Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Ήταν πολύ φυσιολογικό, αναγνώστη μου, η ιλαροτραγωδία που αφορά στην πολιτική και ευρύτερα κοινωνική διάσταση της ελληνικής κρίσης να αποκρυσταλλωθεί στο πρωτογενές πεδίο σχηματισμού της κοινής γνώμης, κυριεύοντας τελικώς τον χώρο που την παρήγαγε διαλογικώς (discursively): τον Τύπο και την δημοσιογραφία.
Αυτό το «φυσιολογικό» διέπεται εγγενώς ως αφήγημα από μια δραματική παραδοξότητα, η οποία προσδίδει μάλλον φαρσοειδή χαρακτηριστικά στη σημερινή κρίση του ελληνικού Τύπου. Είναι απολύτως παράδοξο να διαβάζω τα λόγια ενός εκ των ελλήνων κηρύκων του δημοσιογραφικού ορθολογισμού, του Αντώνη Καρακούση, ο οποίος τα χρόνια της κρίσης (ιδιαίτερα στην αρχή) υπερασπίστηκε με σθένος τον οικονομικό ορθολογισμό του νεοφιλελευθερισμού, με την επίσης παράδοξη μορφή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος της τρόικας (ακραίος παρεμβατισμός με διαστρέβλωση των κεντρικών αρχών της ελεύθερης αγοράς), ο οποίος σημειώνει: « Αλλά δεν ήταν μόνο η οικονομική κρίση και η τεχνολογική αλλαγή που έθεσαν σε δοκιμασία τις εκδοτικές επιχειρήσεις. Σχεδόν ταυτόχρονα εξελίχθηκαν σημαντικές πολιτικές μετατοπίσεις, οι οποίες επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τις συνθήκες για τις παραδοσιακές εκδοτικές επιχειρήσεις. Με την έναρξη της κρίσης κυριάρχησαν ακραίες λαϊκιστικές δυνάμεις, οι οποίες ανέδειξαν την ασημαντότητά τους διά της πολεμικής εναντίον των εφημερίδων και των δημοσιογράφων. Το Mega, o ΔΟΛ και τα πρόσωπα που τα συγκροτούσαν ανεδείχθησαν ως τα μέγιστα κακά του κόσμου τούτου. Ολες οι αμαρτίες της σύγχρονης πολιτικής και οικονομικής ζωής φορτώθηκαν στα παραπάνω εκδοτικά σχήματα. Άλλοτε πολιτικοί των δρόμων, πρόσωπα ιδεοληπτικά και φορτισμένα από το βάρος της ήττας των νιάτων τους, έδρασαν κατά τρόπο εκδικητικό. Έκαναν ό, τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να σβήσουν μέσα σε δύο χρόνια την ιστορία προσφοράς στα γράμματα, στις τέχνες, στον πολιτισμό, στην οικονομία και στην πολιτική ενός αιώνα. Δρώντας συνδυασμένα και συντονισμένα προπαγάνδισαν χυδαία και προπαρασκεύασαν με όλα τα μέσα κλίμα ρεβανσισμού και αποκαθήλωσης. Εργαλειοποίησαν τη Δικαιοσύνη και τις φορολογικές αρχές χτίζοντας πρώτα κατηγορίες και στη συνέχεια διώξεις. Επί δύο χρόνια τα μέσα ενημέρωσης και ιδιαίτερα οι παραδοσιακοί δημοσιογραφικοί οργανισμοί υβρίζονται σε καθημερινή βάση από υπουργούς, στελέχη και τον Πρωθυπουργό τον ίδιο. Δεν υπάρχει μέρα που να μην εκτοξευθεί κάποιου είδους κατηγορία. Κακά τα ψέματα, το σχέδιο εξόντωσης των ελεύθερων και ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης βρίσκεται τούτο τον καιρό σε πλήρη εξέλιξη».
Ασφαλώς, «κακά είναι τα ψέματα», αλλά υπάρχει κάτι ακόμη χειρότερο: η μεθοδολογική ανεντιμότητα στο βαθμό που συνδυάζεται με την ψυχωτική τύφλωση, εκφραζόμενη ως μία σαφής μορφή θυματοποιητικής αφήγησης στο φάσμα της συνωμοσίας. Ήθελα να ξέρω πώς είναι δυνατόν ο κύριος Καρακούσης και αρκετοί άλλοι δημοσιογράφοι που αρθρώνουν αυτή την μορφή επιχειρημάτων για να δικαιολογήσουν την «κατάρρευση» του Οργανισμού στον οποίο απασχολούνται, να μην αντιλαμβάνονται πως αυτά που σημειώνουν είναι ακριβώς το διαλογικό σχήμα εκείνων που κατηγορούν σαν ιδεοληπτικές, ακραία λαϊκιστικές και ρεβανσιστικές προσωπικότητες! Αυτή δεν είναι σκέψη ενός ορθολογιστή οποιασδήποτε μορφής, αλλά η παράσταση μιας κοινωνικά προβληματικής κουλτούρας βασισμένης στην μισαλλοδοξία και σε κατηγορίες ποδοσφαιροποίησης της αγοράς (: νικητές και ηττημένοι).
Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση προσωπικοτήτων που γαλουχήθηκαν με το θυματοποιητικό έως ρεμπέτικο αφήγημα της μεταπολεμικής και μεταδικτατορικής αριστεράς, για να μεταφέρουν αργότερα τα κύρια διαλογικά του χαρακτηριστικά σε ένα φαινομενικά εντελώς διαφορετικό αφήγημα, αυτό της οικονομικής ελευθερίας σε μία αυτορρυθμιζόμενη αγορά, όπου η έννοια της επιχειρηματικότητας αντικαθιστά εκείνη της κοινωνικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Κάπως έτσι καταλήγουμε να παρατηρούμε, αντικειμενικά πιστεύω, όλοι οι χαρακτηρισμοί των σημερινών «πικραμένων» δημοσιογράφων και εκδοτών που απευθύνονται στους «εμπαθείς», «ιδεοληπτικούς» εχθρούς τους, να αποτελούν κατηγορίες που χαρακτηρίζουν τους ίδιους. Ο όποιος «ορθολογισμός» τους, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να είναι απολύτως πλαστός και συγκυριακός, εκφράζοντας απλώς τη θέση ισχύος τους.
Ένας ορθολογιστής δημοσιογράφος θα είχε (θα έπρεπε να έχει) τα στοιχειώδη πνευματικά/γνωστικά εφόδια για να αντιληφθεί με αντικειμενικούς όρους την δυσμενή κατάστασή του, έστω και στενά στο πλαίσιο της ελληνικής κρίσης – καθώς διεθνώς η κρίση στον Τύπο προηγήθηκε της ελληνικής οικονομικής κρίσης και είχε ασφαλώς αίτια που αφορούν σε τεχνολογικές, πολιτισμικές και οικονομικές μεταβολές που συνδέονται με την πληροφορική επανάσταση και τη σύγχρονη μορφή παγκοσμιοποίησης. Εμφανίζεται να μην έχει αυτά τα εφόδια επειδή το γενικό σύστημα αξιών, στάσεων, συμπεριφορών, προκαταλήψεων, προσδοκιών και προσβλέψεων που δομεί το γνωστικό του μοντέλο δεν έχει στερεή μεθοδολογική βάση. Είναι ένας καιροσκοπισμός που εκδηλώνουν αρκετοί συμπολίτες μας όταν αλλάζουν ή αισθάνονται να αλλάζουν θέση και ρόλο στην κοινωνία. Μόλις βολευτείς και νοιώσεις μέλος της ομάδας των νικητών – σύμφωνα με την κοσμοαντίληψή σου – κατηγορείς απαξιωτικά αυτούς που σε αμφισβητούν σαν ορθολογικώς ηττημένους, εξαιτίας της ανικανότητάς τους να προσαρμοστούν στην αγορά, ενώ μόλις βρεθείς εσύ στη θέση τους, εκφράζεις την ίδια ακριβώς θυματολογία και δαιμονολογία με εκείνους. Τώρα είσαι εσύ ο πικραμένος στη θέση των προηγούμενων πικραμένων, αλλά γι’ αυτό δεν ευθύνεται ούτε η συγκεκριμένη διάσταση της αγοράς και της ηγεμονίας, ούτε ασφαλώς εσύ, όπως υπονοείς. Φταίει ο κακός Άλλος που έτυχε να σε υποσκελίσει εξαιτίας αόριστων «σημαντικών πολιτικών μετατοπίσεων»!
Αν, ωστόσο, είχες οποιαδήποτε επαφή με τον ορθολογισμό ως γενική μεθοδολογία, θα καταλάβαινες πως τίποτε σε ο, τι αφορά στην κρίση του ελληνικού Τύπου δεν ήταν και δεν είναι αποτέλεσμα ψυχολογίστικων σχέσεων και «κακών χαρακτήρων», θυτών και θυμάτων, «γατών» και λαϊκιστών πολιτικών. Τίποτε! Και αν καταλάβαινες τι σημαίνει αυτό, θα είχες αντιληφθεί πως παράλληλα με την κατάρρευση του οικονομικού οικοδομήματος κάποιων «παραδοσιακών» δημοσιογραφικών οργανισμών στην Ελλάδα, καταρρέει και ο μύθος τους που αναπαριστά την ισχύ τους με τη μορφή των καθοριστικών παρεμβάσεων στην εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία, όπως και με εκείνη της διακηρυγμένης και υπερηφάνως διατυπωμένης διαπλοκής τους.
Η αλήθεια του ορθολογιστή/ποζιτιβιστή – που στο σημείο αυτό δεν διαφέρει από αυτήν όσων διατυπώνουμε τις απόψεις μας στο πλαίσιο του ρεαλιστικού κονστρουκτιβισμού – είναι πως η μέθοδος ορισμού και διαχείρισης της ελληνικής κρίσης από τους παράγοντες της τρόικας ήταν από την αρχή βέβαιον πως θα επέφερε δραματικό πλήγμα καί στον ελληνικό Τύπο, υπερμεγεθύνοντας τα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας διάστασης της κρίσης αυτού. Δεν πρόκειται για την πτώχευση του ελληνικού κράτους – που μόλις τώρα διαπιστώνετε(!) – αλλά για τη μορφή της διάσωσης με συντεταγμένη χρεοκοπία κράτους και τραπεζών, με παράλληλη απώλεια της κυριαρχίας των διαπλεκομένων συμφερόντων τουλάχιστον επί του χρηματοπιστωτικού εποικοδομήματος της ελληνικής εθνικής οικονομίας. Δεν ηττήθηκε ο ΔΟΛ, για παράδειγμα, από τους «μοχθηρούς» ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά επλήγη από τη στρατηγική της τρόικας, την οποία η ηγεσία του Οργανισμού με τυφλό πάθος, που το αποκαλούσε «ρεαλισμό», υποστήριξε, ενώ συνεχίζει ακόμα και σήμερα με αντιφάσεις, να υποστηρίζει. Το ότι δεν κατάλαβαν – επειδή δεν μπορούσαν ή επειδή ήταν τρομερά αμετροεπείς για να μπορέσουν – πως θα προέκυπτε στο πλαίσιο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης των τραπεζών, σοβαρό ζήτημα αναχρηματοδότησης των επιχειρήσεων Τύπου, ενώ θα αναγκάζονταν εκ των πραγμάτων οι κυβερνήσεις να σκαλίσουν το ζήτημα του αεριτζίδικου υπερδανεισμού τους, είναι ακριβώς σοβαρή ένδειξη έλλειψης ρεαλισμού και θράσους στα όρια της ηλιθιότητας.
Οι εμφανιζόμενοι σήμερα πικραμένοι και αγανακτισμένοι εκδότες και δημοσιογράφοι θα ήταν λιγότερο προκλητικοί προς την ευρύτερη κοινωνία, εάν έδειχναν στοιχεία ανυπόκριτης αυτοκριτικής. Σήμερα βρίσκονται στη θέση πολλών άλλων κοινωνικών ομάδων εργαζομένων, τις οποίες λοιδόρησαν και κατασυκοφάντησαν τα προηγούμενα επτά χρόνια (τουλάχιστον). Με μία τουλάχιστον κρίσιμη διαφορά.
Οι περισσότεροι από τους σημερινούς «πικραμένους», οι οποίοι σε απόλυτη αντίφαση με τις αναφερόμενες μέχρι πρότινος ιδεολογικές παραστάσεις τους, υπαινίσσονται ή καταδηλώνουν σήμερα την ανάγκη άμεσων επιδοτήσεων από το ελληνικό κράτος στον Τύπο, αν είχαν επαφή με τον ορθολογισμό – ποζιτιβισμό στον οποίο αναφέρονται, θα ομολογούσαν με συστολή την αυταπάτη τους, που στηρίχθηκε προφανώς στην πεποίθησή τους πως θα συνεχίσουν να ελέγχουν αυτοί τις κυβερνήσεις σε συνεργασία με τις τράπεζες και όχι η τρόικα. Τώρα βιώνουν το αποτέλεσμα της αυταπάτης τους, σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους στην Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου ο Τύπος υπήρξε σοβαρός από την αρχή, δίχως ούτε στιγμή να ενδώσει σε αντιδραστικού χαρακτήρα συμπεριφορές, όπως δυστυχώς συνέβη στην Ελλάδα.
Στον βαθμό που οι περισσότεροι από τους σημερινούς «πικραμένους» δημοσιογράφους και εκδότες θεωρούσαν ότι η καταστροφή σε ανθρώπινο και οικονομικό κεφάλαιο που επέφερε η δραστική παρέμβαση της τρόικας στα ελληνικά πράγματα, ήταν «κακή» – αν όχι καλή – και αναγκαία συνθήκη για την εξυγίανση των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, δεν θα ήταν τουλάχιστον ανακόλουθοι αν θεωρούσαν σήμερα πως ακριβώς με την ίδια λογική η καταστροφή «παραδοσιακών» εκδοτικών οργανισμών είναι μία εξίσου προοδευτική απορρύθμιση…