Με τις επιθέσεις σε εμπορικά πλοία από και προς το Σουέζ να συνεχίζονται, το οικονομικό επιτελείο παρακολουθεί -ψύχραιμα προς το παρόν- τις εξελίξεις, αναμένοντας την προσπάθεια που έχει ξεκινήσει για ομαλοποίηση της κατάστασης με πρωταγωνιστή και την Ελλάδα.
Αρμόδιες πηγές σημειώνουν ότι η μείωση στην κίνηση του μεγαλύτερο λιμανιού της χώρας, του Πειραιά, από το μπλόκο των εμπορευματικών μεταφορών δια θαλάσσης από τους αντάρτες Χούθι της Υεμένης είναι περιορισμένη.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι διανύοντας τον τρίτο μήνα των επιθέσεων, η εμπορευματική κίνηση έχει μειωθεί κατά 30%. Στον Πειραιά η μείωση που καταγράφεται δεν ξεπερνά προς το παρόν το 10%. Συνεπώς, και η άμεση ζημιά είναι περιορισμένη.
Οι ίδιες πηγές θύμιζαν ότι η Ελλάδα δεν μένει παθητική στην όλη κατάσταση. Έχει ενεργοποιηθεί ήδη για την όσο το δυνατό ταχύτερη εξομάλυνση της κατάστασης, με τη διάθεση του στρατηγείου της Λάρισας στον ευρωπαϊκό στόλο που θα επιχειρήσει στην Ερυθρά Θάλασσα.
Σχετικά με τη χθεσινή παρατήρηση του ΟΟΣΑ, ότι λόγω της αναστάτωσης θα καταγραφεί άνοδος του πληθωρισμού στην ΕΕ, άρα και στην Ελλάδα, λόγω της κατακόρυφης αύξησης των ναύλων, οι ίδιες πηγές τόνιζαν ότι είναι μάλλον υπερβολική. Από την έναρξη των επιθέσεων τον Νοέμβριο, τα αποτελέσματα στις τιμές δεν είναι μετρήσιμα και είναι αμφίβολο και αν θα γίνουν μετρήσιμα στο άμεσο μέλλον. Σημείωναν συγκεκριμένα, ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στο 12% των παγκόσμιων εμπορευματικών μεταφορών που περνούν μέσω της Ερυθράς Θάλασσας. Από αυτό το 12%, ένα μέρος μόνο καταλήγει και διοχετεύεται στην ελληνική αγορά. Συνεπώς, όσους μήνες και αν χρειαστεί για να εξομαλυνθεί η κατάσταση οι επιπτώσεις θα είναι περιορισμένες.
Ανησυχία για ενδεχόμενη κλιμάκωση
Ωστόσο, στο υπουργείο Οικονομικών δεν δηλώνουν την ίδια σιγουριά απέναντι στο ενδεχόμενο μιας γενικότερης κλιμάκωσης στην κρίση της Μέσης Ανατολής. Η βασική ανησυχία είναι μήπως οι επιθέσεις των Χούθι φέρουν νέα κρίση στις τιμές της ενέργειας. Τούτο, εάν έχουμε μεγαλύτερη εμπλοκή του Ιράν και των υπολοίπων αραβικών κρατών στη σύγκρουση. Σε μια τέτοια περίπτωση εκτιμούν ότι οι συνέπειες θα είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές του 2022. Τούτο διότι, εκτός από τις τιμές των καυσίμων, νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίσουν μια μακρά περίοδο υψηλών επιτοκίων και παράλληλα υψηλού πληθωρισμού, λόγω της μετάδοσης που θα έχουμε από τις τιμές της ενέργειας σε αγαθά σε υπηρεσίες. Επιπλέον, αυτονόητο είναι, ότι η επιβράδυνση που βιώνει σήμερα η Ευρώπη, θα μετατραπεί αυτόματα σε ύφεση. Όλα αυτά, ενώ οι πολίτες βιώνουν ήδη τον τρίτο συνεχόμενο υψηλών τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες, με προσδοκίες ότι οι τιμές θα γίνουν ακόμη υψηλότερες.
ΠΗΓΗ: capital.gr