Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Είθισται κάθε ανασχηματισμός να έχει ένα μήνυμα. Μπορεί να είναι διορθωτικός. Μπορεί να είναι δομικός. Μπορεί να είναι εκλογικός. Μπορεί να αποσκοπεί σε ένα restart της κυβερνητικής μηχανής. Πολλά πράγματα μπορεί να είναι και μάλιστα επιτρέπονται κατά βούληση οι συνδυασμοί.
Τι είναι, συνεπώς, ο ανασχηματισμός που έκανε χθες ο πρωθυπουργός; Κατά βάση, είναι διορθωτικός, γιατί το κυβερνητικό σχήμα ξεκίνησε να έχει τρύπες. Το στοίχημα, όμως, του ανασχηματισμού επανεκκίνησης τέθηκε μια φορά το φθινόπωρο του 2016, όταν ο κ. Τσίπρας άλλαξε τους πάντες και τα πάντα, με εξαίρεση τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, προκειμένου να πείσει τους δανειστές ότι μπορεί να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση και να εφαρμόσει μια ατζέντα περισσότερο προσανατολισμένη στην ιδιωτική οικονομία.
Θυμάμαι ακόμα εκείνες τις μέρες. Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, για παράδειγμα, αντιμετωπιζόταν ως ένα «εξωτικό φρούτο». Λεγόταν ότι διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με το αμερικανικό κατεστημένο. Ότι η τοποθέτησή του ήταν ένα αντίβαρο, προκειμένου και η άλλη πλευρά του Ατλαντικού να είναι ικανοποιημένη. Και άλλα τέτοια που σε έναν βαθμό δημιουργούσαν έναν μύθο γύρω από το όνομα του κ. Παπαδημητρίου. Εν τέλει, ο χαμηλών τόνων υπουργός, ο οποίος δημοσίως ήταν εξαιρετικά συνεσταλμένος, θήτευσε επί ενάμιση χρόνο στο υπουργείο Ανάπτυξης. Τι έκανε, αν εξαιρέσει κανείς δηλώσεις, ομιλίες και λοιπές δημόσιες παρεμβάσεις;
Κάποιος κυβερνητικός μπορεί να αναφερθεί σε επενδύσεις και στον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Κάποιος που έχει σχέση με την αγορά και την ανάπτυξη μάλλον ή δεν γνωρίζει τον κ. Παπαδημητρίου ή δεν έχει και την καλύτερη άποψη για το πρόσωπό του. Ο εξωδικαστικός μηχανισμός είναι μια δυσλειτουργική μηχανή που περισσότερα προβλήματα δημιουργεί, σε σχέση με αυτά που λύνει. Πρόκειται για αργή και σύνθετη διαδικασία, με εξαιρετικά σύνθετες προϋποθέσεις ένταξης και χωρίς εγγυημένη προοπτική επιτυχίας. Με άλλα λόγια, αν κρίνει κανείς μέχρι στιγμής από τα νούμερα, μάλλον δεν τα έχει πάει και τόσο καλά το φιλόδοξο κυβερνητικό εγχείρημα που θεωρητικά θα έδινε ανάσα στην αγορά. Όσο για τις επενδύσεις, παρά τις επιμέρους μεγαλοστομίες, όσο τις βλέπετε εσείς, άλλο τις βλέπουμε και εμείς οι υπόλοιποι.
Με άλλα λόγια, ένας υπουργός-στοίχημα για τον κ. Τσίπρα τα πήγε από μέτρια ως άσχημα. Τo ίδιο ισχύει και για άλλες επιλογές. Σαφώς, εξαιρέσεις υπάρχουν, τουλάχιστον με βάση τα μέτρα της αγοράς. Αλλά, πρέπει να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα.
Το κυβερνητικό σχήμα, μετά από δυόμιση χρόνια παραμονής του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία είναι κουρασμένο. Σε ορισμένα πόστα, όπως στο Οικονομίας ή στο Μεταναστευτικής Πολιτικής, ίσως οι αλλαγές δώσουν μια πρόσκαιρη τόνωση στα κυβερνητικά πανιά. Αλλά, οι παραιτήσεις δύο υπουργών για ένα μείζον ηθικό ζήτημα δεν είναι ένα αστείο ζήτημα. Κάπως έτσι ξεκινούν να ξηλώνονται τα κυβερνητικά πουλόβερ. Από ένα πρωτοσέλιδο. Από μια σύμπτωση. Από έναν κακό υπολογισμό. Άπαξ, όμως, και σε πάρει η κατηφόρα, μετά είναι δύσκολο να ισορροπήσεις εκ νέου.
Βρισκόμαστε σε ένα οιονεί εκλογικό σκηνικό. Είτε ο κ. Τσίπρας παίξει το χαρτί των εκλογών το φθινόπωρο είτε στο τέλος της άνοιξης του 2019, μαζί με τις ευρωεκλογές, οι δύο πλευρές έχουν ξεκινήσει να παίρνουν θέση. Το ζήτημα για την κυβέρνηση, με τις διορθωτικές παρεμβάσεις, είναι να πάει όσο πιο συμπαγής γίνεται στις κάλπες. Διότι, από τη μία η ακραία πόλωση, από την άλλη τα όχι και τόσο καλά μαντάτα για την επόμενη μέρα του προγράμματος, το μόνο που της λείπει είναι να ξεκινήσει να φυλλοροεί κιόλας.
Ο κ. Τσίπρας έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι αυτό δεν θα συμβεί. Αλλά, όταν συνέβη σε άλλους πρωθυπουργούς, όπως ο Κώστας Σημίτης, ο Κώστας Καραμανλής ή ο Γιώργος Παπανδρέου, στο τέλος δεν κατάφεραν να σώσουν την παρτίδα.