Ολο το σχέδιο για αλλαγές στις συλλογικές συμβάσεις – Ερχεται νόμος με οριακές μεταβολές και άρση περιορισμών ώστε να λειτουργήσουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις – Στόχος η ενίσχυση των μέσων μισθών
Οριακές βελτιώσεις στο καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ετοιμάζει η κυβέρνηση, χωρίς να μεταβάλλεται το σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού, το οποίο θα παραμείνει στη δικαιοδοσία της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά αίροντας ορισμένους περιορισμούς ώστε να διευκολυνθεί η επίτευξη συμφωνιών σε κλαδικό επίπεδο.
Ο νέος νόμος που αναμένεται να έλθει προς ψήφιση εντός του φθινοπώρου θα επιδιώξει να βελτιώσει τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης, στις οποίες παρατηρείται στασιμότητα λόγω των περιορισμών που τέθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν οι πλήρως οι κλαδικές συμβάσεις.
Το θεσμικό πλαίσιο
«Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να ενισχύσουμε το θεσμικό πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας» δηλώνει η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Νίκη Κεραμέως, η οποία δεσμεύτηκε ότι το σχέδιο νόμου – πριν από την ολοκλήρωσή του – θα συζητηθεί με τους κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να επιδιωχθεί μια ευρύτερη συναίνεση.
Ωστόσο στο υπουργείο Εργασίας αποφεύγουν να δεσμευτούν για την πλήρη επιστροφή του νομικού καθεστώτος των συμβάσεων, που ίσχυε πριν από το 2012, ούτε φαίνονται διατεθειμένοι να προχωρήσουν στην άρση ορισμένων περιορισμών, ώστε να λειτουργήσουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και να «αναπνεύσουν» οι κλαδικές συμβάσεις, οι οποίες – κατ’ ουσίαν – παραμένουν ανύπαρκτες. Αρκεί να αναφέρουμε πως το 2023 υπεγράφησαν ελάχιστες κλαδικές συμβάσεις, ενώ από τις 209 επιχειρησιακές συμβάσεις που συμφωνήθηκαν, μόλις οι 59 προέβλεπαν αυξήσεις μισθών.
Τα 1.500 ευρώ
Ολα τούτα τελούν κάτω από το βάρος της επίτευξης του κυβερνητικού στόχου της διαμόρφωσης του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ στο τέλος της τετραετίας – το 2027 –, δέσμευση που επανέλαβε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο υπουργείο Εργασίας.
Ο στόχος αυτός είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς τις συλλογικές συμβάσεις, γεγονός που φαίνεται στην πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία κατά την οκταετία 2016-2023 καταγράφεται η εικόνα αύξησης των κατώτατων ορίων των αμοιβών, αλλά και στασιμότητας στους υψηλότερους μισθούς.
Ο κατώτατος
Ειδικότερα ο κατώτατος μισθός παρουσιάζει σωρευτική αύξηση από το 2016 έως το 2023 περίπου στο 33%, τα κλιμάκια των αμοιβών πάνω από τα όρια του κατώτατου μισθού αυξάνονται, αλλά με μικρότερους ρυθμούς, ενώ οι αμοιβές πάνω από τα 1.200 ευρώ είναι στάσιμες.
Οι όποιες αλλαγές στις συμβάσεις αναμένεται να συνδυαστούν με την ενσωμάτωση στην ελληνικής νομοθεσία της σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς, κάτι που θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι τον ερχόμενο Οκτώβριο.
Η συγκεκριμένη οδηγία επιτάσσει τα κράτη-μέλη να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων τους με συλλογικές συμβάσεις εργασίας οι οποίες θα προσδιορίζουν το ύψος των αμοιβών. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στη χώρα μας το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις είναι χαμηλότερο του 30%.
Τι περιλαμβάνει
Η κοινοτική οδηγία – και κατ’ επέκταση ο νόμος εφαρμογής της – παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού των μισθών με αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής τους ή και με οποιαδήποτε κατάλληλα κριτήρια, ενώ οι κυβερνήσεις θα μπορούν να χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς για τον κατώτατο μισθό, όπως το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού. Με το νέο πλαίσιο ο καθορισμός του κατώτατου μισθού θα λαμβάνει περισσότερο υπόψη την εξέλιξη των μέσων μισθών της οικονομίας, τις επιπτώσεις των τιμών στην αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων αλλά και την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα κάθε κλάδου.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, το 2025 ο νέος κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί στα 880-890 ευρώ, ενώ θα «κινηθεί» με αυξήσεις γύρω στα 40 ευρώ τα επόμενα χρόνια ώστε να φθάσει στα 950 ευρώ το 2027.
Μελετώνται παρεμβάσεις ώστε οι κοινωνικοί εταίροι να διευκολύνονται στις διαπραγματεύσεις με χρήση περισσότερων πηγών πληροφόρησης για τις μισθολογικές αυξήσεις, ενώ επανεξετάζεται το 51% της εργοδοτικής εκπροσώπησης, ως προϋπόθεση για την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων. Συζητείται η μείωση του συγκεκριμένου ποσοστού με στόχο να κατέβει σε μικρότερο ποσοστό ώστε να επιτυγχάνεται η ισχύς μιας κλαδικής σύμβασης σε όλους τους εργαζομένους.
tovima.gr