Γράφει ο Αντώνης Μπέζας*
Η Ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί, αυτή την περίοδο, να διευθετήσει χρονίζουσες διαφορές που ταλανίζουν τις σχέσεις της με την Αλβανία και την πΓΔΜ. Ειδικά για την περίπτωση της Αλβανίας, Τίρανα και Αθήνα εκπέμπουν κλίμα αισιοδοξίας ότι εντός των επόμενων μηνών οι διαπραγματεύσεις, που διεξάγονται μυστικά σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, θα έχουν ολοκληρωθεί καθώς στη σύνοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα γίνει τον Ιούνιο, η αλβανική πλευρά αναμένει να της χορηγηθεί ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Ασφαλώς, μια λύση-πακέτο με την Αλβανία θα ήταν καλοδεχούμενη εφόσον μπορέσουμε να επιβεβαιώσουμε ότι λειτουργούμε εποικοδομητικά και ως παράγοντας περιφερειακής σταθερότητας και να συσσωρεύσουμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο, χρησιμοποιώντας το στο κρίσιμο εθνικό θέμα των σχέσεών μας με την Τουρκία.
Από κει και πέρα, όμως, εκτός από τα ζητήματα των θαλάσσιων ζωνών και της ελληνικής εθνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου, δεν μπορεί η ελληνική πλευρά να μη λάβει υπόψη της στην όποια συμφωνία, και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, τον αλβανικό αλυτρωτισμό σε σχέση με το λεγόμενο «τσάμικο ζήτημα».
Η Αλβανία εμφανίζει, τώρα που εκσυγχρονίζεται, τις παιδικές ασθένειες ενός έθνους- κράτους. Η ιδέα της «Μεγάλης Αλβανίας» γίνεται ολοένα και πιο διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια στη γειτονική χώρα. Αν αυτές οι αλυτρωτικές φωνές ήταν προϊόντα μιας περιθωριακής ομάδας ή υφίσταντο μόνο ως επικοινωνιακό παιχνίδι για εσωτερική κατανάλωση, τότε τα πράγματα δεν θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά. Δεν συμβαίνει όμως αυτό.
Πέραν του κόμματος των Τσάμηδων, οι αλυτρωτικές απόψεις αποτελούν επίσημη κυβερνητική θέση και δεσπόζουσα ιδεολογία στους πνευματικούς θεσμούς, όπως στην Ακαδημία, τα Πανεπιστήμια ή τα μέσα ενημέρωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1994 η αλβανική Βουλή καθιέρωσε ομόφωνα την 27 Ιουνίου ως ημέρα «γενοκτονίας» των Τσάμηδων, επιχειρώντας να ταυτίσει το ζήτημα με ανάλογες καταστάσεις της παγκόσμιας ιστορίας. Επιπλέον, το θέμα έχει πλέον ξεφύγει από τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα και έχει μεταφερθεί σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο μετά την προσφυγή οργανώσεων των Τσάμηδων στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης.
Όμως, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από την προπαγάνδα του αλβανικού εθνικισμού. Οι επικεφαλής των Τσάμηδων, εκείνης της εποχής, έχοντας αποδεδειγμένα σαν στόχο την ενσωμάτωση περιοχών της Ηπείρου –ειδικότερα τη Θεσπρωτία και την Πρέβεζα- στο αλβανικό κράτος, συγκρότησαν ένοπλα τμήματα, από το 1941 μέχρι το καλοκαίρι του 1943 με την επίβλεψη και συνεργασία των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων και στη συνέχεια, από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το καλοκαίρι του 1944 με την επίβλεψη των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και συμμετείχαν σε διώξεις, λεηλασίες, δολοφονίες εκτελέσεις, καταστροφές περιουσιών και άλλες βιαιότητες.
Επομένως, όχι μόνο, δεν έγινε γενοκτονία των Τσάμηδων, αλλά εντελώς αντίθετα, οι Τσάμηδες, ως συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών, επιχείρησαν την «εκκαθάριση» του ελληνικού-χριστιανικού πληθυσμού, είτε μέσω του φυσικού του αφανισμού, είτε μέσω της τρομοκράτησης και φυγής του.
Απέναντι στη φασιστική βαρβαρότητα, το ελληνικό στοιχείο κράτησε στάση άμυνας και αξιοπρέπειας. Ακόμη και η εκκένωση της Θεσπρωτίας από τον αλβανομουσουλμανικό πληθυσμό το καλοκαίρι του 1944 -μετά από απόφαση της ηγεσίας τους για αποχώρηση υπό το βάρος των εγκλημάτων τους- υπήρξε συντεταγμένη και δε συνοδεύτηκε από ενέργειες των στρατιωτικών μονάδων του ΕΔΕΣ εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Για τους Τσάμηδες, μάλιστα, που είχαν εμπλακεί σε εγκλήματα, τηρήθηκαν οι διαδικασίες που προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες, έγιναν δηλαδή δίκες από τα Δικαστήρια Δωσίλογων Ιωαννίνων.
Στη διαπραγμάτευση που βρίσκεται σε εξέλιξη, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταστήσει σαφές στην αλβανική ηγεσία ότι η υιοθέτηση παντελώς ανυπόστατων απαιτήσεων παλαιών συνεργατών των ναζί, δεν ευνοεί την μεταξύ μας φιλία και την ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας.
Πολύ περισσότερο οι εδαφικές διεκδικήσεις, αλλά ούτε και οι περιουσιακές διεκδικήσεις και η λεγόμενη «αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους», έχουν οποιαδήποτε βάση σύμφωνα με το Διεθνές, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το Χάρτη της ΕΕ για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου.
*Ο Αντώνης Μπέζας, είναι πρώην υπουργός και βουλευτής Θεσπρωτίας