Πολύς λόγος γίνεται για την έντονη κινητικότητα και τις πολιτικές ζυμώσεις όσον άφορα το λεγόμενο “Kέντρο”. Αλλά ποιο είναι τελικά το «Κέντρο» που καλούνται να εκπροσωπήσουν νέοι και παλαιοί διεκδικητές του; Όποιο και αν είναι εν τέλει, ένα αξιόλογο τμήμα του αποκαλουμένου “κεντρώου χώρου” δεν εκπροσωπείται πολιτικά και γι᾽ αυτό όλοι οι επίδοξοι μνηστήρες του δεν παίρνουν ούτε το πολυπόθητο… 3% στις εκλογικές αναμετρήσεις.
Βέβαια, το κέντρο που εμφανίζεται να ανακύπτει δεν έχει τόσο κεντρώα υφή, μιας που η συμμαχία φιλελευθέρων τύπου Μάνου, συντηρητικών ανεμόμυλων τύπου Τζήμερου και ελευθεριακών του Βαλλιανάτου, μάλλον για άγρια ρεϊγκανική δεξιά σου κάνει σε θέματα οικονομίας και θεσμών και «πεφωτισμένη αριστερά» σε ζητήματα κοινωνίας και εθνικής ταυτότητας. Κάπου εκεί κολλάει και μια εσάνς να το πω, ως τσόντα να το δω, το πολιτικό φλερτ με το πιο συγγενικό παραδόξως χώρο τους που δεν είναι άλλος από την ευρωνομιμόφρονη Κεντροαριστερά της Δημοκρατικής Αριστεράς και των Πρασίνων Οικολόγων.
Θα αναρωτηθεί βέβαια κανείς τι μπορεί κατ’ ουσία να ενώνει όλους τους παραπάνω, αλλά συνάμα και να τους εγκλωβίζει σε δασκαλίστικες αναφορές περί κοινής λογικής που απωθούν τον κοινό ψηφοφόρο του Κέντρου. Με άλλα λόγια, κάποιος κεντρώος όσο και να συμφωνεί με το δια ταύτα των θέσεων τους, δεν τους αντιλαμβάνεται εύκολα ως την αυτονόητη επιλογή για την ψήφο του.
Ίσως, η αίτια αυτού να είναι ακριβώς το ελιτίστικο ύφος τους που προκαλεί δυσπιστία σε όσους δεν εννοούν πως το «αυτονόητο καλό» της πατρίδος ακούει μονό στο όνομα της Αγίας και Πεφωτισμένης Ευρώπης (όπου Ευρώπη βλέπε Γερμανία).
Δεν έχει κανείς πάρα να πιεί ένα καφέ στα αγαπημένα στέκια τους, και θα αντιληφθεί πως ο κοινός τους καημός είναι γιατί δεν γεννήθηκαν στην Φραγκφούρτη και δεν διαβιούν στο Λονδίνο. Όμως, τι συνεπάγεται μια τέτοια προσέγγιση της ταυτότητας, για ένα χώρο του κέντρου; Οι αναφορές στις δύο παραπάνω δυτικές μητροπόλεις δεν είναι τυχαία, αλλά υποδηλώνει κάτι σαφές για τη στοχοθεσία και τις μεθόδους τους. Ο αγγλικός εμπειρισμός γι᾽ αυτούς μεταφράζεται σε ένα κυνικό ελευθέριο-αγοραίο πνεύμα κατά το όποιο δεν υπάρχει έσχατο όριο δράσης, χάριν της επίτευξης ενός σκοπού. Αλλά και ο γερμανικός μακιαβελισμός τους, τύπου Σόιμπλε, υποδηλώνει ότι σημασία έχει μόνο το αποτέλεσμα χωρίς να εξετάζουν ποτέ τα ατομικά κίνητρα και τις συστημικές συνθήκες κατά την έκβαση ενός εγχειρήματος.
Αυτά τα δυο στοιχεία είναι που τους κάνουν να νοιώθουν ότι έχουν όλες τις λύσεις αλλά κανείς δεν τους ακούει, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι απευθύνονται σε μία κοινωνία της οποίας δεν είναι ξένο σώμα αλλά μέλη της, κάτι σαν την νέα Βαυαροκρατία που θα μας εξανθρωπίσει.
Σε αυτήν την βάση, εχθρεύονται πολιτισμικά κάθε αναφορά σε ό, τι υγιές έχει να επιδείξει η παράδοση ενός τόπου, τον οποίον μονίμως δυσφημίζουν με τον ευθύγραμμο τεχνοκρατισμό τους. Επιπλέον για αυτούς ζητήματα όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα των ευκαιριών, κλπ απλά δεν υπάρχουν. Όπως δεν υπάρχει και μια προσέγγιση της συλλογικής ταυτότητας αυτού του τόπου, διακριτή αλλά όχι κατ’ ανάγκην αντίθετη με την ευρωπαϊκή.
Τα τελευταία στοιχεία για κάποιον μπορεί να έχουν σοσιαλιστικές από τα αριστερά ή κοινοτιστικές από τα δεξιά αναφορές, αν παραχωρεί τον κοινωνισμό μονάχα στην Αριστερά και τον πατριωτισμό στην Δεξιά. Αυτό όμως που είναι πρόκληση για όσους τσαλαβουτούν σε ενδιάμεσες και υβριδικές -αλλά όχι απαραίτητα «μεσαίες» θέσεις- είναι η εκκρεμότητα ενός διαλόγου για τον σχηματισμό ενός πολιτικού φορέα που δεν εννοεί τον εαυτό του ως το ηθικά αλώβητο τμήμα της κοινωνίας μας. Αυτό ο χώρος που δεν εκπροσωπείται από κανένα κόμμα στην μεταπολιτευτική περίοδο, θα μπορούσε να διαπλεχθεί με τις δυνάμεις του κέντρου που γενεαλογικά εκκινούν από τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό του Θεοτοκά και της Γενιάς του ΄30 και φτάνουν ως τις μέρες μας, σε ένα μεσοαστικό οικονομικά, συντηρητικό πολιτισμικά, και συνάμα ευρωσκεπτικιστικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που ακόμη αναζητεί το χαμένο κέντρο της ελληνικότητας… πέραν των σειρήνων στα άκρα της κουβανοποίησης (ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Κ.Κ.Ε, Χ.Α) και της λαντενοποίησης (Ν.Δ, ΠΑ.ΣΟ.Κ, ΔΗΜ.ΑΡ).
Υ.Γ. Αλήθεια η εξόχως «πατριωτική δεξιά» του Φαίλου Κρανιδιώτη και του Σαμαρά πόσο άνετα νοιώθει με τα απάτριδα «ευρωλιγούρικα» τέκνα του Σημίτη; Πως αλλάζουν οι καιροί; Εκεί που κάποτε έπαιζαν κρυφτό, τώρα παίζουν τις κουμπάρες!