Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η συντονισμένη πυραυλική επίθεση ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας-Γαλλίας σε συγκεκριμένους στόχους στη Συρία προκάλεσε ένα νέο κύμα ανησυχίας για το ενδεχόμενο μιας νέας πολεμικής σύρραξης στη Μέση Ανατολική, μιας από αυτές που παράγουν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν. Η αλήθεια είναι, πάντως, πως από την πρώτη στιγμή τα διεθνή ΜΜΕ, σε σύγκριση με τα ελληνικά που την αντιμετώπισαν με μια μαξιμαλιστική προσέγγιση, έσπευσαν να βάλουν την εν λόγω επίθεση στις σωστές της διαστάσεις.
Αρχικά, να δούμε τα δεδομένα: σε διπλωματικό επίπεδο, η κατάσταση εδώ και καιρό έχει ξεφύγει και έχουν διαμορφωθεί εκ νέου σε ό,τι αφορά την κατάσταση στη Συρία στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ τα γνωστά δύο στρατόπεδα, με μικρά περιθώρια συναίνεσης. Συνεπώς, η σοβαρή πιθανότητα χρήσης χημικών όπλων στη Συρία, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υποβόσκουσας έντασης. Η Δύση τα χρέωσε στον Άσαντ, λέγοντας πως έχει αποδείξεις, ενώ η Ρωσία μιλούσε για προβοκάτσια. Κάπως έτσι, σε διπλωματικό επίπεδο λίγα θα μπορούσαν να γίνουν.
Από εκεί και πέρα, δεν επρόκειτο για μια τυφλή επίθεση. Οι στόχοι ήταν προσεκτικά επιλεγμένοι, η πληροφορία διαχύθηκε προηγουμένως και οι Ρώσοι ειδοποίησαν εγκαίρως, ώστε να εκκενωθούν τα κτίρια και οι περιοχές-στόχοι και έτσι οι απώλειες ήταν ελάχιστες. Ακόμα, ακόμα και μια ρήτρα ενδεχόμενης επανάληψης της ενέργειας, η εν λόγω επίθεση ήταν one-off, δηλαδή έγινε μια φορά, όπως το είπε ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας και καθόλου «μαλακός» Τζιμ Μάτις. Τέλος, η πτώση του καθεστώτος Άσαντ σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν ο στόχος. Όλοι γνωρίζουν πλέον πως ο Άσαντ στέκεται εξαιτίας των Ρώσων, συνεπώς απευθείας στοχοποίηση του παλατιού μέσω πυραύλου θα ενεργοποιούσε τη ρωσική αντίδραση σε εντονότερο βαθμό.
Η επιχείρηση ήταν μια επίδειξη ότι η Δύση είναι εδώ και ότι έχει σοβαρή αποτρεπτική ισχύ. Σύμφωνα με τις αναλύσεις σοβαρών διεθνών ΜΜΕ, αυτό που οι Αμερικανοί στρατηγοί επεχείρησαν να επιτύχουν ήταν το deconflict: η αποτροπή, δηλαδή, ενός απρόοπτου περιστατικού στη Συρία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κανονική σύρραξη μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Βέβαια, είναι σαφές ότι η εν λόγω κίνηση ισχύος δεν παράγει τίποτα στην πράξη. Ούτε οι Ρώσοι χαλαρώνουν την παρουσία τους στη Συρία, ούτε το καθεστώς Άσαντ απομακρύνεται από την εξουσία. Από την άλλη, όμως, με δεδομένα και τα απόνερα της υπόθεσης Σκρίπαλ, το δυτικό στρατόπεδο επιδιώκει να δώσει ένα μήνυμα στη Ρωσία ότι δεν θα της επιτρέψει να παίξει μόνη της μπάλα σε αυτή την περιοχή της Μέσης Ανατολής, χωρίς όμως να πάνε σε ευθεία πολεμική αντιπαράθεση.
Όπως είναι φυσικό, τα ελληνικά ΜΜΕ και οι αναλυτές επί παντός επιστητού θεώρησαν περίπου πως πρόκειται για την κήρυξη του Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου, με βάση τη δραματικότητα των ρεπορτάζ, ιδίως τις πρώτες ώρες μετά την εκτόξευση των πυραύλων και όσο στις ΗΠΑ ήταν νύχτα-άρα δεν υπήρχε ροή πληροφόρησης. Σε αυτή τη φάση, όμως, κανένας πόλεμος δεν υπάρχει, τουναντίον. Υπάρχει ένταση, όμως, και μια σαφής κίνηση κλιμάκωσης. Αν μπορεί να προκύψει κάποιο ατύχημα ή να ανέβει κατακόρυφα το θερμόμετρο τις επόμενες μέρες, μένει να το δούμε. Αλλά, ας αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν με τους δικούς τους ρυθμούς και μετά βγάζουμε συμπεράσματα.