Γράφει ο Ιπποκράτης Χατζηαγγελίδης
Δεν ήθελα να γράψω κείμενο για το νόμισμα. Πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω ότι είναι ένα θέμα που δεν πρέπει να ανοίξουμε, αποδεχόμενοι την εμμονή διαφόρων ιδεοληπτικών, αλλά –και κυρίως- της μάζας των ημιμαθών συνωμοσιολάγνων, για τους οποίους οτιδήποτε σχετίζεται με το νόμισμα (ακόμη και οι εικόνες των χαρτονομισμάτων και ότι είναι τυπωμένο επ’ αυτών!) αποτελεί αγαπημένο θέμα, μαζί με τις κεντρικές τράπεζες και το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Είναι λάθος να δίνουμε υπόσταση σε θέματα που δεν την αξίζουν.
Όμως, είτε μου αρέσει είτε όχι, όταν ο κίνδυνος εξόδου από το ευρώ είναι υπαρκτός, όταν η πλειοψηφία της κυβερνώσας παρατάξεως και –δυστυχώς- σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης (σε 40% τους υπολογίζει ο καθηγητής κ. Μαραντζίδης) υποστηρίζει την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα και η κυβερνητική πολιτική δεν δείχνει να το αποτρέπει, τότε δεν μπορώ παρά να γράψω κι εγώ τη γνώμη μου. Το εξαιρετικό άρθρο του Όμηρου Τσάπαλου και η αναφορά του στο ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή με έπεισε ότι πρέπει να κάνω μια –κατά το δυνατόν- αναλυτική αναφορά στο θέμα.
Πριν, όμως, αναφερθώ στο ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι θεωρώ λάθος την ένταξή μας σε αυτό. Ένα μεγάλο λάθος, που δεν μπορεί να οφείλεται σε άγνοια!
– Πρόκειται για ένα λάθος που οφείλεται στην εμμονή της κυβερνήσεως Σημίτη και στην ανοχή της Ν.Δ.
– Πρόκειται για ένα λάθος που θα βαραίνει τον Γιάννο Παπαντωνίου, ακόμη και αν αθωωθεί –πράγμα που εύχομαι και ελπίζω από καρδιάς- από κάθε άλλη κατηγορία.
– Πρόκειται για ένα λάθος που θα βαραίνει τον Γιάννη Στουρνάρα, ακόμη και αν δικαιωθεί για τις πολλές αστοχίες της υπουργικής του θητείας, ακόμη και αν κατορθώσει να εξαντλήσει τη θητεία του ως Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος.
Τόσο ο Πρωθυπουργός, όσο και Υπουργός όσο και οι Σύμβουλοί του, ήξεραν ή/και όφειλαν να γνωρίσουν ότι η ελληνική οικονομία δεν ήταν έτοιμη για ένα σκληρό νόμισμα δεδομένης επειδή:
– Η εξάρτηση από τις εισαγωγές ήταν εξαιρετικώς μεγάλη και η εγχώριος προστιθεμένη αξία παραγωγής και υπηρεσιών πολύ χαμηλή.
– Η παραγωγική βάση της χώρας –η μόνη που μπορεί να στηρίξει ένα σκληρό νόμισμα- ήταν και παραμένει σαθρή και χρειαζόταν χρόνια αναδιαρθρώσεως ώστε να αποκτήσει ισχυρές δομές και ανταγωνιστικότητα.
– Ο διογκωμένος δημόσιος τομέας και οι υπερβολικώς υψηλές δημόσιες δαπάνες ήταν αδύνατο να περικοπούν τόσο γρήγορα ώστε να υπάρχει η δημοσιονομική πειθαρχία που προαπαιτεί μια νομισματική ένωση.
Ολόκληρο το οικονομικό επιτελείο της κυβερνήσεως Σημίτη έπρεπε να έχει την απλή, κοινή λογική και να καταλάβει ότι η επιλογή μιας ισοτιμίας ανταλλαγής όπως οι 340,75 δραχμές το ευρώ, θα ήταν δυσνόητη, άρα δύσκολα διαχειρίσιμη από την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών (ηλικιωμένους ή/και μη έχοντες αντίληψη τέτοιων μετατροπών) με αποτέλεσμα την εύκολη και ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία, όπως και συνέβη.
Έπρεπε να έχει επιλεγεί είτε η περαιτέρω διολίσθηση στα επίπεδα των π.χ. 500 δραχμών το ευρώ είτε η αναμονή ώστε η δημοσιονομική πειθαρχία και οι διαρθρωτικές αλλαγές να σταθεροποιήσουν την ισοτιμία στις 200 δραχμές το 1 ευρώ. Η πρώτη επιλογή ήταν εύκολη, αλλά ενείχε τον κίνδυνο του πληθωρισμού με ότι αυτό σημαίνει. Η δεύτερη επιλογή ήταν δύσκολη, απαιτούσε χρόνο και την ουσιαστική εφαρμογή ενός εθνικού μνημονίου, το οποίο το φαύλο και ανίκανο πολιτικό σύστημα δεν ήταν διατεθειμένο να δεχθεί.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Ο –κατ’ όνομα μόνον- εκσυγχρονιστής Κώστας Σημίτης και η κυβέρνησή του επέλεξαν την συμβιβαστική λύση που εξυπηρετούσε όλους πλην της χώρας: ένταξη στην ευρωζώνη χωρίς ουσιαστική προετοιμασία και χωρίς θωράκιση έναντι των –εύλογων και αναμενόμενων- μειονεκτημάτων που κάθε νομισματική ένωση έχει.
Όμως, ακόμη κι έτσι υπήρχαν περιθώρια. Τα βασικά πλεονεκτήματα του ευρώ ήταν τα χαμηλά επιτόκια -που σαφώς βοηθούν την ταχεία οικονομική ανάπτυξη αν η χρηματοδότηση είναι στραμμένη κυρίως στην παραγωγή- και η άνετη αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους καθώς και η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Δυστυχώς, ούτε η κυβέρνηση Σημίτη επιδίωξε να τα αξιοποιήσει, ούτε η διάδοχή της κυβέρνηση Καραμανλή. Αμφότερες κινήθηκαν με μικροκομματική λογική, διόγκωσαν τον δημόσιο τομέα και το χρέος, επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το ασφαλιστικό σύστημα και έκανα ακόμη χειρότερο το φορολογικό.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 στις Η.Π.Α., ήρθε το 2008 και στην Ευρώπη και τίναξε στον αέρα το σαθρό οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας. Το ότι ήμασταν στο ευρώ ήταν, μερικώς, ευτύχημα, αφού μας έδινε τη δυνατότητα μιας ακόμη ευκαιρίας προσαρμογής. Όμως, το πολιτικό σύστημα αντέδρασε με κάθε τρόπο στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και επέλεξε την εύκολη αλλά καταστροφική λύση της υπερφορολόγησης! Αν είχαμε παραμείνει στη δραχμή θα είχαμε βιώσει μια νέα εκτίναξη του πληθωρισμού, τα δραματικά αποτελέσματα του οποίου είναι γνωστά.
Στο αυριανό άρθρο θα μιλήσω για το ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή και τι αυτό μπορεί να σημαίνει.