Κώδωνας κινδύνου από την κυβέρνηση για εφησυχασμό των πολιτών. Εντατικοποιούνται οι αστυνομικοί έλεγχοι για μάσκες και αποστάσεις. Η εύθραυστη ισορροπία, η δημόσια υγεία και ο τουρισμός.
Στη μεγάλη «παγίδα» του ανοίγματος οικονομίας και κοινωνίας επικεντρώθηκαν οι συμμετέχοντες στη χθεσινή πρωινή σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και αυτή δεν είναι άλλη από τον απόλυτο εφησυχασμό των πολιτών και τον κίνδυνο να θεωρήσουν ότι η άρση των περιοριστικών μέτρων ταυτίζεται με το τέλος της πανδημίας. Είναι κάτι που το επεσήμανε εμφατικά ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας και συμφώνησε ο πρωθυπουργός, έχοντας μελετήσει και τα συνολικά στοιχεία και τις εικόνες του Σαββατοκύριακου. Ο κίνδυνος πισωγυρίσματος δεν έχει εξαλειφθεί, ήταν η κοινή διαπίστωση, εξ ου και η απόφαση για άμεση εκπομπή εκ μέρους του πρωθυπουργού του μηνύματος της ανάγκης πιστής τήρησης των μέτρων.
«Έχει αλλάξει η ψυχολογία του κόσμου και αυτό είναι καλό», σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, αλλά, όπως αναφέρουν, «ορισμένοι θεωρούν ότι έχει τελειώσει η υγειονομική κρίση. Το μήνυμα είναι σαφές: το άνοιγμα δεν σημαίνει εφησυχασμός, αφού αυτός είναι καταστροφή», προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα εντατικοποίηση των ελέγχων. Έτσι, υπολογίζεται να διεξάγονται περίπου 45.000-50.000 έλεγχοι καθημερινά σε πολίτες για αποστάσεις, σωστή χρήση της μάσκας και σε ιδιοκτήτες καταστημάτων για τήρηση των απαραίτητων αποστάσεων. Έμφαση θα δοθεί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και κυρίως τις νυχτερινές ώρες.
Η εικόνα της χαλάρωσης, εκτιμούν στην κυβέρνηση, είναι λάθος μήνυμα τόσο εντός των συνόρων, με την ανησυχία νέας έξαρσης της πορείας του ιού, όσο και προς το εξωτερικό, σχετικά με τον τουρισμό και τις «ασφαλείς διακοπές» που εγγυόμαστε ως χώρα, προκειμένου να προσελκύσουμε ξένους επισκέπτες.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται προς το παρόν εκτός πράσινης λίστας της Αγγλίας, κάτι που εκ των πραγμάτων συνιστά πρόβλημα την ώρα που σε ανταγωνίστριες χώρες οι Άγγλοι μπορούν να μεταβούν και να επιστρέψουν χωρίς να απαιτείται να μείνουν σε καραντίνα.
Πρόκειται για μια εύθραυστη ισορροπία που καλείται για μια ακόμη φορά να διασφαλίσει η Κυβέρνηση, με βασικές παραμέτρους τη δημόσια υγεία και την οικονομία και ζητούμενο τη σταδιακή, σταθερή επιστροφή στην κανονικότητα.
«Είναι ακόμα εδώ»
«Με τον ιό δεν έχουμε ξεμπερδέψει. Είμαστε στην αρχή του τέλους, αλλά όχι στο τέλος», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, διαμηνύοντας ότι δεν έχουμε οριστικά ξεμπερδέψει με την πανδημία. «Βεβαίως και βλέπουμε μία σημαντική αποκλιμάκωση στον αριθμό των κρουσμάτων, στις εισαγωγές στα νοσοκομεία και στις διασωληνώσεις, η πανδημία όμως είναι ακόμα εδώ, καραδοκεί», υπογράμμισε ο Πρωθυπουργός, σημειώνοντας ότι «το τείχος ανοσίας δεν έχει χτιστεί ακόμα στο βαθμό που θα θέλαμε, παρότι εμβολιάζουμε παραπάνω από 100.000 συμπολίτες μας κάθε μέρα». Γι’ αυτό ζήτησε «πολύ μεγάλη προσοχή για τις επόμενες εβδομάδες, πλήρη εφαρμογή των λίγων μέτρων τα οποία έχουν απομείνει ως προς τη χρήση της μάσκας, την αποφυγή των συνωστισμών και βέβαια απόλυτη συμμόρφωση των επαγγελματιών του κλάδου, ειδικά του χώρου της εστίασης, με τα μέτρα, έτσι όπως αυτά έχουν καθοριστεί από τους ειδικούς».
Η θετική πορεία η οποία έχει διαμορφωθεί τελευταία, λένε στο Μέγαρο Μαξίμου, πρέπει πάσει θυσία να συνεχιστεί, με τελικό στόχο «ένα ελεύθερο καλοκαίρι».
Αλλά και η κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη επικαλέστηκε την προσοχή όλων «για να μπορέσουμε να περάσουμε στην επόμενη φάση», προσθέτοντας πως «αν και όπου υπάρξουν τοπικές εξάρσεις, προφανώς θ’ αντιμετωπιστούν με τον δέοντα τρόπο».
Χαρακτηριστικό των μικρών τοπικών επιδημιολογικών «εκρήξεων», όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, είναι η νεαρή ηλικία των πολιτών μας που προσβλήθηκαν από τον ιό. Είναι κυρίως άτομα ηλικίας 20 έως 36 ετών, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση της μέσης ηλικίας των νέων κρουσμάτων από τα 44 στα 40 χρόνια. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ιχνηλάτησης, όπως έγιναν γνωστά, τα περισσότερα κρούσματα αποδίδονται σε ενδοοικογενειακή μετάδοση και σε συναθροίσεις. Ακριβώς μάλιστα επειδή τα νέα κρούσματα αφορούν μικρότερους σε ηλικία πολίτες, δεν παρατηρείται ανάλογη αύξηση των νοσηλειών και επιβάρυνση του Εθνικού Συστήματος Υγείας.