Περισσότερες ώρες εργάζονται οι Έλληνες, σε σχέση με τους εργαζόμενους στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, όπως καταδεικνύουν τα νέα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Organization for Economic Cooperation and Development).
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, τα οποία δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, καταγράφουν την εργασία σε 35 μέλη του από το «δυτικό κόσμο», όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε τα πιο προηγμένα σε οικονομικούς όρους κράτη και δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι στην κορυφή των ευρωπαϊκών κρατών, με το μέσο Έλληνα να δουλεύει 2.035 ώρες το χρόνο. Στον αντίποδα, οι Γερμανοί εργάζονται μόλις 1.363 ώρες. Στις ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι εργάζονται 1.783 ώρες το χρόνο και έρχονται στο μέσο της κατάταξης.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του OECD, η Γερμανία καταφέρνει να έρχεται πρώτη σε παραγωγή, με τους Γερμανούς εργαζόμενους να είναι 27% πιο παραγωγικοί από τους Βρετανούς που δουλεύουν περίπου 1.680 ώρες το έτος. Ακόμη, Ολλανδοί, Γάλλοι και Δανοί, εργάζονται λιγότερες από 1.500 ώρες το χρόνο κατά μέσο όρο, ενώ οι Δανοί έχουν και τις καλύτερες συνθήκες εργασίας στην υφήλιο, με βάση την έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Σύμφωνα με τη στατιστική καταγραφή του ΟΟΣΑ, ο «μέσος όρος του χρόνου εργασίας» αφορά στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και σε αυτό συμπεριλαμβάνονται όλες οι μορφές απασχόλησης (πλήρης και μερική απασχόληση).
Μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, επισημαίνει ότι τα νεότερα εμπειρικά ευρήματα καταδεικνύουν κάτι το οποίο είναι γνωστό, δηλαδή ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν πάρα πολλές ώρες, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αξιολογώντας τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο κ. Αργείτης διαπιστώνει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την εντατικοποίηση της εργασίας, καθώς το παραγωγικό, τεχνολογικό παράδειγμα της οικονομίας εξακολουθεί να εμφανίζει μεγάλη καθυστέρηση. «Αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει, γιατί μία διατηρήσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και λιγότερο χρόνο εργασίας, για να μπορούν οι εργαζόμενοι να είναι πιο αποδοτικοί» σημειώνει ο ίδιος.
Παράλληλα, τονίζει ότι, εάν συγκριθούν οι αμοιβές των Ελλήνων εργαζομένων με το χρόνο εργασίας που εκείνοι δεσμεύουν, «καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μία τεράστια αδικία σε βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι είναι πάρα πολύ χαμηλά αμειβόμενοι».
Ο Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ υπογραμμίζει ότι το μοντέλο της οικονομίας στηρίζεται πάνω στην εκμετάλλευση και στην αδικία σε βάρος των εργαζομένων, ενώ θεωρεί ότι αυτό που έχει ανάγκη η χώρα, είναι να μεταβεί άμεσα σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, που θα στηρίζεται στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, στην ποιότητα της εργασίας και σε καλύτερες αμοιβές εργασίας.
«Οι μύθοι σπάνε ο ένας μετά τον άλλον» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γραμματέας Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ Δημήτρης Καραγεωργόπουλος, εκφράζοντας την άποψη ότι, στην αρχή της οικονομικής κρίσης και προκειμένου να επιβληθούν σκληρά δημοσιονομικά μέτρα σε βάρος των Ελλήνων εργαζομένων, «οι Έλληνες εργαζόμενοι κατασυκοφαντήθηκαν ότι εργάζονται λιγότερο και χαρακτηρίστηκαν τεμπέληδες». «Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, όμως, αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας είναι οι πλέον σκληρά εργαζόμενοι στην Ευρώπη» σχολιάζει ο κ. Καραγεωργόπουλος.
«Παρόλα αυτά»- συμπληρώνει -«τόσο οι συνθήκες εργασίας, όσο και οι όροι αμοιβής των Ελλήνων εργαζομένων, δεν έχουν καμία αντιστοίχιση με τις ώρες που απασχολούνται». «Αυτό συμβαίνει, γιατί, τα τελευταία χρόνια, έχουν απορρυθμιστεί πλήρως το συλλογικό και το ατομικό εργατικό δίκαιο, κατ’ επιταγή των μνημονιακών δεσμεύσεων, που έχει αναλάβει η χώρα» διευκρινίζει ο ίδιος.