Γράφει ο Ceteris Paribus
Ούτε χθες βγήκε λευκός καπνός από τις έκτακτες διεργασίες στις Βρυξέλλες σχετικά με το ελληνικό πρόγραμμα, λένε τα σημερινά ρεπορτάζ. Άλλο ένα χρονικό ορόσημο χάθηκε (το Eurogroup της 7ης Απριλίου) και πλέον, παρεμβαλλομένων των διακοπών του Πάσχα, φτάνουμε ως την κρίσιμη σύνοδο του ΔΝΤ.
Έχουμε ξαναπεί βέβαια ότι ούτως ή άλλως η ώρα των μεγάλων αποφάσεων θα σημάνει ύστερα από αυτή τη σύνοδο και αφού ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα να φτάσουμε εκεί χωρίς καν κάποιου τύπου προσύμφωνο, χωρίς κλείσιμο κάποιων κρίσιμων ζητημάτων, με επικρατούσα των αίσθηση ότι όλα είναι ανοιχτά.
Να το πούμε λοιπόν από την αρχή, φτάνοντας με τέτοιους όρους ως τη σύνοδο του ΔΝΤ, δύο σενάρια ανοίγονται μπροστά μας:
Στο καλό σενάριο, το ΔΝΤ θα ζητήσει επιπλέον εγγυήσεις και θα θέσει επιπλέον όρους, ακόμη πιο δυσβάστακτους, για την Ελλάδα. Στο κακό σενάριο, το ΔΝΤ -και ο Σόιμπλε, κρυμμένος πίσω από το ΔΝΤ- θα ζητήσει επανυπολογισμό των πάντων σε νέα βάση. Και στις δύο περιπτώσεις, η περίφημη «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» το πολύ-πολύ να φτάσει ως τη σφαίρα των δηλώσεων συμπαθείας. Στην πρώτη περίπτωση, «απλώς» θα μεγαλώσει ο λογαριασμός, θα γίνει «ασήκωτος». Στη δεύτερη περίπτωση, θα ισχύσει η προφητεία Σόιμπλε ότι το πρόγραμμα κατέρρευσε και ότι όλα πρέπει να συζητηθούν από την αρχή, αλλά -φευ- ύστερα από τις γερμανικές εκλογές…
Πού τα «στυλώνει» το ΔΝΤ
Εντελώς κρίσιμος παράγοντας για τις εξελίξεις είναι η κατάσταση και οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία. Η μακροημέρευση της διαπραγμάτευσης δίνει όλα τα δικαιώματα στο ΔΝΤ να νομιμοποιήσει τις αμφισβητήσεις του και στους δύο αυτούς τομείς.
Συγκεκριμένα, το Ταμείο εκφράζει μια εντυπωσιακή διαφωνία για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2016:
Ενώ η κυβέρνηση το ανεβάζει σε επίπεδα πάνω από 2,5% του ΑΕΠ (έναντι μνημονιακής πρόβλεψης 0,4%!), το ΔΝΤ το υπολογίζει σε μόλις 0,96% του ΑΕΠ. Πώς εξηγείται μια τέτοια τεράστια διαφορά (κοντά στα 3 δισ. ευρώ) στον υπολογισμό ενός μεγέθους για ένα δημοσιονομικό έτος που έκλεισε; Η εξήγηση είναι απλή: γιατί το Ταμείο θεωρεί ότι η κυβέρνηση διόγκωσε το έλλειμμα με «πλάγιους τρόπους». Αφενός διατηρώντας τα χρέη του Δημοσίου προς τους ιδιώτες σε επίπεδα πολύ πάνω από τα συμφωνηθέντα και αφετέρου καθυστερώντας για μήνες ή και χρόνια την απόδοση συντάξεων και εφάπαξ.
Επειδή οι αντιρρήσεις του είναι αυτού του τύπου, είναι αμφίβολο αν θα αρθούν με την επίσημη ανακοίνωση των ελληνικών στατιστικών στοιχείων από τη Eurostat. Εξάλλου, το Ταμείο έθεσε μια υποθήκη αμφισβήτησης ακόμη και των στοιχείων που θα ανακοινώσει η Eurostat όταν ζήτησε για πρώτη φορά να παραστεί και αντιπρόσωπός του στις σχετικές συζητήσεις μεταξύ ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat.
Θεωρεί ότι οι επιδόσεις όσον αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι καν διατηρήσιμες στα επόμενα έτη:
Στο σημείο αυτό θέτει δύο ζητήματα, που «κανονικά» θα έπρεπε η ελληνική κυβέρνηση να τα υποδεχθεί με ευμένεια. Το πρώτο, ότι υπό το σημερινό βάρος του χρέους η ανάπτυξη θα καθηλώνεται σε χαμηλά επίπεδα. Επομένως, είναι απαραίτητη η ελάφρυνσή του και γι’ αυτό το λόγο, κι όχι μόνο για να γίνει βιώσιμο. Το δεύτερο, ότι η υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων το 2016 δεν μπορεί να επαναληφθεί στο μέλλον, διότι τα διαθέσιμα των νοικοκυριών εξαντλούνται.
Θα το φτάσει στα «άκρα»;
Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς τέτοιες αντιρρήσεις μπορούν να καμφθούν σε μια συζήτηση με χαρτί και μολύβι. Είναι όμως εύκολο να σκεφτεί κανείς τι θα σημάνει η επιμονή του Ταμείου σε αυτές: ότι θα επιμείνει στα σκληρά μέτρα που απαιτεί, όπως επίσης και στο ζήτημα της διαγραφής του χρέους. Το πρώτο θα φέρει την κυβέρνηση ακόμη κοντύτερα ή και πιο πέρα από τα όρια αντοχής της. Το δεύτερο ξεπερνά τα όρια αντοχής της σημερινής ηγεσίας της Γερμανίας, που αρνείται να το συζητήσει καν στην περίοδο μέχρι και τις γερμανικές εκλογές.
Το ζήτημα είναι ότι όλα αυτά ίσχυαν χθες και μέχρι σήμερα. Αν σε αυτά προστεθεί και η μη ύπαρξη προσυμφώνου, τι είναι λογικό να αναμένουμε ότι θα πράξει το Ταμείο στη σύνοδό του; Αν μεν επικρατήσει το καλό σενάριο, ότι δηλαδή «απλώς» θα φτάσει στα άκρα τις απαιτήσεις του για σκληρά μέτρα, η κυβέρνηση θα βρεθεί στην πολύ δύσκολη θέση να υπογράψει μια συμφωνία πολύ χειρότερη από αυτήν που θα είχε πετύχει αν η αξιολόγηση είχε τελειώσει αρκετούς μήνες πριν.
Ποιος όμως μπορεί να αποκλείσει ότι, συνεκτιμώντας την επιρροή Τραμπ αλλά και την πληθώρα των πρόσφατων αρνητικών στοιχείων για την ελληνική οικονομία, θα απαιτήσει να ξαναρχίσει η συζήτηση σε νέα, ρεαλιστική βάση δεδομένων;
Τινάζοντας στον αέρα τη διαπραγμάτευση και οδηγώντας τα πράγματα εκεί που από την αρχή επιθυμούσε ο κ. Σόιμπλε; Δηλαδή να πάμε στο φθινόπωρο, σε συνθήκες κλυδωνισμού της οικονομίας και πολιτικής αστάθειας, οπότε και υπό την πίεση των αγορών να μπουν στο τραπέζι άλλα σενάρια;..
Στην πολιτική δεν θα είναι η πρώτη φορά που κάποιος θα έχει άθελά του «δουλέψει» για να ευοδωθεί το σχέδιο του χειρότερου εχθρού του…