Γράφει ο Ceteris Paribus
Οι πολιτικοί έχουν τις δικές τους προεκλογικές σκοτούρες, αλλά αυτές δεν συγκρίνονται με τις σκοτούρες των τραπεζιτών. Μόνο που οι σκοτούρες των τραπεζιτών δεν είναι άμοιρες του προεκλογικού αγώνα.
Από την 21η Σεπτεμβρίου, τα δύο μείζονα ζητήματα για την όποια κυβέρνηση σχηματιστεί θα είναι δύο: η ψήφιση των νέων προαπαιτούμενων ώστε να ξεκινήσει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους και το ζήτημα της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών.
Οι ειδήσεις από το «μέτωπο» της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών δεν είναι καλές για τις διοικήσεις τους και μεγαλομετόχους τους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φαίνεται ότι επιλέγει αυτή τη φορά το stress σενάριο για την ανακεφαλαίωση. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες φάσεις (επί Προβόπουλου και Στουρνάρα), που επιλέχθηκαν ήπια σενάρια για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, σύμφωνα και με τις επιθυμίες τόσο των διοικήσεών τους όσο και των ελληνικών κυβερνήσεων, τώρα φαίνεται ότι προκρίνεται η «ριζική λύση» που δεν θα αφήσει «ουρές».
Για να καταλάβουμε την απόσταση που χωρίζει τους τραπεζίτες από την ΕΚΤ, οι πρώτοι εκτιμούν ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες κινούνται μεταξύ 5 και 6 δισ. ευρώ, ενώ η ΕΚΤ τις εκτιμά μεταξύ 12 και 17 δισ. ευρώ. Το εύρος στο οποίο κυμαίνονται οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ είναι μεγάλο, αποδεικνύοντας ότι ενσωματώνει και ένα παράγοντα που στα ελληνικά λέγεται «παζάρι». Τόσο με τις ίδιες τις διοικήσεις των τραπεζών (τις οποίες πιέζει να υλοποιήσουν δραστικά προγράμματα αναδιάρθρωσης) όσο και με την κυβέρνηση που θα σχηματιστεί (ώστε να μην τολμήσει να… παρασπονδήσει σε σχέση με την υλοποίηση των ανειλημμένων έναντι του τρίτου μνημονίου δεσμεύσεων)…
Δεχόμενοι οι ίδιοι τις πιέσεις της ΕΚΤ για τα προγράμματα αναδιάρθρωσης των τραπεζών, οι τραπεζίτες φέρονται εκνευρισμένοι με τον προεκλογικό «καβγά» ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, διότι φοβούνται ότι μπορεί να οδηγήσει σε ναυάγιο τη μόνη κυβερνητική λύση που θα εμπνεύσει σιγουριά στους δανειστές ώστε να είναι πιο «χαλαροί» και στο ζήτημα της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών (δηλαδή της εκτίμησης του ύψους των κεφαλαιακών αναγκών), το μεγάλο συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ…
Δεν είναι όμως μόνο οι Έλληνες τραπεζίτες που ανησυχούν σφόδρα… Εξίσου ανησυχούν και οι ξένοι μέτοχοι των ελληνικών τραπεζών. Διότι γνωρίζουν ότι κεφαλαιακές ανάγκες τέτοιου ύψους όπως διαρρέει η ΕΚΤ θα σημάνουν ένα ανεπιθύμητο dilution για τους ίδιους. Διαμηνύουν λοιπόν ότι αν η ΕΚΤ επιλέξει το stress σενάριο γι την ανακεφαλαίωση των τραπεζών, οι ίδιοι σκέφτονται σοβαρά να αποχωρήσουν από το μετοχολόγιό τους.
Από την πλευρά της, η ΕΚΤ «φοβερίζει» με το stress σενάριο προβάλλοντας δύο δεδομένα:
Πρώτον, την εκτίμηση ότι τα 45 δισ. ευρώ καταθέσεων που οι μικροκαταθέτες απέσυραν, πολύ δύσκολα θα επιστρέψουν, άρα το συνολικό επίπεδο των καταθέσεων θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα.
Δεύτερον, ότι οι διοικήσεις των τραπεζών υποεκτιμούν το ποσοστό των «κόκκινων δανείων», που είναι πολύ μεγαλύτερο από τις προβλέψεις τους.
Το μήνυμα της ΕΚΤ είναι λοιπόν σαφές: Δεν πρόκειται να σπρώξουμε ξανά τα προβλήματα κάτω από το χαλί, δεν πρόκειται να διευκολύνουμε ούτε τις διοικήσεις ούτε την κυβέρνηση σε κάτι τέτοιο, θα πρέπει να παρθούν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για τα «κόκκινα δάνεια», οι μέτοχοι δεν θα αποφύγουν κάποιο dilution, θα πρέπει να υπάρξει κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού που θα εμπνεύσει σταθερότητα – απαραίτητο όρο για να κάνει και η ΕΚΤ πιο επιεικείς προβλέψεις για το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών.
Ιδού λοιπόν γιατί στις διοικήσεις των τραπεζών, στους ξένους μετόχους και στις ηγεσίες των μεγάλων κομμάτων επικρατεί «μεγάλη αναταραχή» για τις τράπεζες. Ιδού και γιατί με «έκτακτα» σχέδια επιχειρείται να «ξαναμαντρώσουν» τις καταθέσεις που έχουν αποδράσει στα σεντούκια των μικροκαταθετών.