Υψηλό εξακολουθεί να είναι το μη μισθολογικό κόστος εργασίας στην Ελλάδα, αυτό δηλαδή που αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς βρίσκεται στις 4 ακριβότερες χώρες ανάμεσα σε 37 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ ως προς τις εισφορές κύριας και επικουρικής ασφάλισης, με ποσοστό 26%, έναντι 18,2% που είναι ο μέσος όρος για τα κράτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Σε επίπεδο Ε.Ε., η Ελλάδα βρίσκεται πάλι στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στα 27 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το κόστος ασφάλισης να κινείται κατά 7,4 μονάδες υψηλότερα από αυτό της Γερμανίας (26% έναντι 18,6%) και κατά 10 μονάδες από αυτό του Βελγίου (16%).
Πιο πάνω από την Ελλάδα στο κόστος ασφάλισης είναι η Ισπανία με 28,3%, η Τσεχία με 28%, η Γαλλία με 27,8% και πρώτη απ’ όλους η Ιταλία με εισφορές σύνταξης 33%.
Αν στις εισφορές σύνταξης προστεθούν και οι υπόλοιπες εισφορές που βαρύνουν τη μισθωτή εργασία, τότε οι συνολικές εισφορές στην Ελλάδα ανεβαίνουν άλλες 10 μονάδες και φτάνουν στο 36,1%, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό, αν όχι το υψηλότερο για τα δεδομένα των κρατών της Ε.Ε και του ΟΟΣΑ.
Η μεγάλη εικόνα στις εισφορές που καταβάλλουν σήμερα εργαζόμενοι και εργοδότες στο διανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα δείχνει ότι πολύ σύντομα θα χρειαστεί να ξαναμπεί στο τραπέζι των κυβερνητικών αποφάσεων μια περαιτέρω μείωση των εισφορών έως και 3 μονάδες, μαζί με το 1% που έχει προαναγγείλει το υπουργείο Εργασίας, κατά 0,5% για το 2025 και κατά 0,5% το 2027.
Το πρόβλημα που δημιουργούν οι υψηλές εισφορές είναι ότι στερούν εισόδημα προς κατανάλωση από τους εργαζόμενους και, κυρίως, ότι αποτελούν τροχοπέδη στην προσέλκυση επενδυτών, οι οποίοι θεωρούν υψηλό ένα κόστος εργασίας 36% σε ασφαλιστικές εισφορές, εκ των οποίων το 22,3% είναι εργοδοτικές.
Υπάρχουν, όμως, και άλλα, πιο σημαντικά προβλήματα, που συνοψίζονται στη λέξη “εισφοροαποφυγή”, που επιχειρείται με διάφορα τεχνάσματα, όπως:
1. Η υποδηλωμένη ασφάλιση στον ΕΦΚΑ, με ένα μόνο μέρος των αμοιβών να εμφανίζονται ως νόμιμες στα χαρτιά και το υπόλοιπο να καταβάλλεται “κάτω από το τραπέζι”, χωρίς να υπόκειται σε εισφορές και φόρους.
2. Η μετατροπή συμβάσεων μισθωτής απασχόλησης σε καθεστώς ελευθέρων επαγγελματιών, ώστε να επωμίζεται ο εργαζόμενος το κόστος ασφάλισης για ένα μέρος της αμοιβής, αυτό που θα αναγράφεται στο παραστατικό.
3. Η μετάπτωση πολλών κλαδικών συμβάσεων που έχουν λήξει και δεν ανανεώθηκαν σε ατομικές συμβάσεις, με τον βασικό (κατώτατο) μισθό ως επίσημες αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές, και καταβολή του υπόλοιπου ποσού ως οικειοθελούς παροχής από τον εργοδότη που δεν υπόκειται σε εισφορές και έχει τη μορφή ενός επιδόματος κίνησης.
Τα τεχνάσματα αυτά προκαλούν απώλεια εσόδων που έρχεται να τα καλύψει ο εργαζόμενος και οι επιχειρήσεις με τη διατήρηση των φορολογικών συντελεστών σε υψηλά επίπεδα.
Στον σχετικό πίνακα που δημοσιεύει το Capital.gr και προέρχεται από την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για τις συντάξεις φαίνεται ότι η Ελλάδα έχει υψηλότερες εισφορές ακόμα και από κράτη που, εκτός από τις υποχρεωτικές εισφορές που εισπράττει το κράτος, πληρώνουν και συμπληρωματικές εισφορές ιδιωτικής ασφάλισης.
Στη Σουηδία, για παράδειγμα, όπου ισχύει μικτό σύστημα με εισφορές σε κράτος και ιδιωτικά συστήματα, το συνολικό ποσοστό που πληρώνουν εργαζόμενοι και εργοδότες είναι 22,3%, στην Ελβετία είναι 21,2%, ενώ στη Δανία οι ασφαλισμένοι καταβάλλουν εισφορές μόνον σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία με ποσοστό 12%, μοιρασμένο σε 4% για τον εργαζόμενο και 8% για τον εργοδότη. Τα μικτά και τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά συστήματα των σκανδιναβικών χωρών έρχονται να συμπληρώσουν τις κοινωνικές παροχές, που είναι υποδειγματικές και από τις ισχυρότερες στην Ευρώπη, καθώς χρηματοδοτούνται μόνον από τη φορολογία, ενώ οι συντάξεις αποτελούν εδώ και δεκαετίες προσωπική υπόθεση των ασφαλισμένων γιατί τις χρηματοδοτούν οι ίδιοι με τις δικές τους εισφορές, οι οποίες αξιοποιούνται μέσω των ταμείων κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης.
Κάτι ανάλογο έχει ξεκινήσει και στην Ελλάδα με το νέο ταμείο επικουρικής ασφάλισης (ΤΕΚΑ), που λειτουργεί από το 2022 με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και με εισφορές 6% (3% ο εργαζόμενος και 3% ο εργοδότης), όπως και με την επικουρική ασφάλιση του αναδιανεμητικού συστήματος. Ωστόσο τα όποια αποτελέσματα στο σκέλος των συντάξεων που θα πάρουν οι νέοι έως 35 ετών που ασφαλίζονται στο ΤΕΚΑ δεν θα φανούν πριν περάσει μία 35ετία.
Προχωρά το σχέδιο για υπολογισμό εισφορών έως τα 4.500 ευρώ αντί των 7.373 ευρώ
Το υπουργείο Εργασίας εξετάζει να κατεβάσει το όριο των αποδοχών που θα υπόκεινται σε εισφορές από τα 7.373 ευρώ στα 4.500 ευρώ, προκειμένου έτσι να ελαφρύνει και τους εργαζόμενους και τους εργοδότες. Η μείωση του πλαφόν θα φέρει αύξηση μισθών σε όσους αμείβονται με αποδοχές πάνω από 4.500 ευρώ και μείωση του κόστους στις ασφαλιστικές κρατήσεις των εργοδοτών. Κερδισμένοι από τη μείωση των ασφαλιστέων αποδοχών θα βγουν περίπου 80.000 υψηλόμισθοι εργαζόμενοι, ενώ το μέτρο θα μπορούσε να συμβάλει και στον επαναπατρισμό επιστημόνων που έφυγαν από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια λόγω και των υψηλών ασφαλιστικών και φορολογικών κρατήσεων.
Για παράδειγμα:
1. Εργαζόμενος με μικτές μηνιαίες αποδοχές 5.500 ευρώ πληρώνει σήμερα μηνιαία εισφορά 762 ευρώ και, με τη μείωση των ασφαλιστέων αποδοχών στα 4.500 ευρώ, θα έχει εισφορά 624 ευρώ, με αύξηση μισθού κατά 208 ευρώ. Ο εργοδότης, αντίστοιχα, θα έχει μείωση επιβαρύνσεων κατά 335 ευρώ.
2. Εργαζόμενος με μικτές μηνιαίες αποδοχές 7.000 ευρώ πληρώνει εισφορά 970 ευρώ, ενώ, με τη μείωση των ασφαλιστέων αποδοχών στα 4.500 ευρώ, θα έχει αύξηση μισθού κατά 347 ευρώ, καθώς η εισφορά μειώνεται στα 624 ευρώ. Ο εργοδότης θα έχει μείωση επιβαρύνσεων κατά 558 ευρώ.
ΠΗΓΗ: capital.gr