη φθορά άλλων μνημονιακών κυβερνήσεων, συνεπώς έχουν ακόμα «ψωμί», προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία. Ενδεικτική προς αυτή την κατεύθυνση είναι η δήλωση του αντιπροέδρου της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόφσκις, ο οποίος υπογράμμισε πως η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης ήταν επιλογή της κυβέρνησης, την ώρα που οι δανειστές αντιπρότειναν μείωση των δαπανών (σ.σ. χωρίς αυτή η διατύπωση να είναι «αθώα», μιας και τα μεγέθη που είχαν συμφωνηθεί στο Μνημόνιο δεν έβγαιναν με απλή περικοπή των λειτουργικών δαπανών π.χ. των φορέων της γενικής κυβέρνησης). Με άλλα λόγια, ο κ. Ντομπρόφσκις παραδέχεται πως οι δανειστές δεν «πάτησαν πόδι» στην προκειμένη περίπτωση, δίνοντας πολιτική πίστωση στον κ. Τσίπρα.
Άλλωστε, με την ανάδειξη του κ. Τσίπρα στην πρωθυπουργία, για τους Ευρωπαίους έχει εκλείψει ένας βασικός κίνδυνος: στην αντιπολίτευση δεν βρίσκεται ένας αντιμνημονιακός πολιτικός, ο οποίος θα μπορούσε να υποστηρίζει την επανάληψη της περυσινής ατελέσφορης διαπραγμάτευσης, αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος παρά τη διαφωνία του με το εφαρμοζόμενο μείγμα πολιτικής, δεν θεωρείται «μπουρλοτιέρης».
Τούτων δοθέντων, ο κ. Τσίπρας παίρνει την πολιτική ανάσα που ζητούσε. Το ερώτημα είναι πώς θα την αξιοποιήσει και, το κυριότερο, πώς θα ανταποκριθεί η κοινωνία, η οποία βρίσκεται στο όριο της φοροδοτικής της ικανότητας.