Αμερικάνοι γεωλόγοι ανακάλυψαν ότι η αξία του ορυκτού πλούτου της χώρας ξεπερνά το 1 τρισ. δολάρια. Τα εμπόδια που θα αντιμετωπίσουν οι Ταλιμπάν στην προσπάθεια αξιοποίησης. Ο ρόλος Κίνας και Ρωσίας.
Όταν οι ένοπλοι μαχητές των Ταλιμπάν εισήλθαν στην Καμπούλ στις 15 Αυγούστου, δεν πήραν απλώς τον έλεγχο της Αφγανικής κυβέρνησης. Απέκτησαν επίσης τη δυνατότητα να ελέγχουν την πρόσβαση σε τεράστια κοιτάσματα ορυκτών που είναι κρίσιμης σημασίας για την παγκόσμια οικονομία της «καθαρής ενέργειας».
Οπως αναφέρει σε άρθρο του το περιοδικό Quartz, το 2010, εσωτερικό υπόμνημα του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ χαρακτήριζε το Αφγανιστάν ως «την Σαουδική Αραβία του λιθίου», καθώς Αμερικάνοι γεωλόγοι ανακάλυψαν την τεράστια έκταση του ορυκτού πλούτου της χώρας, που εκτιμάται σε τουλάχιστον 1 τρισ. δολάρια. Το μέταλλο αυτό είναι ουσιώδες για τα ηλεκτρικά οχήματα και τις μπαταρίες ανανεώσιμης ενέργειας.
Δέκα χρόνια μετά, λόγω του πολέμου, της διαφθοράς και της γραφειοκρατικής δυσλειτουργίας, οι πόροι αυτοί παραμένουν σχεδόν απόλυτα αναξιοποίητοι. Και καθώς οι ΗΠΑ επιδιώκουν να απεμπλέξουν τις αλυσίδες προμήθειας καθαρής ενέργειάς τους από την Κίνα, τον κορυφαίο παραγωγό λιθίου του κόσμου, το γεγονός πως τα ορυκτά του Αφγανιστάν περνούν στον έλεγχο των Ταλιμπάν αποτελεί σοβαρό πλήγμα για τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα.
Σύμφωνα με τον Rod Schoonover, επικεφαλής του προγράμματος οικολογικής ασφάλειας του think tank Center for Strategic Risks με έδρα στην Ουάσινγκτον, «οι Ταλιμπάν κάθονται τώρα πάνω σε μερικά από τα σημαντικότερα στρατηγικά ορυκτά του κόσμου». «Το αν μπορούν ή θα τα αξιοποιήσουν θα είναι ένα σημαντικό ερώτημα για τη συνέχεια».
Δίκοπο μαχαίρι για το Αφγανιστάν τα ορυκτά
Η παγκόσμια ζήτηση για λίθιο προβλέπεται να εκτιναχθεί 40 φορές πάνω από τα επίπεδα του 2020 μέχρι το 2040, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, μαζί με τις σπάνιες γαίες, τον χαλκό, το κοβάλτιο και άλλα ορυκτά που έχει σε αφθονία το Αφγανιστάν, όπως επισημαίνει το Quartz. Τα ορυκτά αυτά είναι συγκεντρωμένα σε έναν μικρό αριθμό θυλάκων σε όλον τον κόσμο, άρα η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια μπορεί δυνητικά να αποφέρει σημαντικά χρήματα στο Αφγανιστάν.
Κατά το παρελθόν στελέχη της Αφγανικής κυβέρνησης χρησιμοποιούσαν την προοπτική κερδοφόρων συμβολαίων εξόρυξης ως δέλεαρ για να παρατείνουν την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη χώρα. Τώρα που έχουν αναλάβει την εξουσία οι Ταλιμπάν, η επιλογή αυτή πιθανότατα έχει φύγει από το τραπέζι.
Αλλά ο Ashraf Ghani, ένας οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας που έγινε πρόεδρος του Αφγανιστάν και ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα την ημέρα που την κατέλαβαν οι Ταλιμπάν, είδε τα ορυκτά ως δυνητική «κατάρα».
Πρώτον, οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν πως τα ορυκτά πλούτη καλλιεργούν τη διαφθορά και τη βία, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, και μπορούν συχνά να αποτύχουν να αποφέρουν πολλά οφέλη για τον μέσο πολίτη. Την ίδια ώρα, οι Ταλιμπάν από καιρό εκμεταλλεύονται παράνομα τα ορυκτά της χώρας (ιδιαίτερα τον πολύτιμο λίθο lapis lazuli) ως πηγή εσόδων έως και 300 εκατ. δολαρίων για τον ένοπλο αγώνα τους.
Τι θα συμβεί τώρα που οι Ταλιμπάν έχουν τον έλεγχο
Οι Ταλιμπάν δεν μπορούν έτσι απλά να γυρίσουν έναν διακόπτη και να μπουν στο παγκόσμιο εμπόριο λιθίου, όπως σημειώνει ο Schoonover. Ο πολυετής πόλεμος έχει διαλύσει τις υποδομές της χώρας όπως οι δρόμοι, οι εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας και οι σιδηρόδρομοι. Και επί του παρόντος οι μαχητές των Ταλιμπάν δυσκολεύονται ακόμα και να διατηρήσουν την παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που έχουν καταλάβει, πόσω μάλλον να υλοποιήσουν οικονομικές πολιτικές που μπορούν να προσελκύσουν διεθνείς επενδυτές.
Η ύπαρξη ανταγωνιστικών φατριών στους κόλπους των Ταλιμπάν θα δυσκόλευαν οποιαδήποτε εταιρεία να διαπραγματευτεί συμφωνίες για τις εξορύξεις και η Κίνα είναι απίθανο να χορηγήσει στην ομάδα την κλίμακα των δανείων για υποδομές που θα απαιτούνταν προκειμένου να μπορέσει να αρχίσει να λειτουργεί οποιαδήποτε ευμεγέθης εξορυκτική επιχείρηση, όπως σημείωσε ο Nick Crawford, ερευνητής αναπτυξιακών οικονομικών του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα μετά τη ζημιά που έπαθαν κινέζοι επενδυτές από ένα project εξόρυξης χαλκού ύψους 3 δισ. δολαρίων στο Αφγανιστάν που ξεκίνησε το 2007 και το οποίο δεν κατάφερε να παράξει τίποτα, σε μεγάλο βαθμό λόγω των δυσκολιών που συνδέονταν με την έλλειψη υποδομών.
«Όσο υπάρχουν ασφαλέστερες και πιο αξιόπιστες πηγές αλλού, η πλήρης αξιοποίηση των αφγανικών ορυκτών πιθανόν θα παραμείνει αργή» σύμφωνα με τον Schoonover. Ωστόσο, η Κίνα και η Ρωσία ήδη διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με τους Ταλιμπάν, και είναι σχεδόν βέβαιο πως θα έχουν επιχειρηματικές συναλλαγές με το νέο καθεστώς στο έδαφός του.
Ένας λόγος για να το κάνει αυτό η Κίνα, σύμφωνα με τον Crawford, θα μπορούσε να είναι για να βγάλει εκτός χώρας μέρος της τοπικής περιβαλλοντικής καταστροφής που συνοδεύει την εξόρυξη σπάνιων γαιών και λιθίου. Στην περίπτωση αυτή, η εξόρυξη είναι πιθανό να προσθέσει μια σειρά άλλων περιβαλλοντικών κινδύνων –περιλαμβανομένης της έλλειψης νερού, της μόλυνσης του αέρα και των ακραίων καιρικών καταστροφών που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή- που ήδη αντιμετωπίζει ο Αφγανικός λαός, καταλήγει το Quartz.