Γράφει ο Ceteris Paribus
Τα διδάγματα της Ιστορίας θα έπρεπε να είναι κανόνας για τις πολιτικές του σήμερα, αλλά αυτός ο κανόνας είναι εύκολο να διακηρύσσεται και δύσκολο να εφαρμόζεται. Πόσοι γνωρίζουν ότι η ντε φάκτο χρεοκοπία της Ελλάδας το Μάιο του 2010 ήταν η πέμπτη στη σειρά των ελληνικών χρεοκοπιών; Και πόσοι γνωρίζουν ότι στη μακρινή δεκαετία του 1870 το ελληνικό Δημόσιο ξαναβγήκε στις αγορές ύστερα από επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων για μακρά σειρά ετών, για να ακολουθήσει η χρεοκοπία του 1893; Δεν πρόκειται για παιχνίδι ιστορικών γνώσεων, αλλά για την ανάγκη να αντλήσουμε από την Ιστορία διδάγματα, απολύτως χρήσιμα ενόψει της διαγραφόμενης «καθαρής εξόδου από τα μνημόνια».
Εξετάζοντας τη χρεοκοπία του 1826 (επί προσωρινής κυβέρνησης και πριν την επίσημη ίδρυση του ελληνικού κράτους, λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησης των «δανείων της ανεξαρτησίας»!), τη χρεοκοπία του 1843 (από τη μοναρχία, την οποία εγκατέστησε η τρόικα της εποχής Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία, λόγω αποτυχίας των διαπραγματεύσεων για την αναδιάρθρωση του χρέους, τη χρεοκοπία του 1893 (το με το περίφημο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη και ενώ η Ελλάδα είχε νωρίτερα πετύχει επί σχεδόν 30 συνεχή χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα και είχε βγει μετ’ επαίνων στις αγορές) και τη χρεοκοπία του 1933 (επί Ελευθερίου Βενιζέλου), διαπιστώνει κανείς εκπληκτικές ομοιότητες με το μηχανισμό που προκάλεσε τη χρεοκοπία του 2010, αλλά και με το πλαίσιο και τις μεθόδους που τη διαχειρίστηκαν αυτοί που επέβαλαν το διεθνή οικονομικό έλεγχο. Πολλά πράγματα που θεωρούμε σήμερα, συναντιούνται σαν βασικά «μοτίβα» στην ιστορία των 4 προηγούμενων χρεοκοπιών:
– Οι αναδιαρθρώσεις δανείων, που όλες είναι έχουν επαχθείς όρους, όλες αποκλείουν το «κούρεμα» και απαιτούν την αποπληρωμή του χρέους στο σύνολό του, όλες συνδυάζονται με νέα δάνεια με επαχθείς όρους για την αποπληρωμή των παλαιών, όλες επιτηρούνται με μακροχρόνιο διεθνή οικονομικό έλεγχο.
– Η εγκαθίδρυση καθεστώτος διεθνούς επιτροπείας με μεθόδους που αίρουν με ωμό τρόπο (με το βαθμό αυτής της άρσης να ποικίλλει, ανάλογα με την ιστορική συγκυρία) την εθνική κυριαρχία.
– Η τρόικα και τα μνημόνια: Η πρώτη τρόικα εγκαταστάθηκε το 1830 και το πρώτο μνημόνιο επιβλήθηκε το 1843. Εντυπωσιακή -αν και με διαφορετικές «εντάσεις»- είναι η αναλογία στη διάρθρωση των μνημονίων, με σκληρά προγράμματα λιτότητας, περικοπής κρατικών δαπανών και επαχθούς φορολογίας.
– Το… πρωτογενές πλεόνασμα: Είναι ελάχιστα γνωστό, αλλά το ελληνικό κράτος είχε πρωτογενές πλεόνασμα για μια περίοδο 39 ετών μεταξύ 1837 και 1877, με την εξαίρεση μόνο δύο ετών. Μια ανατριχιαστική αναλογία με τη συμφωνία του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017, που προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 και στη συνέχεια πάνω από 2% του ΑΕΠ για… 37 χρόνια, μέχρι και το 2060!
– Η εκ νέου… έξοδος στις αγορές: Η πρώτη τέτοια έξοδος της Ελλάδας στις αγορές ύστερα από τα πρώτα «δάνεια της ανεξαρτησίας», ήρθε στη δεκαετία του 1880… Η έξοδος στις αγορές σημαίνει υψηλά επιτόκια και επιβολή σκληρής πειθαρχίας από τις αγορές στη δανειζόμενη χώρα με όπλο την αυξομείωση του επιτοκίου. Σημαίνει επίσης ότι η χώρα αναλαμβάνει ξανά το ρίσκο της μετάπτωσης σε μια νέα κρίση, με «κλείσιμο» των αγορών και μια νέα χρεοκοπία. (Σε αυτή τη διάσταση, που αφορά άμεσα το σήμερα και το αύριο, θα αναφερθώ πιο αναλυτικά στη συνέχεια).
– Η επιβολή πλαφόν στο ύψος των ετήσιων τοκοχρεολυσίων: Είναι ίσως η πιο αναπάντεχη και εκπληκτική ομοιότητα. Το πρώτο μνημόνιο του 1843 προέβλεπε τη δέσμευση του 43% των δημόσιων εσόδων ετησίως για αποπληρωμή χρέους (χρεολύσια + τόκοι). Για να μη δημιουργούνται αλγεινές εντυπώσεις και προκαλούνται προφανείς και αυτόματοι συνειρμοί, το σημερινό κουαρτέτο των δανειστών μιλάει για πλαφόν τοκοχρεολυσίων ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
Ωστόσο, ο υπολογισμός του πλαφόν των ετήσιων τοκοχρεολυσίων ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι παραπλανητικός. Σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, τα ετήσια τοκοχρεολύσια θα ανέρχονται για μερικά χρόνια ακόμη («μεσοπρόθεσμα») σε 15% του ΑΕΠ, αλλά στη συνέχεια, για μακρά σειρά ετών μέχρι και το 2060 («μακροπρόθεσμα») θα ανέρχονται σε 20% του ΑΕΠ. Αν εφαρμόσουμε το πλαφόν 20% με τα δεδομένα του 2017, για παράδειγμα, με προβλεπόμενο ΑΕΠ 180.817 εκατ. ευρώ, το 20% μεταφράζεται σε 36.163,4 εκατ. ευρώ. Με δεδομένο ότι τα δημόσια έσοδα για το 2017 προβλέπονται 54.529 εκατ. ευρώ, τα 36.163,4 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν σε 66,32% των δημόσιων εσόδων!
Βεβαίως πρέπει να διευκρινίσουμε ότι αυτό το τεράστιο ποσοστό δεν θα καταβάλλεται σε ρευστό από τα ταμεία του κράτους, διότι τα χρεολύσια θα καταβάλλονται από συνδυασμό δανείων από τις αγορές και από τους δανειστές. Ωστόσο, αυτό το τεράστιο ποσοστό δεν παύει να παραμένει ένας πολύ εύγλωττος δείκτης του συνθλιπτικού βάρους των απαιτήσεων εξυπηρέτησης ενός μη βιώσιμου χρέους που οι δανειστές αρνούνται πεισματικά να «κουρευτεί».
– Η καθήλωση της υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο Ελλάδας σε ένα μακροχρόνιο κύκλο οικονομικής καχεξίας: Υπό τη συνθλιπτική πίεση των βαρών εξυπηρέτησης ενός μη βιώσιμου χρέους, με τεράστιους πόρους να σπαταλιούνται σε αυτή την εξυπηρέτηση αφαιμάσσοντας την οικονομία, βολόδερνε από τον παλιό κύκλο χρεοκοπίας στο νέο. Η τελευταία αναδιάρθρωση των δανείων του 1824-26 έγινε το 1878 και συνέχισαν να εξυπηρετούνται μέχρι και σχεδόν τη δεκαετία του 1930, ενώ τα νέα δάνεια των ετών ύστερα από τη χρεοκοπία του 1893 συνέχισαν να εξυπηρετούνται μέχρι και τα τέλη του 20ού αιώνα!
Η χώρα πήρε κάποιες «ανάσες» από το συνθλιπτικό βάρος του μη βιώσιμου χρέους μόνο εξαιτίας… πολέμων, στους οποίους ενεπλάκη και η ίδια: Την πρώτη φορά εξαιτίας των Βαλκανικών και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη δεύτερη εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κυρίως όμως πήρε «ανάσες» μεταπολεμικά, λόγω των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης από τη δεκαετία του ’50 και ύστερα, στο πλαίσιο του διεθνούς μεταπολεμικού αναπτυξιακού «μπουμ».
Ο «αιώνιος» μηχανισμός της χρεοκοπίας
Στο δημόσιο λόγο τα χρόνια της πιο πρόσφατης χρεοκοπίας αναδεικνύεται πάντα σαν αιτία της χρεοκοπίας η υπαιτιότητα των κυβερνήσεων στον αλόγιστο δανεισμό για τη συντήρηση πελατειακού κράτους, που δημιουργεί ένα υψηλό χρέος. Μια τέτοια προσέγγιση είναι παραπλανητική. Όχι γιατί δεν υπάρχει το στοιχείο του αλόγιστου δανεισμού ή οι πολιτικές που συντηρούν από το δημόσιο κορβανά πελατειακά κυκλώματα (αυτά είναι πάγια χαρακτηριστικά του ελληνικού -και όχι μόνο- κράτους), αλλά γιατί παραγνωρίζει ή αποσιωπά θεμελιώδη χαρακτηριστικά του μηχανισμού της χρεοκοπίας:
-Ο «αλόγιστος» δανεισμός προϋποθέτει όχι μόνο αλόγιστα δανειζόμενους αλλά και αλόγιστα δανείζοντες. Το ελληνικό κρατικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμαινόταν περί το 100% για σχεδόν μία δεκαπενταετία, από το 1994 έως και το 2007. Στη διάρκεια αυτής της δεκαπενταετίας οι διεθνείς χρηματαγορές το εξυπηρετούσαν απρόσκοπτα. Μάλιστα στα πρώτα χρόνια της συμμετοχής στο ευρώ, τα spreads των ελληνικών ομολόγων ήταν σε πρωτοφανώς χαμηλά επίπεδα. Ας θέσουμε λοιπόν το «συμμετρικό» ερώτημα: γιατί οι διεθνείς χρηματαγορές δάνειζαν αλόγιστα το ελληνικό Δημόσιο; Απλούστατα, διότι η περίοδος της δεκαετίας του ’90 και των χρόνων της συμμετοχής στο ευρώ ήταν η περίοδος της διεθνούς ευφορίας, στη διάρκεια της οποίας είχαμε τη γενικευμένη επικράτηση της «απόλυτης κερδοσκοπίας». Εξάλλου, αυτή δεν ήταν η αιτία που δημιούργησε τις «φούσκες» που έσκασαν με πάταγο στην κρίση του 2008;
Για τις διεθνείς χρηματαγορές (που δάνειζαν αλόγιστα) και τους Έλληνες κυβερνήτες (που δανείζονταν αλόγιστα) ισχύει απόλυτα το απόφθεγμα Πάγκαλου, προσαρμοσμένο στην περίπτωση: «Μαζί κερδοσκοπήσαμε» (οι πρώτες για το εύκολο βραχυπρόθεσμο τοκογλυφικό κέρδος, οι δεύτεροι για το επίσης βραχυπρόθεσμο πολιτικό κέρδος ή και για την εξυπηρέτηση βραχυπρόθεσμων συμφερόντων της οικονομικής ελίτ)!
-Ενώ όμως, η ευθύνη είναι κοινή, το λογαριασμό κλήθηκε να πληρώσει στο ακέραιο το ελληνικό Δημόσιο.
-Για να υπάρξει χρεοκοπία δεν αρκεί ένα υψηλό χρέος κοντά ή λίγο πάνω από το 100% του ΑΕΠ. Απαιτείται ο συνδυασμός του με μια διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση ή αστάθεια. Οι χρηματαγορές, έχοντας πληγεί οι ίδιες από το σκάσιμο της «φούσκας», «κλείνουν», αρνούνται πλέον να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος χωρών με «προβληματικά» δημοσιονομικά μεγέθη και απαιτούν τη διεθνή πολιτική εγγύηση των επενδύσεών τους. Έτσι έγινε το 2010: το χρέος του Μαΐου 2010 (127% του ΑΕΠ) δεν θα οδηγούσε από μόνο του σε χρεοκοπία αν δεν είχε ξεσπάσει η διεθνής χρηματο-οικονομική κρίση του 2008. Το πρώτο «πακέτο» στήριξης των ελληνικών τραπεζών των 28 δισ. ευρώ, γνωστό ως «πακέτο Αλογοσκούφη», ήρθε το 2008, μαζί με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και ενώ τα ελληνικά δημοσιονομικά στοιχεία δεν είχαν εκτροχιαστεί.
Η ύπαρξη διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης υπήρξε θεμελιώδης αιτία και των 4 προηγούμενων ελληνικών χρεοκοπιών:
Της χρεοκοπίας του 1826, είχε προηγηθεί η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 1825, που χτύπησε ιδιαίτερα τις χρηματαγορές του Λονδίνου, απ’ όπου η ελληνική προσωρινή διοίκηση είχε δανειστεί 2,8 εκατ. λίρες στερλίνες, που αντιστοιχούσαν –κατ’ εκτίμηση- στο 120% του ΑΕΠ της υπό την προσωρινή κυβέρνηση επικράτειας – μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη επένδυση προς ένα κράτος που διεξήγαγε ακόμη πόλεμο ανεξαρτησίας. Η δεύτερη χρεοκοπία, του 1843, είναι η άμεση συνέχεια της πρώτης. Της τρίτης χρεοκοπίας, του 1893, προηγήθηκε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 1890-91. Όταν αυτή η κρίση ξέσπασε, δεν έσωσαν το ελληνικό κράτος από τη χρεοκοπία ούτε η παραγωγή επί σχεδόν 4 δεκαετίες πρωτογενών πλεονασμάτων ούτε η αναδιάρθρωση του χρέους του 1878: την μετ’ επαίνων έξοδο στις αγορές ακολούθησε σε λίγα χρόνια μια «τρανταχτή» χρεοκοπία. Τέλος, της τέταρτης χρεοκοπίας, του 1933, προηγήθηκε η διεθνής κρίση του 1929 (όχι μόνο χρηματοπιστωτική αλλά γενικευμένη).
-Ο συνδυασμός μνημονίων λιτότητας (που καταστρέφουν τις βάσεις της εσωτερικής ζήτησης) και απόλυτης εξάρτησης της ανάπτυξης από τις εξαγωγές εκθέτει τη χώρα στις μεταπτώσεις της συγκυρίας του διεθνούς εμπορίου. Παλαιότερα, που ίσχυε το κρατικό μονοπώλιο στη σταφίδα, τα καπνά, τον καπνό και τα τσιγάρα κ.λπ., τα κρατικά έσοδα (άρα και η δυνατότητα εξυπηρέτησης των τόκων του χρέους) εξαρτώνταν άμεσα από αυτές τις μεταπτώσεις. Για τη χρεοκοπία του 1933, εκτός από το «κλείσιμο» των αγορών εξαιτίας της κρίσης του 1929, ευθύνεται επίσης η μείωση των κρατικών εσόδων από εξαγωγές.
«Καθαρή έξοδος» και κίνδυνος νέας χρεοκοπίας
Τα θεμελιώδη «συστατικά» της χρεοκοπίας του 2010 την καθιστούν εξαιρετικά επικίνδυνη για μακροχρόνια καθήλωση της ελληνικής οικονομίας: με χρέος τη στιγμή που μιλάμε περί το 180% του ΑΕΠ, με προβλέψεις για μακροχρόνια μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1-1,3%, με ετήσιες δαπάνες για τοκοχρεολύσια που ξεπερνούν κατά πολύ το 50% των δημόσιων εσόδων και με προηγηθείσα απώλεια 26% στο ΑΕΠ, η μόνη σοβαρή πρόβλεψη είναι η μακροχρόνια καθήλωση. Πρέπει να πιστεύει κανείς στα θαύματα για να παραγνωρίσει την αδυσώπητη «λογική» τέτοιων θεμελιωδών μεγεθών!
Ακόμη χειρότερα, οι όροι της «καθαρής εξόδου από τα μνημόνια» εγκυμονούν σαφώς τον κίνδυνο γρήγορης επιστροφής της χρεοκοπίας! Με χρέος, ΑΕΠ και βάρη εξυπηρέτησης του χρέους πολύ πιο επαχθή σε σχέση με το 2010, είναι θέμα χρόνου και περιστάσεων μια νέα διεθνής κρίση ή αστάθεια να ξαναδώσει το αποφασιστικό πλήγμα. Το μόνο που θα μπορούσε ίσως να αποτρέψει μια τέτοια προοπτική θα ήταν μια πραγματικά γενναία αναδιάρθρωση του χρέους, ώστε να μειωθούν ουσιαστικά και τα ετήσια βάρη των τοκοχρεολυτικών υποχρεώσεων. Ενώ όμως «μια κάποια» αναδιάρθρωση αποτελεί δέσμευση των δανειστών και ενώ το 2010 ένα χρέος 127% του ΑΕΠ θεωρήθηκε μη βιώσιμο και αιτία χρεοκοπίας, σήμερα οι δανειστές παραπέμπουν στις ελληνικές καλένδες τη δέσμευσή τους έστω και για μια ανεπαρκή αναδιάρθρωση. Όσο για την ελληνική κυβέρνηση, φαίνεται να αποδέχεται κάτι τέτοιο, είτε από αδυναμία είτε (ακόμη χειρότερα) επειδή ιεραρχεί πρώτα τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη του κυβερνώντος κόμματος και του πολιτικού του προσωπικού.
Πέφτοντας τόσο εξασθενημένο και χωρίς αποτελεσματική θωράκιση στα νύχια των αγορών, το ελληνικό Δημόσιο δεν θα αντέξει στην πρώτη, έστω και μεσαίου βεληνεκούς, αναταραχή στις διεθνείς αγορές. Και τότε, θα έρθουν τα χειρότερα… Ο κύκλος της 5ης ελληνικής χρεοκοπίας -δυστυχώς- δεν έχει κλείσει ακόμη…