Γράφει ο Α. Όλρενσοφ
Η ετήσια συνάντηση των διαμορφωτών νομισματικής πολιτικής στο Jackson Hole ήταν πάντα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για χαλαρές κοινωνικές συναναστροφές και για ημιορεινές ιχνηλασίες για όσους από τους συμμετέχοντες διέθεταν την απαραίτητη σωματική ρώμη. Και καθώς λάμβανε χώρα στα τέλη Αυγούστου, σηματοδοτούσε το τέλος των καλοκαιρινών διακοπών των αγορών και την ευκαιρία για γενικές επισημάνσεις ενόψει της «νέας» οικονομικής χρόνιας. Με λίγα λόγια η εκδήλωση αυτή, όπως και η ανάλογη στο Davos, απολάμβανε δυσανάλογα μεγαλύτερη δημοσιότητα από ό,τι δικαιολογούσαν οι ειδήσεις που έβγαιναν από αυτή.
Αυτά μέχρι πέρσι, γιατί φέτος η συνάντηση «άξιζε τα λεφτά» της, καθώς ανέδειξε δύο σημαντικά γεγονότα τα οποία το επόμενο διάστημα θα αποτελέσουν αφετηρία σημαντικών ανακατατάξεων. Πρώτον, κατάστησε εμφανή το διχασμό της FED αναφορικά με τον χρονισμό ανόδου των επιτοκίων, με τις αντιπαρατιθέμενες τάσεις να συναθροίζονται η μία πίσω από την πρόεδρο Yellen και η άλλη πίσω από τον πρόεδρο του Dallas FED Fischer. Το δεύτερο όμως και πιο σημαντικό, προέκυψε από την ομιλία του προέδρου Draghi και την έμμεση παραδοχή της χρεοκοπίας αυτού που ο Paul De Grauwe αποκάλεσε «balanced-budget fundamentalism», ήτοι της κυρίαρχης ιδεολογίας της ECB αναφορικά με τον ισοσκελισμό του δημοσιονομικού ισοζυγίου, το οποίο και αποτελούσε σημείο μόνιμης παρέμβασης της νομισματικής αρχής στις εθνικές δημοσιονομικές δικαιοδοσίες.
Σε όλες τις δημόσιες παρεμβάσεις του από το 2012 και μετά, ο Ιταλός πρόεδρος της της ECB δεν έχανε την ευκαιρία να εκθειάζει όσες κυβερνήσεις μείωναν τα ελλείμματά τους και να καυτηριάζει όσες διά της αδράνειας επετύγχαναν το αντίθετο. Σε αντίθεση όμως με το παρελθόν, στη συγκεκριμένη παρέμβασή του διατύπωσε την άποψη ότι «ήρθε η ώρα που η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να συνδράμει την αντίστοιχη νομισματική», στην προσπάθεια εξόδου της οικονομίας της Ευρωζώνης από την ύφεση και τον αποπληθωρισμό.
Επιπλέον στην ομιλία του, αφού αρχικά διαπίστωσε ότι «από το 2010 και μετά η νομισματική πολιτική ήταν λιγότερο διαθέσιμη και αποτελεσματική, ειδικότερα σε σχέση με τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες», κατέληξε στη διαπίστωση ότι τα συνολικά επίπεδα δημοσίου χρέους (στην Ευρωζώνη) δεν είναι υψηλότερα από ό,τι στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. «Συνεπώς -συνέχισε χαρακτηριστικά- θα ήταν διευκολυντικό εάν η δημοσιονομική πολιτική διαδραμάτιζε μεγαλύτερο ρόλο παράλληλα με τη νομισματική πολιτική και πιστεύω ότι υπάρχει δυνατότητα γι’ αυτό».
Ταυτόχρονα, μολονότι παραδέχτηκε τους περιορισμούς που δημιουργεί το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, διατύπωσε την άποψη ότι «η ευελιξία εντός αυτού που πλαισίου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την (κάλυψη) του κόστους των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών απαραίτητων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας». Και προσέθεσε ότι «θα πρέπει να μειωθούν τόσο οι φόροι όσο και οι δημόσιες δαπάνες, γεγονός το οποίο θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και τις ιδιωτικές επενδύσεις, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμη βάση».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, επανέλαβε αυτό που είχε αρχικά διατυπώσει, κατά τη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Νομισματικής πολιτικής τον Αύγουστο, και το οποίο είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια της γερμανικής πλευράς, δηλαδή την ανάγκη για μεγαλύτερο δημοσιονομικό συντονισμό μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «αυτός (ο συντονισμός) θα μας επιτρέψει να επιτύχουμε ένα πιο φιλικό προς της ανάπτυξη δημοσιονομικό πλαίσιο για το σύνολο της Ευρωζώνης»!!!
Η εν λόγω ομιλία ξάφνιασε την αγορά και δημιούργησε αίσθηση αλλά και ερωτηματικά: Ήταν άραγε οραματική παρέμβαση ή «λευκή σημαία» μπροστά σε μια αδιέξοδη κατάσταση; Αποτελεί προπομπό ανάληψης πρωτοβουλιών ή προσπάθεια επίρριψης ευθυνών για την επερχόμενη αποτυχία; Ήταν παραδοχή υπερεκτίμησης των θαυματουργών δυνατοτήτων της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων ή ήταν ένδειξη απειθαρχίας απέναντι στη γερμανική νομισματική ορθοδοξία; Τελικά ο κύκλος πληθωρισμού – αποπληθωρισμού δεν είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της νομισματικής πολιτικής, όπως από το 1984 και μετά μας έλεγαν οι κεντρικοί τραπεζίτες, αλλά αποτέλεσμα και άλλων εξωγενών παραγόντων, τη συνδρομή των οποίων ποτέ δεν αναγνώρισαν και των οποίων η έλλειψη σήμερα αναδεικνύει τη περιορισμένη πρόσφυση της πολιτικής τους;
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση. Το περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων δημιουργεί σημαντικούς περιορισμούς στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής και σε συνδυασμό με την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική οδηγεί την ευρωπαϊκή οικονομία σε ένα νέο φαύλο κύκλο ο οποίος εάν ενταθεί, απειλεί αυτή τη φορά την ίδια την βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Η νομισματική πολιτική έκανε τον κύκλο της χωρίς να μπορέσει να αντιστρέψει την πορεία συρρίκνωσης της πραγματικής οικονομίας και ως εκ τούτου είναι απαραίτητη μια νέα επεκτατική στόχευση που θα πρέπει να έχει η δημοσιονομική παρέμβαση.
Συνεπώς, η παρέμβαση Draghi ασφαλώς αποτελεί παραδοχή αποτυχίας, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και κάλεσμα για τη χάραξη ενός νέου οδικού χάρτη προς την από καιρό λησμονημένη «διαρκώς πιο στενή ένωση», τη μόνη που μπορεί να συμβάλει στην πραγματική επιβίωση του ευρώ. Η «νέα» οικονομική χρονιά που αρχίζει τις επόμενες ημέρες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και θα τολμούσα να πω ότι, τουλάχιστον στην ανατολική πλευρά, επιτρέπει κάποια αμυδρή αισιοδοξία.