Γράφει o Ιωάννης Π. Χουντής
Πολλά έχουν λεχθεί και ακόμη περισσότερα πρόκειται να διατυπωθούν σχετικά με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Easing), που προωθεί η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με πρωτοβουλία του κεντρικού τραπεζίτη, Μάριο Ντράγκι. Ας ξεκινήσουμε από τα δύο βασικά δεδομένα για την κριτική του επί τάπητος σχεδίου: πρώτον, η Ευρωζώνη βρίσκεται σε κατάσταση αποπληθωρισμού (deflation) ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητος ενώ παράλληλα δεν υφίσταται μία προχωρημένη κατάσταση πολιτικής ένωσης των κρατών-μελών του κοινού νομίσματος, όπως για παράδειγμα στις ομοσπονδιακές Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ή στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να ορίσουμε τι είναι η ποσοτική χαλάρωση: αποτελεί ενός είδους νομισματικής πολιτικής, που χρησιμοποιείται από μία κεντρική τράπεζα, εν προκειμένω την ΕΚΤ, για να ρευστοποιήσει την αγορά, όταν έχουν αποτύχει οι υπόλοιπες μονεταριστικές πολιτικές. Σε αντίθεση με την κοινή πίστη η ΠΧ δεν αποτελεί κόψιμο χρήματος, όπως έπραξε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ παρά αγορά συγκεκριμένων κεφαλαίων από εμπορικές τράπεζες (συχνά δε κρατικών ομολόγων) και άλλα ιδιωτικά ιδρύματα με σκοπό να αυξήσει την αξία αυτών από κοινού με την εισαγωγή ρευστότητος στην αγορά και την πραγματική οικονομία. Ουσιαστική διαφορά με τις μέχρι τώρα πρακτικές της ΕΚΤ είναι πως δεν θα αγοράζονται απλώς βραχυπρόθεσμα κρατικά ομόλογα με σκοπό να διατηρηθούν σε συγκεκριμένο ποσοστό τα τραπεζικά επιτόκια αλλά θα επενδύεται χρήμα. Ας θυμηθούμε, εν τούτοις σε αυτό το σημείο, πως το ευρώ ήδη βρίσκεται σε ασθενή σύγκριση με το δολάριο αλλά και άλλα νομίσματα και έχει χάσει αρκετά την αξία του χωρίς την παρουσία πληθωρισμού.
Αφού εκθέσαμε εν συντομία την αντικειμενική κατάσταση της Ευρωζώνης του 2015 αλλά και το μοντέλο της ΠΧ μπορούμε, τώρα, να πραγματοποιήσουμε μία ασφαλή κριτική στο εγχείρημα. Αρχικά, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Συντάξεων μέσω των αρμοδίων οικονομολόγων του έχει προειδοποιήσει πως στην περίπτωση της Ευρωπαικής Ένωσης χαμηλά επιτόκια στα κρατικά ομόλογα, όπως προωθεί η ΠΧ θα οδηγήσουν στην μείωση της χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών ταμείων, μιας και οι αποταμιεύσεις των δικαιούχων θα χάσουν την αξία τους προοδευτικά τα επόμενα χρόνια υπό το καθεστώς της υφέσεως και του υπερπληθωρισμού, που είναι δυνατόν να ανακύψει, παρά θα αυξηθούν.
Επιπλέον οι τράπεζες ίσως χρησιμοποιήσουν τα χρήματα για να επενδύσουν σε αναπτυσσόμενες οικονομίες ή σε μη τοπικές προσφορές και επιχειρήσεις με αποτέλεσμα τα χρήματα της ΠΧ να μην χρησιμοποιηθούν στις εθνικές πραγματικές οικονομίες και να αδυνατούν οι δανειολήπτες να εξυπηρετηθούν, πράγμα που αποτελεί και τον απώτερο σκοπό της.
Ειδικοί θεωρούν πως η ΠΧ στην Ευρωζώνη θα έρθει αντιμέτωπη με νομικά, πολιτικά και πρακτικά προβλήματα. Τωόντι η Γερμανία είναι, ήδη αντίθετη με το σχέδιο, ενώ τα επιτόκια στην χώρα είναι πολύ χαμηλότερα από άλλες, όπως για παράδειγμα η Ισπανία. Ουσιαστικά θα αποτελέσει μία ανέξοδη πολιτική σε μία διεσπασμένη οικονομική ζώνη, που δεν έχει την απαραίτητη πολιτική ενοποίηση, όπως είχαν οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και η Ιαπωνία, χώρες, που εφάρμοσαν πολιτικές παρόμοιες με αυτές της ΠΧ. Σημαντικό πρόβλημα από την άλλη δεν αποτελεί μόνο η δυνατότητα παροχής δανείων από τις τράπεζες παρά η ζήτηση αυτών από φυσικά και νομικά πρόσωπα. Απλά δεν υπάρχει το κίνητρο για την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων τους ή των εξόδων τους μέσω δανείων λόγω της αποτελματωμένης οικονομικής κατάστασης.
Εν τέλει, γίνεται φανερό, πως οι επιχειρήσεις και ο ιδιωτικός τομέας, η δημιουργική φλέβα της οικονομίας, πρέπει να αναλάβουν την ανατροπή της δυσπραγίας και όχι ένας κεντρικός ‘’σχεδιασμός’’, που σύμφωνα με τον Von Hayek και άλλους νεοκλασικούς οικονομολόγους θα δημιουργούσε μεγαλύτερα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα παρά ευεργετήματα. Λίγα αποτελέσματα, άλλωστε, στον πληθωρισμό έχει η αγορά ομολόγων κρατών, σύμφωνα με τον Άλιστερ Γουίντερ, διευθύνων οικονομολόγο της Daniel Stewart and Co. Ο ίδιος συνηγορεί υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την ανάκαμψη του ευρώ και την ανάπτυξη της οικονομίας παρά της ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Μεγάλος κίνδυνος είναι και ο υπερπληθωρισμός, που ίσως παραχθεί σε περίπτωση υπέρ του δέοντος ‘’επιτυχίας’’ του προγράμματος της κεντρικής τραπέζης. Σε μία τέτοια περίπτωση οι ευρωπαικές οικονομίες, ειδικά οι ασθενέστερες θα βυθιστούν σε μία ακόμη μεγαλύτερη κρίση ενώ δεν αποκλείεται, έστω σαν μακρινό σενάριο, η επαναφορά και επιβολή δασμών στην Ευρωζώνη για το εξωτερικό της εμπόριο εκ μέρους άλλων υπερατλαντικών οικονομιών, όπως η Ινδία, η Κίνα, η Ιαπωνία και φυσικά οι ΗΠΑ. Το τελευταίο πράγμα, που χρειάζεται το γεωπολιτικό σκηνικό είναι η επανατοποθέτηση της πολιτικής των δασμών στο κάδρο εναντίον του ελευθέρου εμπορίου.
Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: η ΠΧ δεν επιμερίζει ορθώς τον πλούτο. Ακόμη και αν το επιχείρημα ακούγεται σοσιαλιστικογενές είναι σε τούτη την περίπτωση οδυνηρά πραγματικό για ένα πρόγραμμα, που στοχεύει στην συλλογική ανάκαμψη μιας και είναι από τη φύση του υπέρ του κεντρικού σχεδιασμού. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Φράνκ του CNBC, έρευνα της Τραπέζης της Αγγλίας δείχνει πως το 40% των κερδών, που έφερε η ΠΧ απορροφήθηκαν από το 5% των πιο πλούσιων βρετανικών νοικοκυριών. Τι αποτελέσματα, μπορεί να έχει ένας τέτοιος άνισος καταμερισμός στην ευρωπαική κοινωνία; Άλλοι ερευνητές παγκοσμίως συμφωνούν με αυτή την άποψη.
Εν κατακλείδι, με μία σειρά πολιτικών και κυρίως οικονομικών επιχειρημάτων προσπάθησα να αναδείξω τις επιφυλάξεις αλλά και τις προβληματικές, που παράγει το σχέδιο της ποσοτικής χαλάρωσης, που απεργάζεται η ΕΚΤ. Αν και η Ελλάδα είναι εν προκειμένω εκτός του σχεδιασμού δεν αποκλείεται τα αποτελέσματα να είναι ισχυρά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλέσουν συνέπειες σε όλες τις ευρωπαικές οικονομίες και να βαθύνουν αντί να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση. Ας μην προσδράμουμε στην επιχείρηση της μίμησης τέτοιων μοντέλων, που εφαρμόστηκαν υπό άλλες συνθήκες σε άλλες πραγματικότητες χωρίς τον απαραίτητο σκεπτικισμό και την δέουσα προετοιμασία.