Γράφει ο Μάριος Μπρούσκος-Στυλιανόπουλος
Με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα στο ΤΕΙ της Πάτρας, είναι σκόπιμο να διερευνήσουμε εμβριθώς τον τομέα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Επίσης, είναι καθοριστικής σημασίας να εξετάσουμε που έχουμε σφάλλει ως κοινωνία και μολονότι διαρκώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ανάλογα φαινόμενα, γιατί δεν ενεργοποιούμαστε για να τα εξαλείψουμε.
Αρχικά, εκτιμώ πως κυρίαρχο ρόλο στην πανεπιστημιακή παρακμή διαδραματίζουν οι φοιτητικές παρατάξεις. Υπήρξα ενεργό και επιτυχημένο στέλεχος αυτών και μπορώ με βεβαιότητα να ισχυριστώ πως αντί να βελτιώσουν τη λειτουργία των πανεπιστημίων τελικά τη δυσχεραίνουν. Αυτό συμβαίνει διότι οι φοιτητικές παρατάξεις έχουν κομματικό φορέα. Δεν είναι αυτόβουλα όργανα που δρουν υπέρ του φοιτητικού συμφέροντος, αλλά αντιθέτως είναι κομματικά μορφώματα τα οποία υφίστανται αποκλειστικά για να αλιεύουν στρατιές μελλοντικών ψηφοφόρων, οι οποίες θα ενισχύσουν το πολιτικό κατεστημένο της χώρας. Και εδώ έγκειται το μείζον σφάλμα. Με τη συμμετοχή των κομμάτων στα πανεπιστήμια αλλοιώνεται δραματικά ο ρόλος του πανεπιστημίου στην κοινωνία και ο γνωστικός του προσανατολισμός μετασχηματίζεται σε εκτροφείο κομματικών καί συνδικαλιστικών συντεχνιών.
Ενώ ο ρόλος του πανεπιστημίου είναι να παράγει γνώση, να συμβάλλει στην πνευματική καλλιέργεια των μελών της κοινωνίας, όπως και να συνεισφέρει στην αξιοποίηση της γνώσεως στον τομέα της παραγωγής, τελικά καταλήγει να είναι ο στυλοβάτης της πολιτικής ακαμψίας καί σηψαιμίας. Ως εκ τούτου, οι φοιτητές κυριολεκτικά εξανδραποδίζονται. Σταδιακά χάνουν την ιδιότητά τους, συμπαρασύρονται στην κομματική αρένα της χυδαιότητας καί της αντιπαραθέσεως καί είναι θέμα χρόνου να μετατραπούν σε ανέγνωμα πειθήνια του εκάστοτε ʽʼφοιτητοπατέραʼʼ. Θυσιάζουν τις ατομικές τους φιλοδοξίες για ένα ρουσφέτι, αποκτούν θολή κρίση, γίνονται αμβλυδερκείς ως προς κάθε θέαση της πραγματικότητας καί τελικά όσοι αποφοιτήσουν αποκτούν ένα πτυχίο άνευ αντικρίσματος.
Μία άλλη καθοριστική παράμετρος της πανεπιστημιακής υστερήσεως είναι η μη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις σχολές. Εκτιμώ ότι ελλείψει του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή της αγοράς, οι φοιτητές δεν αποκτούν επαρκή γνώση της πραγματικότητας. Αντιθέτως, αναλώνονται σε ένα πλήθος θεωρητικών προσεγγίσεων, πολλές από τις οποίες συχνά είναι αποστεωμένες και ουδεμία χρησιμότητα έχουν. Με τον τρόπο αυτό, οι περισσότεροι φοιτητές δεν εγκλιματίζονται στη σύγχρονη κοινωνία. Η διαδικασία της κοινωνικοποιήσεως, η οποία υποτίθεται πως έχει πυροδοτηθεί από το σχολείο, όχι μόνο δεν προωθείται προς ολοκλήρωση, αλλά αναστέλλεται και επομένως οι φοιτητές θεωρούν πως ακόμη βρίσκονται στο σχολείο. Αυτό είναι αρνητικό, διότι στο σχολείο ήταν ανήλικοι καί για τα ατοπήματά τους μπορούσαν αναζητήσουν θαλπωρή στους γονείς τους, ενώ τώρα είναι ενήλικες που καλούνται να εκπαιδευτούν για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της κοινωνίας. Πως μπορεί να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο όταν δεν υπάρχουν εκείνα τα κρίσιμα εφαλτήρια που θα τους ενεργοποιήσουν; Πως θα συμβεί κάτι τέτοιο όταν οι πνευματικοί ταγοί της κοινωνίας πρόσκεινται σε κομματικά συμφέροντα και βρίσκονται σε ιδεολογική νέκρωση; Η απάντηση είναι απλή. Δε μπορεί να συμβεί. Και το χειρότερο είναι ότι πολλοί φοιτητές γίνονται ευάλωτοι σε κάθε ενέργεια που περικλείει ψευτοεπαναστατικά στοιχεία, οπότε η κατάλυση θεσμών καί η διάπραξη αξιόποινων πράξεων βρίσκεται προ των πυλών.
Η κατάσταση, όμως, είναι ακόμη πιο σύνθετη. Για το κατάντημα των ελληνικών πανεπιστημίων και την έλλειψη διαγωγής των φοιτητών δεν ευθύνονται αποκλειστικά η απουσία του ιδιωτικού τομέα καί οι παρατάξεις. Μία μεταβλητή που κυριολεκτικά συνέδραμε στην σταδιακή αποσάρθρωση του θεσμού της εκπαιδεύσεως είναι το πανεπιστημιακό άσυλο. Αυτή η γελοία ʽʼκαινοτομίαʼʼ συνετέλεσε στο να μεταμορφώσει τις σχολές σε πυρήνα υποθάλψεως κοινωνικών ταραξιών. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν υποβάθμισε μόνο τις σχολές από πλευράς αισθητικής (είναι φρικτό να βλέπει κανείς πανό που να υμνούν το Στάλιν ή την απαξίωση της κοινωνίας),αλλά και από πλευράς λειτουργικότητας καί ουσιαστικής επιρροής. Έτσι, τα ελληνικά πανεπιστήμια απώλεσαν την αίγλη τους. Από εκκολαπτήρες επιστημόνων έγιναν εκκολαπτήρες ψηφοφόρων. Αυθάδεια καί η παρανομία άρχισαν να θεωρούνται ως προοδευτισμός καΙ οι χωματερές έκαναν την εμφάνισή τους εντός των αιθουσών. Βέβαια, όλα αυτά υποκρύπτουν έλλειμμα κρατικής βουλήσεως καί συλλογική αδιαφορία.
Το ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι κατά πόσο επιθυμούμε να υπάρξει αλλαγή. Έως πότε θα διακατεχόμαστε από ιδεοληψίες περί του ʽʼκακούʼʼ κεφαλαίου; Έως πότε οι Έλληνες φοιτητές θα θεωρούν, όχι όλοι, την αγορά ως κάτι το κακό καί το κράτος ως κάτι το ανυπόφορο; Πότε θα επιβληθούν νόμοι καί οργάνωση; Έως πότε θα είμαστε υπόδουλοι στην αναρχία; Είναι καιρός να εφαρμοστούν ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις καί αυτό για να συμβεί απαιτείται γρανιτώδης πολιτική βούληση. Αν σήμερα οι φοιτητές μας κρατούν ομήρους καθηγητές και βανδαλίζουν τη δημόσια περιουσία, αύριο τι θα κάνουν; Η τύχη ενός έθνους που αναθρέφει τέτοιους πολίτες, μόνο καταδικασμένη μπορεί να είναι.