Οσο περισσότερη αιολική ενέργεια έχουμε, τόσο θα μειώνεται το κόστος του ρεύματος για τους καταναλωτές υποστηρίζει η ΕΛΕΤΑΕΝ (Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας). Σύμφωνα με την Ένωση, υπαίτιος της ανατίμησης του κόστους ρεύματος για τους καταναλωτές είναι η μεγάλη αύξηση του κόστους των ορυκτών καυσίμων και κυρίως του φυσικού αερίου, η τιμή του οποίου πενταπλασιάστηκε μέσα στο 2021. O πόλεμος οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις το φυσικό αέριο, ενώ ο λιγνίτης ήταν ήδη, και παραμένει, ακριβός.
Γιατί αυξάνεται το ρεύμα
Διαχρονικά, η τιμή του φυσικού αερίου χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις που εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες όπως η προσφορά και η ζήτηση, οι χρηματιστηριακές μεταβολές, το κόστος εξόρυξης και μεταφοράς και οι γεωπολιτικές ισορροπίες. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες είναι αστάθμητοι και απρόβλεπτοι. Επομένως, ακόμα κι αν η τιμή του αερίου επανέλθει σε λογικά επίπεδα, όσο παραμένουμε προσκολλημένοι στα ορυκτά καύσιμα, είμαστε εκτεθειμένοι σε αντίστοιχες κρίσεις στο μέλλον.
Η μόνιμη λύση, σημειώνει η ΕΛΕΤΑΕΝ, είναι η αιολική και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας γενικότερα, διότι:
- παράγουν τον πιο φθηνό ηλεκτρισμό και
- δεν είναι εκτεθειμένες στις διεθνείς διακυμάνσεις των τιμών των ορυκτών καυσίμων.
Τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά αποτελούν την πιο φθηνή λύση ηλεκτροπαραγωγής
Το κόστος παραγωγής από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι σαφώς μικρότερο από τα ορυκτά καύσιμα και τα πυρηνικά. Επίσης είναι σταθερό και γνωστό εκ των προτέρων διότι εξαρτάται μόνο από το κόστος των ανεμογεννητριών ή των φωτοβολταϊκών που καταβάλλεται στην αρχή της επένδυσης. Δεν αλλάζει κάθε μήνα, όπως συμβαίνει με το κόστος των ορυκτών καυσίμων. Σήμερα, τα νέα αιολικά πάρκα στην Ελλάδα παράγουν 3-4 φορές φθηνότερο ηλεκτρισμό σε σχέση με το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από τα ορυκτά καύσιμα.
Το ότι η αιολική ενέργεια είναι πολύ φθηνότερη από το λιγνίτη και το φυσικό αέριο, δεν οφείλεται μόνο στην τρέχουσα κρίση και τον πόλεμο. Ίσχυε και πριν την πρόσφατη εκτόξευση των τιμών. Αυτό προκύπτει από πλήθος μελετών και μετρήσεων. Ενδεικτικά αναφέρεται η τελευταία ετήσια έκδοση του διεθνούς οίκου Lazard που εκδόθηκε τον Οκτώβριο 2021 και καταγράφει απολογιστικά στοιχεία κόστους πριν την εκτόξευση των τιμών. Σε διεθνές επίπεδο λοιπόν, τον χρόνο πριν την ενεργειακή κρίση, κατά μέσο όρο:
- το κόστος των αιολικών πάρκων και των μεγάλης κλίμακας φωτοβολταϊκών ήταν 43 δολάρια/MWh.
- οι πιο ακριβές τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής ήταν τα νέα πυρηνικά με 205 δολάρια/MWh, οι σταθμοί αιχμής φυσικού αερίου με 197 δολάρια/MWh, και οι ανθρακικοί σταθμοί με 130 δολάρια/MWh. Τα μικρά φωτοβολταϊκά σε στέγες ήταν επίσης ακριβά.
- ενδιαμέσως είχαμε τους σταθμούς αερίου συνδυασμένου κύκλου με 64 δολάρια/MWh και τη γεωθερμία με 87 δολάρια/MWh
(σημειώνουμε ότι τα κόστη αυτά δεν περιλαμβάνουν την εκτόξευση των τιμών από το καλοκαίρι 2021 και μετά).
Η αιολική ενέργεια δημιουργεί διπλό οικονομικό όφελος στους καταναλωτές
Επειδή λοιπόν τα αιολικά πάρκα έχουν χαμηλό και σταθερό κόστος ρεύματος, προσφέρουν διπλό οικονομικό όφελος στον Έλληνα καταναλωτή:
- Όπως αναφέρθηκε, σήμερα τα νέα αιολικά πάρκα στην Ελλάδα παράγουν 3-4 φορές φθηνότερο ηλεκτρισμό σε σχέση με το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από τα ορυκτά καύσιμα. Δημιουργείται έτσι μια σημαντική οικονομική διαφορά μεταξύ:
- (α) της τιμής στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (δηλ. στο χρηματιστήριο ενέργειας) που βαρύνει τους καταναλωτές και που είναι υψηλή εξαιτίας των ορυκτών καυσίμων,
- (β) του σταθερού χαμηλού κόστους της αιολικής ενέργειας.
Η διαφορά αυτή επιτρέπει στην Κυβέρνηση να μεταφέρει πόρους στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) από το οποίο επιδοτεί τους λογαριασμούς. Δηλαδή η «Πίστωση ΤΕΜ» που βλέπουμε στους λογαριασμούς μας, υπάρχει χάρη στα αιολικά πάρκα.
- Τα αιολικά πάρκα όχι μόνο παράγουν πολύ πιο φθηνά από την τιμή στη χονδρική αγορά, αλλά ταυτόχρονα -μαζί και με τις άλλες ανανεώσιμες- μειώνουν αυτή την τιμή. Έτσι ο καταναλωτής πληρώνει λιγότερα για το συνολικό του ρεύμα. Αυτό συμβαίνει διότι ο άνεμος και ο ήλιος είναι δωρεάν και έτσι οι ανανεώσιμες οδηγούν κάθε ώρα σε σβήσιμο τις ακριβότερες συμβατικές μονάδες παραγωγής.
1ο όφελος: Οικονομικό πλεόνασμα για επιδότηση των λογαριασμών
Όπως ειπώθηκε, η οικονομική διαφορά που δημιουργείται χάρη στη φθηνή παραγωγή ενέργειας από τα αιολικά πάρκα στην Ελλάδα, αποτελεί οικονομικό πλεόνασμα το οποίο το χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να επιδοτήσει τους λογαριασμούς ρεύματος των καταναλωτών μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ). Από την επεξεργασία των πλέον πρόσφατων ανακοινωμένων στοιχείων προκύπτει ότι το όφελος που πρόσφεραν τα αιολικά πάρκα στους καταναλωτές λόγω αυτής της διαφοράς κατά τον Οκτώβριο του 2021 ήταν τουλάχιστον 114 εκατ. ευρώ για τον έναν αυτό μήνα. Το όφελος αυτό προκύπτει από τη διαφορά της μέσης τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς (204 €/MWh τον Οκτώβριο 2021) από τη μέση αποζημίωση των αιολικών πάρκων.
Πώς όμως προκύπτει αυτό το πλεόνασμα;
Κάθε ώρα, οι εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας αγοράζουν από τη χονδρεμπορική αγορά την ενέργεια που πρόκειται να προμηθεύσουν στους πελάτες τους, καταβάλλοντας την τιμή αγοράς εκείνης της ώρας. Από το καλοκαίρι του 2021, η τιμή αυτή έχει πολλαπλασιαστεί διότι εξαρτάται από το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο.
Έτσι έχουν αυξηθεί πολύ οι καταβολές από τους προμηθευτές, οι οποίοι μετακυλούν τις αυξήσεις στους καταναλωτές. Το μέρος των καταβολών αυτών από τους προμηθευτές, που αντιστοιχεί στην ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές μεταβιβάζεται τελικά στον ΔΑΠΕΕΠ, από τον οποίο πληρώνονται οι παραγωγοί Α.Π.Ε.
Όμως, οι παραγωγοί Α.Π.Ε. αμείβονται με μακροχρόνια συμβόλαια που έχουν συνάψει με τον ΔΑΠΕΕΠ σε σταθερές (ή σχεδόν σταθερές) τιμές που αντανακλούν το χαμηλό κόστος τους. Συνεπώς δημιουργείται ένα οικονομικό πλεόνασμα που προκύπτει από τη διαφορά της υψηλής τιμής – εξαιτίας του φυσικού αερίου – που καταβάλουν οι προμηθευτές (και τελικά οι καταναλωτές) για την αγορά της ενέργειας από Α.Π.Ε., και του χαμηλού κόστους με το οποίο αμείβονται οι σταθμοί Α.Π.Ε. για την παραγωγή αυτής της ενέργειας.
Το οικονομικό αυτό όφελος μεταφέρεται στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και στη συνέχεια πίσω στους προμηθευτές, που μπορούν και κάνουν έκπτωση στα τιμολόγια που προσφέρουν στους καταναλωτές. Αυτό είναι το πιστωτικό ποσό που φαίνεται σε εκκαθαριστικούς λογαριασμούς του ρεύματος με την ονομασία «ενίσχυση ΤΕΜ» ή «πίστωση ΤΕΜ» ή άλλο αντίστοιχο τίτλο.
2ο όφελος: Οι Α.Π.Ε. κουρεύουν την τιμή στην αγορά
Με βάση τα ανωτέρω, η διαφορά του χαμηλού κόστους των αιολικών από την υψηλή, εξαιτίας των ορυκτών καυσίμων, τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς, επιδοτεί τους λογαριασμούς ρεύματος μέσω του ΤΕΜ.
Αυτή η υψηλή τιμή της αγοράς, που βαρύνει τους καταναλωτές, θα ήταν ακόμα υψηλότερη εάν δεν υπήρχαν οι ανανεώσιμες. Επειδή ο άνεμος και οι ήλιος είναι δωρεάν, οι ανανεώσιμες οδηγούν κάθε ώρα στο σταμάτημα της λειτουργίας των πιο ακριβών συμβατικών μονάδων και έτσι κουρεύεται η τιμή στην χονδρεμπορική αγορά (διότι αυτή, η τιμή στην αγορά κάθε ώρα καθορίζεται από την πιο ακριβή μονάδα που λειτουργεί για να καλύψει τη ζήτηση).
Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο 2021 η τιμή στην χονδρική αφορά που βάρυνε τον καταναλωτή ήταν 235 €/MWh. Αν δεν υπήρχαν τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά που έχουμε, η τιμή αυτή θα ήταν πάνω από 316 €/MWh. Για όλο το 2021, οι ανανεώσιμες κούρεψαν την τιμή κατά 40% κατά μ.ο. Χάρη σε αυτό το κούρεμα, οι ανανεώσιμες εξοικονόμησαν 2,5 δις ευρώ όλο το 2021, προς όφελος των καταναλωτών. Η εξοικονόμηση αυτή είναι 4 φορές μεγαλύτερη από το ρυθμιζόμενο τέλος ΕΤΜΕΑΡ.
Το όφελος αυτό και ο μηχανισμός τεκμηριώθηκε με ειδική μελέτη που εκπόνησε η ΕΛΕΤΑΕΝ για όλο το 2021 και το ΑΠΘ για το Δεκέμβριο 2021.
Γιατί τελικά η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να επιταχυνθεί
Η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να επιταχυνθεί, παράγοντας περισσότερη ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, ώστε να είμαστε ανεξάρτητοι από γεωπολιτικά παιχνίδια των χωρών που εξάγουν ορυκτά καύσιμα και προστατευμένοι από αντίστοιχες ανατιμήσεις στο μέλλον. Έτσι, παράλληλα θα συμβάλουμε στην επίτευξη των ενεργειακών μας στόχων και στην καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης. Αν η ενεργειακή μετάβαση πραγματοποιούνταν πιο γρήγορα, θα μειωνόταν η χρήση των ακριβών ορυκτών καυσίμων και συνεπώς η κρίση θα ήταν λιγότερο δυσβάσταχτη για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.