Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Προϋπόθεση της συναίνεσης του ελληνικού πολιτικού συστήματος με το πρόγραμμα και στο πρόγραμμα της τρόικας είναι η… παρένθεση. Μια διαρκής κυβερνητική παρένθεση στο διακυβερνητικό ολοκλήρωμα του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Δεν γίνεται αλλιώς να εφαρμοστεί το πρόγραμμα προσαρμογής που αφορά στον ατομικό μηχανισμό λειτουργίας της ελληνικής εθνικής οικονομίας στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, με στρατηγική την μεγεθυνόμενη σταδιακώς εσωτερική υποτίμηση, το ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας και του ταυτόχρονου δραστικού περιορισμού εμπορικού και δημοσιονομικού ελλείμματος.
Η συντεταγμένη πτώχευση και βήμα-βήμα φτωχοποίηση, που επιλέχτηκε ως κοινωνικοοικονομικό μοντέλο /συνθήκη για την παραμονή της χώρας, έστω υπό καραντίνα, στην ευρωζώνη, προϋποθέτει, αναγνώστη μου, διαδοχικές κυβερνητικές παραστάσεις με τη μορφή της παρενθέσεως, εάν φυσικά, ενδιαφέρει η υποτελής ελληνική πολιτεία να συνεχίσει να υφίσταται οντολογικώς – και ασφαλώς τυπικώς και όχι ουσιαστικώς – ως δημοκρατία.
Εάν οι κυβερνήσεις της κρίσεις δεν είχαν τη μορφή παρενθέσεως, τότε είναι προφανές πως μια τυπικού χαρακτήρα δικτατορία θα εγκαθιδρύετο ως παρένθεση στην εξέλιξη της αστικής δημοκρατίας της πατρίδας μας. Αντί για χούντα λοιπόν, ως παρένθεση, βιώνουμε διαδοχικές κυβερνητικές παρενθέσεις από τα παλιά και νέα μέλη – και κόμματα ασφαλώς – που συγκροτούν το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Αυτό είναι το μη-παράδοξο συμπέρασμα της αναλυτικής προσέγγισης των πολιτικοοικονομικών παραδόξων, που διέπουν την σχέση της Ελλάδας με το σημερινό ευρωπαϊκό και παγκόσμιο σύστημα ηγεμονίας. Πάνω σε αυτό έχω επιχειρηματολογήσει αναλυτικά κατά το παρελθόν με δεκάδες άρθρα και σχολιογραφικά με χιλιάδες άλλα. Στην πραγματικότητα δεν έχω να αναθεωρήσω κάτι από όσα έχω ισχυριστεί και δοκιμάσει να παρουσιάσω ως ολοκληρωμένη άποψη την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, οι προτάσεις μου επί της πρακτικής πολιτικής σε ό, τι αφορούσε στην ανάδειξη κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων και κομμάτων, ως προοδευτικοί παράγοντες στη κρίση, περιείχαν σχεδόν πάντοτε ένα μικρό ή μεγαλύτερο σφάλμα. Στην περίπτωση μάλιστα του ΣΥΡΙΖΑ, την «πάτησα» στην αρχή κανονικά, ενώ αργότερα δεν είχα παρά να περιμένω να κλείσει η νέα κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα – και αυτή με τη σειρά της – την παρένθεσή της.
Το γιατί την «πάτησα» κατά την πρώτη φάση ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στα πολιτικά πράγματα της χώρας, έχει ίσως ενδιαφέρον. Είναι επειδή η θετική προσέγγισή μου στο φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ δομήθηκε σε δύο σχήματα αντιφατικά μεταξύ τους. Από τη μια πίστευα πως η μη-λενινιστική αριστερά του 21ου αιώνα δεν μπορεί να επαναλάβει τα δραματικά σφάλματα της μη-λενινιστικής αριστεράς στην Ευρώπη του μεσοπολέμου, παγιδευμένη στον οικονομισμό του Σόιμπλε και του ΔΝΤ και σε μια πλανημένη αναζήτηση μιας, σε κάθε περίπτωση, ρηχής και ανεδαφικής συναίνεσης επί ενός προγράμματος (της τρόικας), που οικονομικά αποτελούσε κραυγαλέα ανορθογραφία και κοινωνικοπολιτικά αθλιότητα, προσβάλλοντας τόσο την ίδια τη θεσμική αναφορά και οργάνωση της ΕΕ, όσο και τη νομιμότητα στην ΕΕ και στο εσωτερικό – ακόμη και τις αρχές του ΔΝΤ!
Από την άλλη ήθελα να πιστεύω πως κάτι είχε αλλάξει στις σχέσεις και νοοτροπίες που όριζαν την παθολογία της αριστεράς (λενινιστικής και μη-λενινιστικής, από κοινού) από το 1974 και εντεύθεν. Πως επιτέλους η πολιτική ρητορεία θα πρέπει να υπακούει με όρους έστω δημιουργικής ασάφειας στη πολιτική πρακτική μας και όχι να αποτελεί χυδαίο λαϊκισμό ή αντιδραστικό παιδισμό. Πως η σύγχρονη αριστερά δεν είχε πλέον σχέση με «γάτες» και συνωμοτικές δραστηριότητες. Πως δεν επρόκειτο να μιμηθεί την επιχείρηση ΠΑΣΟΚοποίησης του κράτους και πως εννοούσε πράγματι το άνοιγμά της στην κοινωνία. Πως δεν θα εμφάνιζε τόσα πολλά και κάθε είδους συμπλέγματα και πως θα ήταν απολύτως προσηλωμένη στην ριζοσπαστικοποίηση των δημοκρατικών θεσμών, αντί να τους υπονομεύει με κάθε τρόπο. Και ειλικρινά δεν μπορούσα να φανταστώ πώς ο Αλέξης Τσίπρας από μαχητής των ιδεωδών μιας εναλλακτικής, δημοκρατικής ευρωπαϊκής πολιτικής, θα κατέληγε σε … (ας αποφύγω τον χαρακτηρισμό γιατί σε κάθε περίπτωση θα είναι βαρύς) της Μέρκελ, του Ολάντ, του Σουλτς, του Ντράγκι και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα του έσφιγγε το χέρι, του χτύπαγε την πλάτη ή χαριεντιζόταν μαζί του σε επίπεδο «γραβάτας». Η αρχοντοχωριάτα αριστερά ήταν ανέκαθεν μία αποκρουστική αριστερά που τελικά υιοθετούσε τα υφολογικά πρότυπα της αρχοντοχωριάτας δεξιάς. Και αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβάλλει στην προοδευτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας. Αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της συντήρησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, έτσι όπως εξελίχθηκε και κυβερνά, είναι πλέον μία συντηρητική δύναμη με όρους οικονομίας και πολιτικής, ενώ παραμένει ακόμη προοδευτική σε ό, τι αφορά σε ένα σημαντικό εύρος κοινωνικών ζητημάτων. Και αυτό θα πρέπει να το επισημάνουμε γιατί είναι απολύτως διαστροφικό φαινόμενο η επιχείρηση ισοπέδωσης των πάντων, που χαρακτηρίζει εδώ και χρόνια τον αντιδραστικό πολιτισμό στην πατρίδα μας. Ωστόσο, το ότι απέτυχε να υπάρξει ως προοδευτική οικονομική και πολιτική δύναμη, είναι αυτό που τον καθιστά κυβερνητική παρένθεση. Ο ελληνικός λαός εμφανίστηκε να αναζητεί μία προοδευτική διέξοδο από την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ την υποσχέθηκε αλλά πίστεψε πως θα μπορούσε με γελοιότητες και παιδιάστικη ρητορεία, ή τακτικές αντιπερισπασμού να παραμείνει στην εξουσία επειδή οι παράγοντες της τρόικας αντιμετώπιζαν τον Αλέξη Τσίπρα ως την πλέον «εξυπηρετική λύση» γι’ αυτούς στη συγκυρία, ως προς την άντληση πολιτικής νομιμοποίησης της στρατηγικής τους για την Ελλάδα.
Ο τρόπος, με άλλα λόγια, που ο Αλέξης Τσίπρας πολιτεύτηκε και πολιτεύεται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό είναι αυτός που τον καθιστά αντικειμενικά παρένθεση. Δυστυχώς για τον ίδιο και την προοδευτική κοινωνία στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός δεν είχε «πολιτικό βάθος» και ουσιώδες πολιτικό περιεχόμενο το οποίο θα του προσέδιδε ένα σοβαρό και σεβαστό στην Ευρώπη και στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, ανάστημα. Αυτό ακριβώς το «ανάστημα» είχε ανάγκη αυτή την κρίσιμη για την κοινωνία και το εθνικό συμφέρον περίοδο, η Ελλάδα. Και αυτό το «ανάστημα» θα συνεχίσει να έχει ανάγκη τα επόμενα χρόνια από την πολιτική της ηγεσία για να πάψει να κατασκευάζει την ιστορία της με παρενθέσεις, αγκύλες και αστερίσκους.
Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα πολιτικής ηγεσίας, αγαπητέ αναγνώστη και αυτό δεν νομίζω ότι είναι σύμπτωμα των καιρών της τρόικας, αλλά αποτέλεσμα των νόθων σχέσεων πατρωνίας και διαπλοκής, που όρισαν την μεταπολίτευση του 1974, για να φτάσουμε σήμερα να είναι αυτές οι ίδιες που αποτελούν την τροχοπέδη τόσο για την ανάπτυξη της προοδευτικής πολιτικής, όσο και εκείνης της οικονομίας και της αγοράς. Αν οι πολιτικές ηγεσίες στην πατρίδα μας δεν βγουν από την ασφάλεια των παρενθέσεων που τους επιτρέπει να πρωταγωνιστούν στην πολιτική σκηνή, πολύ φοβάμαι πως και οι επόμενες κυβερνήσεις την μορφή της παρενθέσεως θα έχουν! Και κάτι τελευταίο: Στο βαθμό που οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες καταδηλώνουν ή υπονοούν πως «όλα είναι οικονομία», θα προδηλώνουν πως «όλα είναι και θα παραμείνουν παρένθεση»… ακόμη και ή ίδια η ζωή στην Ελλάδα.