Γράφει ο Ceteris Paribus
Όπως ορίζει η λογική, τις διεθνείς εξελίξεις καθορίζουν οι χώρες με πλανητικό ή έστω διεθνές «ειδικό βάρος». Όμως αυτό ισχύει σε τελική ανάλυση – ή, όπως προτιμούν οι Αγγλοσάξονες, «στο τέλος της μέρας». Ιδιαίτερα σε μεταβατικές ιστορικές συγκυρίες, όταν ο μεγάλος σκηνοθέτης της Ιστορίας ετοιμάζεται να ανεβάσει μια νέα «παράσταση», αναλαμβάνει ρόλο η πανουργία της Ιστορίας. Η οποία γεννά γεγονότα έξω όχι μόνο από κάθε σχεδιασμό των ισχυρών αλλά και από κάθε πρόβλεψη. Τότε, οι εκπλήξεις, οι θρυαλλίδες που αναλαμβάνουν να καθοδηγήσουν τις εξελίξεις προς το νέο σκηνικό, μπορούν να έρθουν από παντού: από τους ισχυρούς, αλλά και από τους λιγότερο ισχυρούς, ακόμη και από τους αδύναμους. Το μάθημα του πρώτου Μεγάλου Πολέμου, όταν η δολοφονία στο Βελιγράδι ενός πρίγκιπα από ένα Σέρβο εθνικιστή προκάλεσε ένα παγκόσμιο μακελειό που φαινόταν αδιανόητο, είναι πολύ εύγλωττο για να ξεχαστεί, όσα χρόνια και αν περάσουν…
Η πλούσια αρθρογραφία των ημερών για τις σημερινές ολλανδικές εκλογές περιέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες και σενάρια, αλλά αστοχεί σε αυτό το βασικό: τι συμβαίνει «κατά βάθος» ώστε να αποκτούν τέτοια σπουδαιότητα, για πρώτη φορά ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εκλογές σε μια χώρα της οποίας οι εξελίξεις στην πολιτική της σκηνή ήταν μέχρι τώρα αδιάφορες για τη διεθνή πολιτική; Ότι την πρώτη θέση στις εκλογές διεκδικεί ο Χερτ Βίλντερς, επικεφαλής του ακροδεξιού και ξενοφοβικού κόμματος της Ελευθερίας (PVV) και η κρίση στις σχέσεις με την Τουρκία είναι αναμφίβολα δύο δεδομένα «ερεθιστικά» για τα μίντια και την κοινή γνώμη, αλλά δεν δίνουν ουσιαστική απάντηση, απλώς αναπαράγουν το ερώτημα: Σε τι οφείλεται η πολιτική εκτίναξη ενός ακροδεξιού κόμματος μέχρι τα όρια της πρώτης θέσης; Σε τι οφείλεται μια μείζων κρίση με την Τουρκία που η κοινή λογική λέει ότι θα μπορούσε με χιλιάδες τρόπους να έχει αποφευχθεί; Ας δούμε λοιπόν ποιο είναι αυτό το «κατά βάθος».
Η ανασφάλεια της μετάβασης στο άγνωστο
Ποια είναι η Ολλανδία για την οποία μιλάμε; Γιατί να διατρέχεται από ανασφάλεια που γεννά τέτοια «ακραία φαινόμενα»; Η Ολλανδία λοιπόν:
-
Έχει πολύ υψηλότερο ΑΕΠ ανά κάτοικο σε σχέση με όλες τις χώρες της ισχυρής «τετράδας» που ανέλαβαν το ρόλο της «πρώτης ταχύτητας» στην Ευρωζώνη, δηλαδή της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, με 40,5 χιλιάδες ευρώ, έναντι 38,8 – 33,8 – 27,5 και 25,9 χιλιάδες ευρώ αντίστοιχα, με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να βρίσκεται στις 31,6 χιλιάδες ευρώ. Το ΑΕΠ της ανά κάτοικο είναι επίσης υψηλότερο του Βελγίου, της Αυστρίας και της Φινλανδίας, δηλαδή χωρών του σκληρού πλούσιου πυρήνα της Ευρωζώνης και υπολείπεται μόνο του Λουξεμβούργου (60,8 χιλιάδες ευρώ), που όμως είναι πολύ ιδιότυπη περίπτωση κρατιδίου και γι’ αυτό εκτός σύγκρισης.
-
Συγκαταλέγεται επίσης στις χώρες του προηγμένου πυρήνα της Ευρωζώνης που είναι καθαρά πλεονασματικές στο εξωτερικό τους εμπόριο.
-
Με την εξαίρεση της Γερμανίας, έχει επίσης χαμηλότερη ανεργία (7%) σε σχέση με Γαλλία (10%), Ιταλία (12%, με την ανεργία των νέων να ξεπερνά το 40%) και Ισπανία (18,6%).
-
Το δημόσιο χρέος της ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη: 63%, μια ανάσα από τον στόχο του Μάαστριχτ (60%), που καμία άλλη χώρα δεν έχει προσεγγίσει τόσο πολύ.
-
Οι ρυθμοί ανάπτυξής της κυμαίνονται σταθερά περί το 2%, ψηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωζώνης αλλά και από τους αντίστοιχους σε Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία.
Κι όμως, σε αυτή τη χώρα-πρώτη «ταχύτητα» των πλούσιων χωρών της Ε.Ε. αυξάνεται σημαντικά η χρήση αντικαταθλιπτικών και διατρέχεται από αισθήματα εχθρότητας ενάντια στην ευρωπαϊκή ελίτ, από πολιτικούς σπασμούς σκληρής στάσης ενάντια στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, «οχύρωσης» ενάντια στους μετανάστες και πρόσφυγες και νοσταλγίας για το φιορίνι!
Η αλήθεια είναι ότι πίσω από το 7% της ανεργίας κρύβεται ένα ευρύτερο στρώμα «εργαζόμενων φτωχών» της μερικής απασχόλησης που δεν καταγράφεται στις στατιστικές της ανεργίας, αλλά αυτό είναι ένα φαινόμενο διεθνές και γενικευμένο στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο, σίγουρα δε στην Ολλανδία έχει μικρότερη έκταση απ’ ό,τι στην πλειονότητα των αναπτυγμένων χωρών. Είναι επίσης αλήθεια ότι το ιδιωτικό χρέος (επιχειρήσεων, αλλά πού περισσότερο νοικοκυριών) είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη, κι αυτό τρέφει την ανασφάλεια του τύπου «τι θα γίνει αν τα πράγματα «στραβώσουν»;
Ότι τα πράγματα μπορεί και να «στραβώσουν», το συνειδητοποίησαν οι Ολλανδοί, όπως και όλος ο κόσμος, όταν ξέσπασε, «ξαφνικά και ανεξήγητα», η κρίση του 2008, που στην Ευρώπη εκδηλώθηκε σαρωτική από το 2009. Η ανασφάλεια μεγάλωσε όταν έγινε φανερό ότι η «όλη Ε.Ε. και Ευρωζώνη» δεν μπορεί να απαντήσει με κοινό βηματισμό στην κρίση, που όλο και παρατείνεται. Το Brexit επιβεβαίωσε αυτή την αίσθηση: αν η Βρετανία δεν «αντέχει» τον κοινό βηματισμό και φεύγει από την Ε.Ε., τότε δεν είναι όλα πιθανά; Του Brexit είχε προηγηθεί η υπόθεση του προσφυγικού ρεύματος, που έβαλε ψηλά στην ατζέντα το ζήτημα των συνόρων. Η εκλογή του Τραμπ εμπέδωσε την αίσθηση ότι οι μεγάλες αλλαγές και ανατροπές και στην ίδια την ευρωπαϊκή ήπειρο είναι αναπόφευκτες. Η επίσημη έναρξη των συζητήσεων για την Ευρώπη των πολλών «ταχυτήτων» ήρθε σαν επιστέγασμα, για να υπογραμμίσει ότι είμαστε σε μετάβαση προς «κάτι» που κανείς δεν μπορεί να ορίσει με ακρίβεια.
Η μετάβαση στο άγνωστο, για το οποίο γνωρίζουμε μόνο τον «τίτλο» (που, υπό όρους, μπορεί να μην ισχύει ούτε καν αυτός…) είναι ο ορισμός της ανασφάλειας! Από κει και ύστερα, όλοι έχουν «δικαίωμα» να εκδηλώσουν αυτή την ανασφάλεια με τον τρόπο τους (ακόμη και τον πιο απίθανο) ή να κερδοσκοπήσουν πάνω σε αυτήν… Αυτή είναι η βαθύτερη εξήγηση για τα «ανεξήγητα» των ολλανδικών εκλογών!
Ένα ερώτημα, πολλή σύγχυση, δύο απαντήσεις
Για να είμαστε όχι μόνο δίκαιοι αλλά και ακριβείς, οι σπασμοί αυτής της πολιτικής ανασφάλειας κυρίευσαν πρώτα τις ελίτ και ύστερα τις κοινωνίες, το δε μιντιακό «μασάζ» προηγήθηκε των «αυθόρμητων» λαϊκών εκδηλώσεων. Όμως -φευ!- οι λαϊκές εκδηλώσεις πήραν το λάθος για την κυρίαρχη ελίτ δρόμο. Κάπως έτσι γεννήθηκε στη «χώρα της τουλίπας» ο κίνδυνος της ακροδεξιάς.
Ωστόσο, αν το ερώτημα είναι ποια απάντηση στην κρίση της Ευρωζώνης (και ευρύτερα της «παγκοσμιοποίησης») συμφέρει κάθε χώρα ή τους πολίτες της, ποια είναι η απάντηση; Και, υπάρχει «σωστή» απάντηση;
Η κυρίαρχη ολλανδική ελίτ λέει ότι η απάντηση είναι η Ευρωζώνη των δύο «ταχυτήτων». Έχουμε ξαναγράψει για τον ενθουσιασμό με τον οποίο η ολλανδική πολιτική ελίτ αλλά και οι χώρες της BeNeLux χαιρέτισαν τις διαδικασίες για τη μετάβαση στην Ευρώπη των δύο «ταχυτήτων», με μεγαλύτερη εμβάθυνση της ενοποίησης για την πρώτη «ταχύτητα». Όμως, αυτή είναι μια απάντηση των ελίτ που έχουν χάσει πλέον μεγάλο μέρος από τη νομιμοποίησή τους και από ένα σεβαστό τμήμα των ψηφοφόρων θεωρούνται μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Η ακροδεξιά προτείνει μια άλλη λύση: Ευρώπη των ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών-εθνών. Φαντάζει μια λύση αντισυστημική, «καθαρή» και ρεαλιστική για μια χώρα με εύρωστους οικονομικούς δείκτες.
Μια προϊούσα ανασφάλεια που διατρέχει τόσο την ελίτ όσο και την κοινωνία, ένα ερώτημα, δύο απαντήσεις και πολλή σύγχυση είναι το κοινωνικο-οικονομικό κοκτέιλ που γεννά τέτοια πολιτικά παράδοξα και κάνει τις ολλανδικές εκλογές κρίσιμο ανεμοδείκτη για τις πολιτικές -και όχι μόνο- θύελλες που απειλούν την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Δεν είναι ο Βίλντερς, είναι η Ευρώπη που τρίζει…
Η Ευρωζώνη και η Ε.Ε. τρίζουν «σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας», όπως έλεγε ο στίχος τραγουδιού του Διονύση Σαββόπουλου. Αυτή η βαθύτερη πραγματικότητα γεννά τα πολιτικά ερωτήματα, τις συγχύσεις, τα αδιέξοδα και τις περιπλοκές. Στις σημερινές ολλανδικές εκλογές συμμετέχουν 5 κόμματα που τα δημοσκοπικά τους ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 10 και 20%. Τα δημοσκοπικά ποσοστά των βασικών διεκδικητών, του κόμματος του σημερινού πρωθυπουργού κ. Ρούτε και του ακροδεξιού κ. Βίλντερς κυμαίνονται περί το 20%. Το πολιτικό κομφούζιο τείνει να γίνει πλήρες, ανεξαρτήτως του ποιο θα είναι το πρώτο κόμμα.
Στο πλαίσιο αυτό, η υπόθεση της κρίσης στις σχέσεις με την Τουρκία είναι ενδεικτικό παράδειγμα του τι και ποιος ηγεμονεύει πολιτικά. Η κυβερνώσα ελίτ κατέφυγε στο στρατήγημα μιας πολιτικο-διπλωματικής κρίσης με την Τουρκία, επιδεικνύοντας «πατριωτισμό», με την ελπίδα ότι έτσι θα ανασχέσει την εκλογική δυναμική του κ. Βίλντερς. Ανεξαρτήτως του πιο θα είναι το πραγματικό αντίκρισμα στις κάλπες, με αυτό τον τρόπο μόνο ο κ. Βίλντερς θα κερδίσει – αν όχι άμεσα, σίγουρα μεσομακροπρόθεσμα. Διότι πολιτικός ηγεμόνας είναι αυτός που επιβάλλει την πολιτική του ατζέντα σε αυτούς που δεν την πιστεύουν πραγματικά! Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ο Βίλντερς εκφράζει το δυναμικό στοιχείο μιας «καθαρής» και «αντισυστημικής» πρότασης. Κάθε αποτυχία ή περιπλοκή της άλλης απάντησης, της Ευρώπης των πολλών «ταχυτήτων» (και από τέτοιες θα υπάρξουν σίγουρα πολλές…) θα είναι «βούτυρο στο ψωμί» του.
Εκλογικός κύκλος, Ελλάδα, Τουρκία
Ωστόσο, ο εκλογικός τακτικισμός της κυβερνώσας ολλανδικής ελίτ, που διακινδύνευσε μια οξεία πολιτικο-διπλωματική κρίση με την Τουρκία, εύκολα εξαπολύθηκε αλλά δύσκολα «μαζεύεται». Διότι το κοινωνικό υπέδαφος στην ίδια την Ολλανδία είναι εξαιρετικά εύφλεκτο, αλλά κυρίως διότι η Ευρωζώνη και η Ε.Ε. μοιάζουν με το ξερό κάμπο που μπορεί να λαμπαδιάσει ακόμη και από έναν απλό σπινθήρα. Τα αποτελέσματα αυτού του τακτικισμού δεν θα μετρηθούν μόνο στις ολλανδικές εκλογές και πολιτικές εξελίξεις, αλλά επίσης στις γαλλικές (που είναι σε απόσταση αναπνοής), τις γερμανικές και όσες ακολουθήσουν. Το Brexit ενεργοποιείται μέσα σε αυτό το μήνα, στη Σκωτία προσανατολίζονται σε νέο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία και η περιβόητη «ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική» χάσκει από παντού.
Σε αυτό το πλαίσιο, όσοι στην Ελλάδα υποκύπτουν στον πειρασμό να πανηγυρίσουν για τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ Ολλανδίας και Τουρκίας, ας το σκεφτούν δεύτερη φορά: ο λόγος για αυτή τη ρήξη δεν έχει κάτι το «φιλελληνικό», αλλά σχετίζεται με την αντιφατική στοίχιση όλου του ολλανδικού πολιτικού συστήματος πίσω από την ιδέα της διαίρεσης της «υπαρκτής» Ευρωζώνης.
Η ολλανδική πολιτική θρυαλλίδα δεν ανοίγει απλώς, αλλά πυροδοτεί ένα εκλογικό-πολιτικό κύκλο που τα αποτελέσματά του θα κρίνουν προς ποιες απαντήσεις, από ποιους, με ποιες συμμαχίες κ.λπ. θα γείρει η πλάστιγγα στον αναπόδραστο μετασχηματισμό της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Το σίγουρο είναι πως σε αυτή την πορεία τίποτε δεν θα μείνει ίδιο.
Το τελευταίο αυτό συμπέρασμα, έχει μια άμεση συνέπεια για την Ελλάδα: ήδη στις ισχυρές ευρωπαϊκές καγκελαρίες έχουν κατεβάσει μολύβια μέχρι να «μετρήσουν» με μεγαλύτερη ακρίβεια τη μορφή που θα πάρουν και τις συνέπειες που θα έχουν αυτές οι πολιτικές αλλαγές σε κρίσιμες χώρες-μέλη. Μέχρι τότε, από την Ελλάδα θα απαιτούν να λέει «ναι σε όλα» για να καταγράφεται «πρόοδος στις διαπραγματεύσεις» – ώστε να καθησυχάζονται οι αγορές. Οι «οριστικές» και «πλήρεις» λύσεις, δεν είναι της ώρας – κανείς δεν δεσμεύεται πάνω σε κινούμενη άμμο… Μέχρι νεωτέρας, μόνο «μπαλώματα», βραχυπρόθεσμες και επιμέρους λύσεις μπορούν να υπάρξουν, που δεν θα εγγυώνται τίποτε απολύτως στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ας το γνωρίζουν αυτό καλά οι κυβερνώντες, αλλά και όλοι μας…