Γράφει η Καλομοίρα Κωτσαλά*
Με βάση το άρθρο 1 της ΠΟΛ. 1050/2014, η Φορολογική Διοίκηση αξιοποιεί τα στοιχεία, τις πληροφορίες και τα δεδομένα για έσοδα κάθε πηγής και τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες πάσης φύσεως που διαθέτει ή συγκεντρώνει για τον ίδιο τον φορολογούμενο, τον/την σύζυγο του και τα προστατευόμενα μέλη αυτών.
Σύμφωνα με το άρθρο 23 της ΔΕΛ Α 1069048/2.5.2014, η Φορολογική Διοίκηση στις περιπτώσεις που διενεργεί φορολογικό έλεγχο από το γραφείο της, αξιοποιεί κάθε στοιχείο που έχει στην κατοχή της όπως οικονομικές καταστάσεις, δηλώσεις και λοιπά στοιχεία που υποβάλλει ο φορολογούμενος καθώς και οποιοδήποτε έγγραφο ή πληροφορία περιήλθε από τρίτους. Τέτοιες πληροφορίες μπορεί να προέρχονται από διάφορες λίστες, όπως η λίστα μεγαλοκαταθετών, η λίστα Lagarde, η λίστα εμβασμάτων, η λίστα Μπόργιανς, panama papers, καθώς και από αναφορές από την Οικονομική Αστυνομία και πληροφοριακά δελτία από άλλους ελέγχους.
Πηγή πληροφοριών μπορεί να είναι και οι Τράπεζες. Ειδικότερα, οι τελευταίες είναι υποχρεωμένες να ελέγχουν τον κίνδυνο φοροδιαφυγής πελατών τους με βάση τα εξής κριτήρια:
Συναλλαγές που ξεπερνούν τις εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000€).
Απροθυμία προσκόμισης του εκκαθαριστικού εκ μέρους του πελάτη,
Δυσανάλογα πολυτελής τρόπος διαβίωσης σε σχέση με τα εισοδήματά του,
Πραγματοποίηση συναλλαγών δυσανάλογων με τη φορολογική του δήλωση ή με τις επαγγελματικές δραστηριότητες του πελάτη,
Εμφάνιση εισοδημάτων, κατά την αίτηση λήψης δανείου, τα οποία δεν προκύπτουν από τη φορολογική του δήλωση,
Παρουσίαση ικανότητας αποπληρωμής δανείου ή πραγματοποίηση δωρεών που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα,
Συχνές συναλλαγές ή συναλλαγές μεγάλου ύψους που αφορούν προϊόντα ευάλωτα σε απάτη ΦΠΑ, όπως υπολογιστές, ηλεκτρονικός εξοπλισμός, κινητή τηλεφωνία, λευκές συσκευές και άλλα,
Μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμούς εξωχώριων εταιρειών.
Σύμφωνα με την νομοθεσία περί Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ο κατάλογος των συναλλαγών για τις οποίες οι τράπεζες οφείλουν να δείχνουν «αυξημένη δέουσα επιμέλεια» και να αναφέρονται στις φορολογικές και εισαγγελικές αρχές είναι μακρύς και επεκτείνεται σε μια σειρά κινήσεων,
όπως η κατάθεση ή ανάληψη συστηματικά ποσών, τα οποία είναι χαμηλότερα από το εκάστοτε όριο που απαιτείται για την εφαρμογή της διαδικασίας πιστοποίησης του πελάτη, δηλαδή τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (15.000€) – είτε σε μία είτε σε πολλές πράξεις,
η επαναδραστηριοποίηση αδρανούς λογαριασμού φυσικού προσώπου μετά από πολύ καιρό ή εταιρειών μετά από μακρά περίοδο αδράνειας,
το άνοιγμα λογαριασμών που δεν εμφανίζουν κίνηση ανάλογα με το οικονομικό προφίλ του πελάτη και χρησιμοποιούνται μόνο για μεταφορές κεφαλαίων, η αγορά ή πώληση τίτλων χωρίς προφανή οικονομικό σκοπό και καταλήγει σε συστηματική ζημία του επενδυτή.
Ενδεικτικά, βάσει της ΠΟΛ. 1072/2011, ο έλεγχος διενεργείται κατά προτεραιότητα στις εξής υποθέσεις:
Όταν υπάρχουν ουσιαστικές παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή δελτία πληροφοριών ή άλλα στοιχεία για φοροδιαφυγή.
Όταν δεν υποβλήθηκαν δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ ή άλλων φορολογικών αντικειμένων.
Όταν υπάρχουν κατασχεθέντα βιβλία και στοιχεία ή φορολογικές ταμειακές μηχανές ή φορολογικοί μηχανισμοί.
Όταν τα καθαρά κέρδη δεν προσδιορίστηκαν κατά τις κείμενες διατάξεις ή δεν εφαρμόσθηκε ο προβλεπόμενος συντελεστής καθαρών κερδών, εφόσον προβλέπεται ο εξωλογιστικός προσδιορισμός τους.
Όταν υπάρχει αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ στοιχείων των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και δηλώσεων ΦΠΑ.
Ποσοστό 10% έως 20% των επιλεγομένων για έλεγχο υποθέσεων επιλέγεται από τυχαίο δείγμα, χωρίς να συντρέχουν τα ανωτέρω κριτήρια.
*Η Καλομοίρα Κωτσαλά είναι νομικός σύμβουλος, εξειδικευμένη στο φορολογικό δίκαιο.