Ο γάμος στην αρχαία Ελλάδα, όπως και σήμερα, ήταν ένας ζωτικός θεσμός για την κοινωνία. Κι αυτό γιατί εξασφάλιζε τη διοίκηση του οίκου, του νοικοκυριού όπως θα λέγαμε σήμερα, και την απόκτηση νόμιμων παιδιών που θα κληρονομούσαν και θα φρόντιζαν τους γονείς. Ήταν τόσο σημαντικός στην αντίληψη των ανθρώπων, που σπάνια κάποιος έμενε ανύπαντρος.
Παρά τη σημασία όμως που έδιναν οι πρόγονοί μας στον γάμο ως θεσμό, στην πράξη αυτά που γίνονταν στο συζυγικό κρεβάτι ήταν μόνο ένα μικρό τμήμα της πραγματικής σεξουαλικής δραστηριότητας και των δύο φύλων.
Η σχέση των συζύγων
Τις περισσότερες φορές, ο γάμος στην αρχαία Ελλάδα ήταν μια σχέση ανάγκης και συμβατικότητας, που είχε προκύψει μέσω δεσμών των δύο οικογενειών και όχι μέσα από τη γνωριμία των άμεσα ενδιαφερόμενων.
Δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, αφού ο ρόλος των γυναικών ήταν αρκετά περιορισμένος στα οικιακά καθήκοντα και η εμπειρία τους από τον κόσμο ελάχιστη. Πολύ συχνά, η διαφορά ηλικίας των νεόνυμφων ξεπερνούσε τα δέκα χρόνια, αφού τα κορίτσια παντρεύονταν γύρω στα δεκαπέντε (για να εξασφαλιστεί όσο το δυνατόν η παρθενία) και οι άνδρες γύρω στα τριάντα, συχνά χωρίς, καν, να γνωρίζονται οι δυο τους. Ενδεικτικό της παθητικότητας που απαιτούνταν από της γυναίκες είναι το γεγονός ότι ειδικά στην αρχαία Αθήνα η νύφη δεν μιλούσε καθόλου κατά την τελετή του γάμου και ο πατέρας την παρέδιδε στο γαμπρό λέγοντάς του: «Σου παραδίδω αυτήν την γυναίκα για να σου γεννήσει νόμιμα τέκνα». Η νύφη-γυναίκα ήταν λοιπόν αντικείμενο στη διάθεση της πατρικής εξουσίας.
Καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις γάμου το συναίσθημα του έρωτα ή ακόμη και της οικειότητας ανάμεσα στο ζευγάρι απουσίαζε εντελώς, δεν είναι να απορεί κανείς για την πλούσια ερωτική ζωή των προγόνων μας εκτός της συζυγικής κλίνης. Μολονότι δηλαδή η πίστη και των δύο συζύγων ήταν μια αρετή που σε πολλά αρχαία κείμενα εγκωμιάζεται ως ιδανική, στην πραγματικότητα τα πράγματα απείχαν πολύ απ’ αυτό.
Έρωτας ή απιστία;
Δεν είχαν βέβαια όλα τα παραστρατήματα το ίδιο βάρος, ούτε προκαλούσαν τις ίδιες αντιδράσεις από τους απατημένους.
Συγκεκριμένα, οι αρχαίοι Έλληνες δεν θεωρούσαν απιστία τον ομοφυλοφιλικό έρωτα που μπορεί να αναπτυσσόταν ανάμεσα στον σύζυγο και έναν άλλον άντρα. Μια τέτοια σχέση ήταν βεβαίως συχνή και παράλληλη μορφή έρωτα, αλλά δεν νοούνταν στο ίδιο πλαίσιο με την ετεροφυλοφιλική. Αυτό γιατί δεν απειλούσε με κανέναν τρόπο τον οίκο, αφού δεν μπορούσαν από αυτήν να προκύψουν νόθα τέκνα –που μπορεί και να ζητούσαν αναγνώριση αργότερα– ούτε μπορούσε να ωθήσει τον ερωτευμένο να χωρίσει τη γυναίκα του για να παντρευτεί το αντικείμενο του έρωτά του. Ήταν, λοιπόν, απαλλαγμένη από τα βαρίδια των συμβάσεων και υπήρχε μόνο για την απόλαυση.
Η πιο συχνή μορφή “απιστίας” εκτός γάμου ήταν σαφέστατα ο αγοραίος έρωτας. Αναφερόμαστε στις εξωσυζυγικές σχέσεις των ανδρών, αφού οι περισσότερες πληροφορίες που μας άφησαν οι αρχαίες κοινωνίες αντικατοπτρίζουν τη δική τους οπτική γωνία. Η απιστία λοιπόν του άνδρα, η οποιαδήποτε δηλαδή σεξουαλική σχέση εκτός γάμου, δεν θεωρούνταν νομικά κολάσιμη, ούτε αποτελούσε αιτία διαζυγίου. Σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες της ηθικής, ένας σύζυγος όφειλε να κρατάει τις γυναικοδουλειές του διακριτικά μακριά από το σπίτι και σε καμία περίπτωση να μην φέρνει τέτοιες γυναίκες εντός της συζυγικής οικίας.
Βεβαίως γνωρίζουμε, κυρίως από την αττική κωμωδία, ότι οι γυναίκες συχνά παραπονιόντουσαν για τα παραστρατήματα των συζύγων τους και θεωρούσαν τις πόρνες επικίνδυνες για την ευτυχία των ζευγαριών, αφού γνώριζαν περισσότερα τεχνάσματα και δεν είχαν καμία ντροπή, με αποτέλεσμα να μονοπωλούν το ενδιαφέρον του συζύγου. Από μία αρκετά διαφορετική σκοπιά, η σεξουαλική ζωή των ανδρών με εταίρες και πόρνες συχνά εμφανίζεται στα αρχαία κείμενα ως ένας καλός τρόπος ώστε οι άνδρες να “ξεδίνουν” χωρίς αυτό να έχει συνέπεια την παραγωγή υπερβολικά πολλών απογόνων εντός του οίκου, ήταν δηλαδή ένας τρόπος ελέγχου των γεννήσεων. Υπάρχουν βέβαια και κοινωνικά σχόλια φωτισμένων μυαλών, όπως ο Ευριπίδης, ο οποίος βάζει το Χορό στη Μήδεια να κατανοεί τη μανιασμένη αντίδραση της ηρωίδας απέναντι στην απιστία του Ιάσονα και να τον κατηγορεί ότι με την απιστία του διασάλευε την κοινωνική τάξη. Βεβαίως, το σχόλιο αυτό απείχε αρκετά από την καθημερινή πραγματικότητα της Αθήνας, στην οποία οι γυναίκες σύζυγοι αναγκάζονταν να κάνουν τα στραβά μάτια στα στραβοπατήματα των ανδρών τους.
Οι εταίρες
Αναμφίβολα ήταν η πιο διάσημη κατηγορία εκδιδόμενων γυναικών στην αρχαιότητα. Οι εταίρες ήταν αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε πόρνες πολυτελείας. Ήταν πολύ όμορφες γυναίκες, συνήθως ελεύθερες, μπορεί όμως και να ήταν πρώην δούλες, η ελευθερία των οποίων είχε εξαγοραστεί από τους πελάτες τους. Οι εταίρες έπρεπε να συνοδεύουν τους εραστές τους στα συμπόσια, στα εορταστικά δηλαδή γεύματα, και να είναι καλές και ευχάριστες συνομιλήτριες, να ψυχαγωγούν τους άνδρες, να αστειεύονται μαζί τους και βεβαίως να επικοινωνούν μαζί τους ερωτικά.
Καθώς οι ευυπόληπτες γυναίκες, οι νόμιμες σύζυγοι, ήταν αποκλεισμένες από τον χώρο των κοινωνικών συναναστροφών των ανδρών και από τα συμπόσια, μια διασκέδαση ιδιαιτέρως προσφιλή στους αρχαίους Έλληνες, οι εταίρες τις υποκαθιστούσαν σ’ αυτά τα μέρη. Τα καθήκοντα των εταιρών στα συμπόσια απαιτούσαν να διαθέτουν μια ποιότητα που έλειπε από τις απλές πόρνες. Έπρεπε να διαθέτουν άνετους τρόπους, λεπτό και όχι χυδαίο ερωτισμό και κάποια μόρφωση, προκειμένου να αντεπεξέρχονται ως συνομιλήτριες στις συζητήσεις των συμποσίων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τις περισσότερες παραστάσεις ερωτικού περιεχομένου τις βρίσκουμε αποτυπωμένες πάνω σε αγγεία πόσεως που προορίζονταν για τα συμπόσια. Οι εταίρες, σε αντίθεση με τις απλές πόρνες, ντύνονταν ευπρεπώς σε δημόσιο χώρο και δεν έκαναν “πεζοδρόμιο”, αλλά γίνονταν γνωστές χάρη στη φήμη και τις συναναστροφές τους. Μια ακόμη διαφορά των εταιρών από τις απλές πόρνες ήταν και η σχετικά σταθερή σχέση που είχαν με τους πελάτες τους. Διαφήμιση για τις εταίρες ήταν και οι εξωφρενικά υψηλές αμοιβές που ζητούσαν, που μπορούσαν να καταστρέψουν οικονομικά τους εραστές τους, όπως συνέβη στον αδελφό της ποιήτριας Σαπφούς.
Μολονότι όλα τα παραπάνω έχουν δημιουργήσει έναν θρύλο γύρω από τις εταίρες, στην πραγματικότητα η θέση τους δεν ήταν και τόσο αξιοζήλευτη. Μπορεί να θεωρούνταν οι “ευγενείς” πόρνες, αλλά αυτό δεν τις απάλλασσε από το στίγμα του επαγγέλματος της παροχής ερωτικών κατά βάση υπηρεσιών. Η λάμψη διαρκούσε μόνο όσο ήταν νέες και όμορφες, ενώ ήταν αρκετά εύκολο να πέσουν από την κατηγορία της εταίρας σ’ εκείνη της απλής πόρνης, που πληρωνόταν φυσικά πολύ λιγότερο. Το καλύτερο που μπορούσε να ελπίζει μια εταίρα ήταν να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα για τα γηρατειά της ή να γίνει παλλακίδα κάποιου ηλικιωμένου και ανύπαντρου ή χήρου πολίτη, χωρίς βεβαίως ποτέ να μπορέσει να γίνει νόμιμη σύζυγος και μητέρα, καθώς αυτό απαγορευόταν ρητά από τους νόμους. Αρκετές πρώην εταίρες, όπως συνάγεται από τις πηγές, όταν μεγάλωναν σε ηλικία, για να επιβιώσουν γίνονταν προαγωγοί νεαρών κοριτσιών, επάγγελμα νόμιμο μεν, αλλά εξαιρετικά υποτιμητικό και ανυπόληπτο.
Οι πόρνες
Σε ακόμη χειρότερη μοίρα βρίσκονταν οι πόρνες, όρος που προέρχεται από το ρήμα πέρνυμι, δηλαδή πουλώ. Αυτές ήταν συχνά δούλες, των οποίων οι υπηρεσίες προσφέρονταν έναντι χαμηλού σχετικά κόστους για μικρό χρονικό διάστημα. Η κοινωνική θέση τους ήταν τόσο χαμηλή που η λέξη πόρνη είχε έννοια προσβλητική, όπως άλλωστε και σήμερα. Σε αντίθεση με τις εταίρες, που είχαν συνήθως το δικό τους σπίτι, οι πόρνες ζούσαν και εργάζονταν σε πορνεία, τα οποία συχνά ονομάζονταν χαμαιτυπεία. Το όνομα αυτό έχει ενδιαφέρουσα προέλευση. Φαίνεται λοιπόν πως στην αρχαία Κόρινθο, για να προσελκύσουν πελάτες, οι εκδιδόμενες γυναίκες χάρασσαν στα σανδάλια τους ανάγλυφη τη λέξη έπου, δηλαδή ακολούθα. Καθώς λοιπόν προχωρούσαν, η λέξη αυτή αποτυπωνόταν πάνω στο μαλακό χώμα και ο πελάτης γνώριζε έτσι το δρόμο προς το χαμαιτυπείο (χαμαί= κάτω, τύπος=αποτύπωση). Γι’ αυτό το λόγο οι γυναίκες αυτές συχνά ονομάζονταν και χαμαίτυπες. Η λέξη ιερόδουλη, με την οποία είναι επίσης γνωστές, έχει διαφορετική ετυμολογία. Πρόκειται για τις περιπτώσεις ιερής πορνείας ιερειών που υπηρετούσαν σε ναούς. Το φαινόμενο όμως αυτό ήταν μάλλον σπάνιο στον ελληνικό κόσμο (με εξαίρεση απ’ ό, τι φαίνεται πάλι την Κόρινθο) και απαντούσε περισσότερο σε ανατολικούς λαούς. Όπως μια εταίρα μπορούσε να υποβιβαστεί σε απλή πόρνη, έτσι και μια τέτοια μπορούσε να προβιβαστεί σε εταίρα, όπως μαθαίνουμε από το Δημοσθένη στον δικανικό του λόγο εναντίον μιας τέτοιας γυναίκας, της Νεαίρας.
Η πορνεία γενικά εμφανίζεται συχνά στην αρχαία ελληνική τέχνη και λογοτεχνία, κάτι που δείχνει ότι ήταν πλατιά διαδεδομένη. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το φαινόμενο έχαιρε εκτίμησης, όπως αποδεικνύουν και οι πολλές αρνητικές αναφορές. Με άλλα λόγια, οι αρχαίες ελληνικές κοινωνίες αποτύπωναν με διάφορους τρόπους την έξη των ανδρών στον αγοραίο έρωτα, χωρίς όμως να παραλείπουν να καυτηριάσουν την αδυναμία τους σε μια μάλλον κατώτερη μορφή ερωτικού δεσμού.
Οι παλλακίδες
Τι γινόταν όμως όταν ένας πολίτης συνήπτε έναν σταθερό δεσμό με μια γυναίκα που δεν ήταν η σύζυγός του; Τέτοιες περιπτώσεις φαίνεται ότι ήταν αρκετά συχνές στην Αθήνα, και πιθανότατα και αλλού. Σε ορισμένες, λοιπόν, περιπτώσεις ένας άνδρας-πολίτης μπορούσε να συμβιώνει στο σπίτι του με μια γυναίκα που δεν ήταν νόμιμη σύζυγός του. Η γυναίκα αυτή ονομαζόταν παλλακίδα και μπορούσε να είναι πρώην εταίρα ή όχι. Οι παλλακίδες όφειλαν πίστη στους «άνδρες» τους, αφού τα δικαιώματα των τελευταίων προστατεύονταν από τον νόμο όπως και των συζύγων. Ο δεσμός όμως ενός άνδρα με μια παλλακίδα δεν ήταν τόσο σταθερός όπως ο γάμος, αφού δεν είχε δοθεί προίκα ούτε και τα παιδιά που θα προέκυπταν από μια τέτοια ένωση αναγνωρίζονταν ως πολίτες. Η πιο διάσημη παλλακίδα ήταν βεβαίως η Ασπασία, μια μέτοικος, δηλαδή Ελληνίδα από άλλη πόλη, και συγκεκριμένα τη Μίλητο, που είχε σχέση με τον ισχυρό άντρα της αθηναϊκής δημοκρατίας Περικλή. Εξαιτίας του αθηναϊκού νόμου ο Περικλής δεν μπορούσε να παντρευτεί την Ασπασία επειδή δεν ήταν Αθηναία και γι’ αυτό ζούσε μαζί της σε σχέση παλλακείας. Γενικά αυτές οι σχέσεις δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτές αφού μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη συνέχιση του οίκου, την απόκτηση νόμιμων δηλαδή απογόνων μέσω κανονικού γάμου. Ιδιαίτερα καταδικαστέες από το κοινωνικό σύνολο ήταν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες παλλακίδες έρχονταν να συγκατοικήσουν εντός της οικίας μαζί με τη νόμιμη σύζυγο, μια κατάσταση που πάντοτε οδηγούσε σε προβλήματα και επέφερε κοινωνική κατακραυγή.
Στο σημείο αυτό να πούμε πως η διάκριση ανάμεσα σε πόρνες και εταίρες, ακόμα και σ’ αυτές και τις παλλακίδες ήταν εξαιρετικά ρευστή και τα όρια δυσδιάκριτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σύντροφος του Περικλή, η Μιλήσια Ασπασία, η οποία αποκαλείται στις πηγές αλλού ως πόρνη, αλλού ως εταίρα και αλλού ως παλλακίδα, ανάλογα με το αν ο ομιλητής ήθελε να επικρίνει και πόσο τον Περικλή που βεβαίως ήταν στόχος τέτοιων επιθέσεων. Από νομική άποψη η Ασπασία ήταν σαφώς παλλακίδα, κανείς όμως δε φαίνεται να αντιδρούσε στους λάθος όρους, δηλαδή στους χαρακτηρισμούς της ως πόρνης ή ως εταίρας, αφού για τους συμπολίτες του Περικλή αυτή δεν ήταν παρά μια ξένη που ζούσε εκτός γάμου με έναν Αθηναίο και είχε αποκτήσει μαζί του κι έναν γιο. Πιθανότατα δε, αυτό που ενοχλούσε πολλούς στην περίπτωση της Ασπασίας ήταν ότι επρόκειτο για μια γυναίκα με ευρύ πνεύμα και μεγάλη μόρφωση, που μπορούσε να σταθεί ως ίση σε μια συζήτηση και ζούσε ελεύθερη, έξω από τις συμβάσεις και τους περιορισμούς που γενικά επιβάλλονταν στο φύλο της.
Η γυναικεία απιστία
Δεν ήταν όμως μόνο οι άντρες που επιχειρούσαν να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της συζυγικής ζωής και να ζήσουν ερωτικές περιπέτειες έξω από το σπίτι. Τι γινόταν π.χ. στην Αθήνα με τις Αθηναίες; Αυτές, όπως είπαμε, είχαν εξαιρετικά περιορισμένα δικαιώματα. Νομικά αντιμετωπίζονταν ως παιδιά (δικαιοπρακτικά ανίκανες και ανώριμες) εφόσον δεν μπορούσαν να κατέχουν ή να διαθέτουν περιουσία. Όσο πιο πλούσια ήταν η οικογένεια, τόσο περισσότερο αποκλεισμένες από τη ζωή της πόλης ήταν οι γυναίκες, αφού το ιδανικό ήταν να μην ακούγεται δημόσια το όνομά τους. Αντίθετα οι γυναίκες φτωχών οικογενειών εκ των πραγμάτων αναγκάζονταν να βγαίνουν από το σπίτι και να συμβάλλουν στο εισόδημα της οικογένειας, είτε πουλώντας εμπορεύματα είτε ως αγρότισσες είτε με κάποιο άλλο επάγγελμα, όπως η μητέρα του Σωκράτη που ήταν μαία. Από τα νομικού χαρακτήρα κείμενα, αλλά και από τις αρχαίες κωμωδίες, καθίσταται σαφές ότι, όσο κι αν οι άντρες προσπαθούσαν να περιορίσουν τις γυναίκες (πριν ή μετά το γάμο) μέσα στο σπίτι, να τις κρατήσουν “αθώες” και άβγαλτες, στην πράξη η ανδρική καταπίεση έφερνε τα αντίθετα αποτελέσματα και υπογείως οι γυναίκες έκαναν το δικό τους. Οι προκαταλήψεις για τις εμπειρίες των γυναικών ήταν πολύ διαδεδομένες. Έτσι οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν συχνά ως εκ φύσεως φιλήδονες και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη οι ερωτομανείς γυναίκες ήταν συχνοί χαρακτήρες, στοιχείο όχι τόσο ενδεικτικό για το πώς ήταν πραγματικά, αλλά για το φόβο των ανδρών απέναντι στην όποια ελευθερία των γυναικών. Από τα περιστατικά πάντως που μαθαίνουμε από δικανικούς λόγους για μοιχεία παντρεμένων γυναικών, καταλαβαίνουμε ότι τέτοιες καταστάσεις μόνο σπάνιες δεν ήταν και συχνά είχαν ως αιτία τη σεξουαλική παραμέληση των γυναικών από τους άνδρες τους. Άλλωστε αυτό ήταν ένα συχνό παράπονο των γυναικών σε λογοτεχνικά αρχαία κείμενα, κυρίως στις κωμωδίες, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να πληρώνουν τους συζύγους τους με το ίδιο νόμισμα.
Σε αντίθεση με την ανδρική απιστία, που δεν αποτελούσε νομικό αδίκημα, η απιστία της συζύγου, που ονομαζόταν μοιχεία, είχε νομικές επιπτώσεις και μάλιστα πολύ σοβαρές. Το δύο μέτρα και δύο σταθμά οφείλονταν στο ρόλο της συζύγου που είχε ως βασική υποχρέωσή της να γεννήσει γνήσιους απογόνους και φυσικά όχι νόθα παιδιά. Το ζήτημα θεωρείτο τόσο σοβαρό που στην Αθήνα γνωρίζουμε ότι ίσχυε νόμος ο οποίος επέτρεπε στο σύζυγο που έπιανε επ’ αυτοφώρω τη σύζυγό του με άλλον άντρα-μοιχό, να τον σκοτώσει επί τόπου χωρίς να κατηγορηθεί για φόνο. Ακόμη όμως και αν δεν τον σκότωνε, οι τιμωρίες που προβλέπονταν για τους μοιχούς ήταν ιδιαιτέρως αυστηρές και ντροπιαστικές. Η σύζυγος που πιανόταν να διαπράττει μοιχεία έπρεπε απαραιτήτως σύμφωνα με το νόμο να αποπεμφθεί, γιατί πλέον δεν μπορούσε να εγγυηθεί στον οίκο του συζύγου την πατρότητα των παιδιών που θα έφερνε στον κόσμο, με άλλα λόγια είχε χάσει κάθε αξιοπιστία ότι δεν θα φορτώσει στο σύζυγό της νόθα παιδιά.
Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι με τον όρο μοιχεία οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν εννοούσαν την παράνομη σχέση με μια παντρεμένη γυναίκα, αλλά οποιαδήποτε εκτός γάμου σεξουαλική σχέση με κόρη πολίτη. Έτσι, η αποπλάνηση μιας ανύπαντρης κοπέλας ή η σχέση με μια χήρα θεωρούνταν επίσης μοιχεία που τιμωρούνταν με τις ίδιες ποινές όπως και η σχέση με παντρεμένη γυναίκα. Ως εκ τούτου η μοιχεία γινόταν αντιληπτή ως μια ευρύτερη αδικία απέναντι στην οικογένεια μιας γυναίκας, είτε αυτή ήταν παντρεμένη, είτε όχι. Από τις σχετικές αρχαίες μαρτυρίες στη λογοτεχνία ή στους δικανικούς λόγους, συμπεραίνουμε ότι τέτοιες σχέσεις ήταν αρκετά συχνές, αν και τα κείμενα συμβούλευαν τους άνδρες να αποφεύγουν τέτοιους επικίνδυνους δεσμούς. Στην περίπτωση βεβαίως των δεσμών με μη παντρεμένες Αθηναίες, η προσβολή μπορούσε να εξαλειφθεί αν ακολουθούσε γάμος, όπως συνέβαινε συχνά π.χ. στις κωμωδίες του Μενάνδρου, οπότε τέλος καλό, όλα καλά, όπως θα λέγαμε και σήμερα.
Πηγή: insidestory.gr