Την ώρα που επιχειρείται η επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας και ο ίδιος ο επικεφαλής της κυβέρνησης πυκνώνει τις επαφές του με πολυεθνικές εταιρίες για να καταδειχθεί η πρόθεση ή η απόφαση να επενδύσουν στην Ελλάδα, η μάχη της καθημερινότητας δείχνει να χάνεται για τον δικομματικό κυβερνητικό σχεδιασμό. Αν υποθέσουμε ότι υπήρξε αυτή η μάχη ποτέ ψηλά στην ατζέντα των προτεραιοτήτων.
Τα στοιχεία που έρχονται και ξανάρχονται στο φως της δημοσιότητας επιβεβαιώνουν την εμπειρική παρατήρηση χιλιάδων καταναλωτών : τα προϊόντα πωλούνται ακριβά. Οι τάσεις αποκλιμάκωσης των τιμών, δε, που σαφώς υπάρχουν την τελευταία διετία είναι ακόμη απελπιστικά αδύναμες. Όπως απελπιστικά αδύναμη είναι η όποια προσπάθεια γίνεται υποτίθεται για αναδιάρθρωση των δομών της αγοράς έτσι ώστε να εκλείψουν οι παράγοντες εκείνοι που ευνοούν τη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, την περίοδο 2008-2013 το καθαρό εθνικό εισόδημα μειώθηκε κατά 26,6% , οι δαπάνες κατά 26,2% ενώ οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 13%. Τα μόνα τρόφιμα που εμφανίζουν έστω και οριακή μείωση είναι το παστεριωμένο γάλα, το μεταλλικό νερό και το ελαιόλαδο…
Οι λόγοι που οι τιμές καλά κρατούν είναι πάρα πολλοί και σύνθετοι, ξεκινώντας από τους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ και φτάνοντας στην ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς.
Μάλιστα η ΕΣΕΕ δεν διστάζει να ασκήσει έντονη κριτική στην Επιτροπή Ανταγωνισμού η οποία «δεν έχει επιδείξει ιδιαίτερα αποτελέσματα εντοπισμού και πάταξης των καρτέλ». Κι εδώ είναι ίσως η ουσία της θλιβερής καθημερινότητας. Οι πρακτικές των εταιριών που στόχο έχουν το φούσκωμα των τιμών για να κερδίζουν αυτές περισσότερο. Έτσι για παράδειγμα η ιστορία των ενδοομιλικών συναλλαγών, κλασική μέθοδος εκτίναξης των τιμών, φαίνεται να έχει μείνει στο…ράφι, αφού μέχρι σήμερα δεν ξέρουμε τελικώς πόσες πολυεθνικές έχει ελεγχθεί από τις υπηρεσίες των αρμόδιων υπουργείων, πόσες εντοπίστηκαν να μετέρχονται τέτοιων μεθόδων , πόσα πρόστιμα επιβλήθηκαν και εν τέλει πόσα πληρώθηκαν.
Κι όσο αυτά τα ζητήματα της αγοράς μένουν άλυτα και αδιόρθωτα θα βαθαίνει επικίνδυνα ο διαχωρισμός στους Έλληνες καταναλωτές, ανάμεσα σε εκείνους που μπορούν να έχουν πρόσβαση στα προϊόντα που επιθυμούν και σε εκείνους που θα περιορίζουν τις δαπάνες για τροφή, αναζητώντας μόνο τις πιο φθηνές και ίσως αμφίβολης ποιότητας επιλογές.