Γράφει η Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα*
Δεκαπέντε χιλιάδες απολυμένοι, άρση της προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς, ευθείες αναφορές της τρόικας για νέες μειώσεις των συντάξεων από Σεπτέμβρη είναι μερικά από τα μέτρα, που εν μία νυκτί εμφανίστηκαν στον ορίζοντα, αυτού του δύσκολου κατά τεκμήριο Αυγούστου. Και ενώ όλοι μας παλεύουμε να πάρουμε μια ανάσα από την κούραση όλης της χρονιάς, καταφεύγοντας στα χωριά μας (γιατί μέχρι εκεί φτάνουν τα λεφτά των διακοπών) η Κυβέρνηση δουλεύει άοκνα και ακατάπαυστα, επεξεργαζόμενη τα νέα πακέτα μέτρων εν όψει της νέας επιθεώρησης της τροϊκας ενώ δεσμεύεται εν χωρώ, ότι θα προστατεύσει τους δανειολήπτες, που παρουσιάζουν αντικειμενική αδυναμία να πληρώσουν τις δόσεις των σπιτιών τους.
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά τα τελευταία χρόνια, όταν ακούω από επίσημα χείλη, ότι θα προστατευτούν οι φτωχοί και αδύνατοι, έχω την τάση να φοβάμαι. Ίσως φταίει, το γεγονός, ότι μέχρι τώρα οι φτωχοί και αδύνατοι ήταν αυτοί, που επωμίστηκαν το βάρος των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδος, ίσως να είναι η διαπίστωση, ότι οι μεγαλοοφειλέτες και οι μεγαλοπαράγοντες αυτού του τόπου συνεχίζουν να κυκλοφορούν ελεύθεροι (και ωραίοι), γενόμενοι καθημερινά πλουσιότεροι, ίσως ακόμα η δυσπιστία μου να υπαγορεύεται από το γεγονός, ότι μέχρι τώρα οι εθνικοί μας σωτήρες, όχι μόνο δεν οδήγησαν το καράβι σε ασφαλές καταφύγιο αλλά αντίθετα, καθημερινά αποδεικνύεται όλο και περισσότερο η αδυσώπητη πραγματικότητα: ο Τιτανικός έχει χτυπήσει στο παγόβουνο και το πλοίο βουλιάζει στα βαθιά νερά της ύφεσης, της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Και το χειρότερο είναι, ότι ενώ όλοι οι ξένοι αναλυτές και οικονομολόγοι επιμένουν, ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει, οι εθνικοί μας σωτήρες είναι οι μόνοι, που δεν έχουν πάρει χαμπάρι, ότι οδηγώντας τον λαό σε εξαθλίωση, η χώρα δεν πρόκειται να σωθεί.
Το μέτρο της άρσης της προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς, έρχεται λίγο μετά την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και σε συνέχεια δεκάδων χαριστικών ρυθμίσεων, που έχουν θεσπιστεί τα τελευταία τρία χρόνια υπέρ των τραπεζικών ιδρυμάτων, που περιλαμβάνουν από «εν μία νυκτί» παραχωρήσεις υγειών τμημάτων άλλων τραπεζών, εγγυήσεις από πλευράς του Δημοσίου και τελικώς μετακύλιση του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης τους στις πλάτες ενός ήδη υπερφορτωμένου υποζυγίου: του ελληνικού λαού.
Και ενώ τόσα και τόσα πλεονεκτήματα έχουν δοθεί στα «χαϊδευμένα παιδιά» του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ούτε ένας δεσμευτικός όρος δεν τέθηκε προς αυτές, καθώς κανένας από αυτούς, που τώρα δηλώνουν, ότι θα προστατεύσουν τους φτωχούς και τους αδύναμους από το ξεπούλημα των σπιτιών τους, δεν σκέφτηκε να πιέσει τις τράπεζες να παράσχουν ρευστότητα στην αγορά, κανένας δεν είχε την δύναμη να υψώσει το ανάστημα του απέναντι στις εισπρακτικές τακτικές τους, που οδηγούν τους δανειολήπτες στην αυτοκτονία και πάνω απ’ όλα κανένας δεν σκέφτηκε, ότι μετά από όλες αυτές τις χαριστικές ρυθμίσεις, το ελάχιστο, που θα μπορούσε να απαιτήσει ένα κράτος, που νοιάζεται για τους φτωχούς και αδύνατους θα ήταν να παγώσουν μέχρι το τέλος της κρίσης οι πλειστηριασμοί.
Και το χειρότερο όλων είναι, ότι για μια ακόμα φορά, αυτοί, που δεν σκέφτηκαν και δεν προνόησαν θα θέσουν τους όρους του παιχνιδιού, θα ορίσουν, ποιοι είναι οι δανειολήπτες, που υπάγονται στην κατηγορία των «φτωχών και αδυνάτων». Σε ένα κράτος, όμως, που οι βασικοί μισθοί κινούνται κάτω από το όριο της φτώχειας, τι εμποδίζει πραγματικά την Κυβέρνηση να θεωρήσει, ότι ένας μισθωτός, που λαμβάνει μαζί με την σύζυγο του 2.000 ευρώ μισθό, δεν υπάγεται στην κατηγορία των «φτωχών και αδυνάτων»; Και ας έχουν μεταβληθεί αιφνιδιαστικά και χωρίς δική του υπαιτιότητα τα δεδομένα της οικογένειας του και ας έχει βρεθεί να έχει υποστεί μείωση εισοδημάτων, που ξεπερνά το 50%, μέσω των μέτρων και της υπερφορολόγησης και ας έχει βρεθεί να μην μπορεί πλέον να εξυπηρετήσει ένα δάνειο, που εάν σήμερα φαντάζει δυσθεώρητο, στην πραγματικότητα, όταν ελήφθη ήταν απολύτως εφικτό να αποπληρωθεί!
Και βέβαια, ακόμα και εάν προσπεράσω τον στενό και περιοριστικό χαρακτήρα της έννοιας των «φτωχών και αδυνάτων», και πάλι δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ: σε τι τιμές και από ποιόν θα αγοραστούν τα ακίνητα, που θα βγουν στον πλειστηριασμό; Ποιος είναι αυτός, που σήμερα διαθέτει επαρκή κεφάλαια, ώστε να είναι σε θέση να αγοράσει ένα οποιοδήποτε ακίνητο και να επιβαρυνθεί με τις (υπέρογκες) φορολογικές υποχρεώσεις, που αυτό επιφέρει; Σίγουρα, όχι οι «φτωχοί και αδύναμοι» Έλληνες πολίτες. Σίγουρα, όχι ο καθένας από εμάς.
Και βέβαια, για να πάω ένα βήμα πιο πέρα, σε ένα μέλλον, που φαντάζει ζοφερό, όταν τα ασημικά έχουν πουληθεί κοψοχρονιά και η ιδιωτική (μαζί με την δημόσια) περιουσία των Ελλήνων έχει αλλάξει χέρια με συνοπτικές διαδικασίες, τότε ποιος από μας θα μπορέσει να ζήσει σε αυτήν την χώρα, κάνοντας τον υπηρέτη στο σπίτι, του οποίου κάποτε ήταν αφεντικό;
* Η Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος.