Γράφει η Καλομοίρα Κωτσαλά*
Το ζήτημα αφορά μερικούς φορολογικούς ελέγχους μόνο ή σε συνδυασμό με τακτικούς φορολογικούς ελέγχους για τα οικονομικά έτη 2001 έως 2013. Οι φορολογούμενοι αρμοδιότητας του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. είναι εκείνοι στους τραπεζικούς λογαριασμούς των οποίων περιλαμβάνονται μεμονωμένες κινήσεις ποσών μεγαλύτερων των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000€) ή συνολικές κινήσεις σε ετήσια βάση μεγαλύτερες των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000€).
Οι εν λόγω έλεγχοι ανατίθενται στις φορολογικές αρχές με εισαγγελική παραγγελία και ύστερα από αξιολόγηση των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Σε περίπτωση που προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις φοροδιαφυγής κατόπιν της επεξεργασίας των τραπεζικών λογαριασμών, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος λαμβάνει προληπτικά μέτρα διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου.
Στους ελέγχους αυτούς και ύστερα από την επεξεργασία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών ο ελεγχόμενος καλείται με το αίτημα παροχής πληροφοριών να αιτιολογήσει τις κινήσεις που δεν δικαιολογούνται από τους ίδιους τους λογαριασμούς (προθεσμιακή κατάθεση, τόκοι κλπ) ή τα στοιχεία που διαθέτει η υπηρεσία (δηλώσεις και λοιπά στοιχεία).
Όσες κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών δεν δικαιολογούνται καταλογίζονται ως προσαύξηση περιουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.2238/1994.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Στο σημείο αυτό παρατίθενται ορισμένα θέματα που έχουν ανακύψει κατά τον έλεγχο πρωτογενών καταθέσεων σε τραπεζικούς λογαριασμούς και ο πιθανός τρόπος αντιμετώπισης τους καθώς και σημεία που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή.
Δυσχέρεια στη συγκέντρωση στοιχείων. Καλό είναι να ζητούνται άμεσα τα στοιχεία από τις τράπεζες και, αν είναι δυνατόν, και οι κωδικοί των διαφόρων κινήσεων για να ελέγχεται το είδος της συναλλαγής, π.χ. κατάθεση μετρητών, μεταφορά από λογαριασμό, λήξη προθεσμιακής κατάθεσης κοκ. Η κάθε τράπεζα έχει δικούς της κωδικούς, οι οποίοι μπορεί διαχρονικά να έχουν αλλάξει.
Προσεκτική μελέτη και ανάλυση των διαφόρων λογαριασμών και κινήσεων μπορεί να οδηγήσει σε δικαιολόγηση σημαντικών ποσών, όπως π.χ. όταν υπάρχουν σε κοντινό χρόνο αναλήψεις και καταθέσεις μετρητών κοκ.
Κλειστοί λογαριασμοί. Ελέγχονται και αυτοί, χωρίς διάκριση.
Κοινοί λογαριασμοί (ΠΟΛ. 1228/2014, ΠΟΛ. 1033/2013, Άρθρο 4 Ν. 5638/1932). Συχνά ελέγχεται ένας μόνο από τους συνδικαιούχους. Ο ελεγχόμενος πρέπει να προσδιορίσει τη σχέση του με τον κοινό λογαριασμό και συνεπώς το ποσοστό που του αναλογεί, διότι αυτό θα πρέπει να δικαιολογήσει. Τα αυτά ισχύουν και για περιπτώσεις συγκληρονόμων κλπ.
Διασύνδεση προσωπικών και εταιρικών λογαριασμών. Συχνά, ειδικότερα σε παλιότερες χρήσεις, χρήματα νομικών προσώπων κατατίθεντο στους λογαριασμούς των μετόχων ή έσοδα κοινοπραξιών σε λογαριασμούς των μελών τους κοκ. Προσεκτική μελέτη και ανάλυση των λογαριασμών ως σύνολο μπορεί να οδηγήσει σε δικαιολόγησή σημαντικών ποσών, ακόμη και αν εν τέλει επιβληθεί φόρος χαρτοσήμου.
Ποσά που φαίνονται στους λογαριασμούς μπορεί να προέρχονται από πώληση ακινήτων σε τιμή μεγαλύτερη από την αναγραφόμενη στα συμβόλαια. Ειδικά για τα φυσικά πρόσωπα τα ποσά αυτά μπορούν να δικαιολογηθούν με επανάληψη του συμβολαίου στο πραγματικό τίμημα, οπότε καταβάλλεται ο ΦΜΑ.
Ο φορολογούμενος που ασκούσε δραστηριότητα που φορολογείτο με εξωλογιστικό τρόπο, μπορεί να χρησιμοποιήσει για να δικαιολογήσει τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών του και τα λογιστικά του κέρδη, αν αυτά είναι υψηλότερα.
Τα υφιστάμενα την 31-12-1999 ποσά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δικαιολόγηση υπολοίπων επομένων χρήσεων.
Σημαντικό είναι επίσης να προσδιορίζεται ακριβώς ο χρόνος των διαφορών που μπορεί να προκύψουν, διότι μπορεί να υπάγονται σε διαφορετικό νομικό καθεστώς, π.χ. παραγραφή ή απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής φορολογικών νόμων, όπως π.χ. με την πρόσφατη νομολογία για τη δικαιολόγηση των εμβασμάτων.
Η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις/καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη φορολογητέο εισόδημα. Περαιτέρω μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα.
Δηλαδή, το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι, οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
Επιπλέον, ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς. Σημειώνεται ότι δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων.
ΔΕΑΦ Α’ 1144110 ΕΞ 2015/5.11.2015: Διευκρινίσεις για θέματα ανάλωσης κεφαλαίου προηγουμένων ετών και προσαύξησης περιουσίας.
*Η Καλομοίρα Κοτσαλά είναι νομικός σύμβουλος, εξειδικευμένη στο φορολογικό δίκαιο.