Τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία πέρασαν πια στην ιστορία και μένει -μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα- να αποδειχθεί αν θα έχουν κάποιο συγκεκριμένο, μετρήσιμο, αποτέλεσμα στη διαπραγμάτευση που διεξάγεται μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ για το κοινής αποδοχής όνομα του γειτονικού κράτους. Αυτή είναι η ευθεία ανάγνωση του θέματος, όχι αμελητέα αλλά ενδεχομένως ήσσονος σημασίας.
Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη προσέγγιση που εξετάζει το αν αλλάζουν τα πολιτικά δεδομένα στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει με απόλυτη βεβαιότητα ποιοι ήταν οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί όταν άνοιγε -πριν από λίγους μήνες- ξανά το σκοπιανό ζήτημα, μετά από περίπου μια δεκαετία που βρισκόταν στο «ψυγείο».
Διατυπώνεται η άποψη ότι ο Αλέξης Τσίπρας χειρίστηκε το θέμα με βασικό στόχο να στριμώξει τη Νέα Δημοκρατία και να την οδηγήσει δεξιότερα. Κι αυτό, προκειμένου είτε να δημιουργηθεί ένα ακόμη κόμμα στα δεξιά της είτε να διώξει από τη μελλοντική εκλογική της βάση πολλούς προοδευτικούς κεντροδεξιούς. Προφανής επιδίωξη, να της στερήσει την αυτοδυναμία στις επόμενες εθνικές εκλογές και γιατί όχι να μικρύνει και την εκλογική ψαλίδα μεταξύ τους.
Και, ναι, η Νέα Δημοκρατία πλέον φαίνεται να έχει πράγματι ένα τέτοιο αντικειμενικό ζήτημα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να σκληρύνει τη στάση του όταν διαπίστωσε τον προφανή κίνδυνο που του ερχόταν, από δεξιά και μάλιστα χωρίς… φλας.
Από την άλλη πλευρά όμως, η όλη εξέλιξη δεν αποκλείεται να αποδειχθεί μια πύρρειος νίκη ή ακόμα και ήττα για τον Αλέξη Τσίπρα. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, του ανθρώπου που ουσιαστικά εμπόδιζε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να κλείσει το Σκοπιανό το 1992. Το DNA των ανθρώπων αυτών δύσκολα αλλάζει, τουλάχιστον στους περισσότερους.
Ορισμένοι υποστηρίζουν, επίσης, ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει χάσει τον έλεγχο των χειρισμών και δεν εκτίμησε τις αντιδράσεις. Συμπληρώνουν, μάλιστα, ότι προσπάθησε να επαναλάβει το colpo grosso του δημοψηφίσματος, χωρίς να εκτιμήσει τα συγκεκριμένα δεδομένα και την προϊστορία της υπόθεσης.
Μια άλλη παράμετρος που πρέπει να καταγραφεί είναι το γεγονός ότι στην πλατεία Συντάγματος επαναλήφθηκε από την ανάποδη, αυτό που συνέβαινε την περίοδο των αγανακτισμένων στην ίδια πλατεία. Μπορεί να μην ήταν «αγκαζέ», αλλά τότε στον ίδιο χώρο συνυπήρχαν οπαδοί του Σύριζα και Χρυσαυγίτες που διαδήλωναν ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Την Κυριακή, όπως εύστοχα έχει ήδη επισημάνει ο Πάσχος Μανδραβέλης στην διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή και αρκετοί ακόμη, επιβεβαιώθηκαν οι προφητικοί στίχοι του Διονύση Σαββόπουλου: «Ολαρία ολαρά, γύρω – γύρω τα παιδιά / ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίπη / ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά / ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη / κι η παρθένα με τον σατανά.»
Βεβαίως, σε τόσο μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας -και μάλιστα χωρίς προφανή κομματική καθοδήγηση- πάντοτε μαζεύεται ένα συνονθύλευμα με διαφορετικά χαρακτηριστικά και τελικά, διαφορετικές επιδιώξεις. Μαζί φυσικά με εκείνους που προσέρχονται χωρίς δεύτερες και τρίτες σκέψεις ή προσδοκίες.
Επί της ουσίας η κυβέρνηση, είτε το ήθελε είτε όχι, άλλαξε τα πολιτικά δεδομένα και έβγαλε για πρώτη φορά μετά το καλοκαίρι του 2015 και το δημοψήφισμα, θυμωμένο κόσμο στο δρόμο. Τι σημαίνει αυτό θα φανεί στους επόμενους μήνες. Αν δηλαδή επρόκειτο για μια διαμαρτυρία a la carte ή για μια υβριδική αντικυβερνητική διαδήλωση.
Πάντως, από τις πρώτες αντιδράσεις τόσο του Μεγάρου Μαξίμου, όσο και του ίδιου του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, η κυβέρνηση μοιάζει αποφασισμένη να προχωρήσει στο δρόμο που έχει χαράξει.
Το αποτέλεσμα θα το δούμε πρώτα στη διαπραγμάτευση, ενδεχομένως στη Βουλή και σίγουρα στις κάλπες.
Υ.Γ.
Ο κόσμος που συγκεντρώθηκε στην πλατεία Συντάγματος ήταν πολύς. Προφανώς οι αριθμοί της τάξης του 1,5 εκατομμυρίου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως ποτέ στο παρελθόν άλλωστε, ίσως με εξαίρεση κάποια από τις πρώτες πορείες του Πολυτεχνείου, τη δεκαετία του ’70. Όμως ήταν αντίστοιχος με τις συγκεντρώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του ΄80.
Υ.Γ.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πάντοτε μια απρόβλεπτη προσωπικότητα. Αυτό πρέπει να το θυμόμαστε πάντοτε και όχι όταν μας βολεύει.
Υ.Γ.
Αυτό που επίσης είναι βέβαιο -και μένει να διερευνηθεί- είναι το γεγονός ότι τα δύο συλλαλητήρια, κυρίως το δεύτερο, είχαν επαγγελματική οργάνωση για την οποία δαπανήθηκαν αρκετά χρήματα. Προγραμματισμό, σκηνοθεσία και πάνω από όλα μια ομάδα ανθρώπων που έδρασαν με πλήρη επαγγελματισμό και συμπυκνωμένη εμπειρία. Δεν άφησαν τίποτε στην τύχη. Ορισμένοι μπορεί να ισχυριστούν ότι υπήρχε βοήθεια από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας. Δεν ξέρω τι έγινε στην Αθήνα, αλλά σίγουρα δεν υπήρχε Νέα Δημοκρατία στη Θεσσαλονίκη. Άρα, μένει να δούμε στο μέλλον ποιοι ήταν οι κινητήριοι μοχλοί και αν αυτή τους η επιτυχημένη διοργάνωση θα αποτελέσει πρόβα για κάτι άλλο.