Γράφει ο Ceteris Paribus
Πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας έκανε δύο δηλώσεις φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους που ωστόσο είναι απολύτως σχετικές: Πρώτα, κάλεσε τον ηγέτη του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος κ. Μάρτιν Σουλτς να προχωρήσει στη συγκρότηση κυβέρνησης με τους χριστιανοδημοκράτες. Ύστερα, δήλωσε ότι για την Ελλάδα δεν είναι πλέον «τόσο σημαντικό» το QE, δηλαδή η συμμετοχή στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης». Ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής των δύο παρεμβάσεων; Ότι η κυβέρνηση παραιτείται και επισήμως -αν και… πλαγίως- από το πάγιο αίτημα για ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους…
Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχει τίποτε στις εξελίξεις που να κάνει το QE λιγότερο σημαντικό σήμερα σε σχέση με χθες. Για να απομυθοποιήσουμε αυτό το τρομερό αρκτικόλεξο, σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αγοράζει κρατικά ή και εταιρικά ομόλογα κρατών μελών από τη δευτερογενή αγορά τίτλων, δηλαδή από τις πλατφόρμες διαπραγμάτευσης (τα χρηματιστήρια) ομολόγων. Να υπενθυμίσουμε επίσης ότι το QE και τα μηδενικά επιτόκια ήταν αποφασιστικής σημασίας ώστε να σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην αγορά ομολόγων και να αποφευχθούν αλυσιδωτές κρατικές χρεοκοπίες, ενώ ευνοήθηκε η τραπεζική σταθεροποίηση (αφού στηρίχτηκε η αξία των ομολογιακών τίτλων που έχουν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους) και επιτεύχθηκε αυτή αναιμική έως μέτρια ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Είναι λοιπόν τουλάχιστον περίεργο να ισχυρίζεται ο πρωθυπουργός ότι για την Ελλάδα, που έχει την πιο απόλυτη ανάγκη όλων των παραπάνω, δεν είναι σημαντικό αυτό που αποδείχτηκε σημαντικό για όλους τους άλλους με τα λιγότερα προβλήματα.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι προφανή:
Δεν θα ήταν σημαντικό για τις νέες ομολογιακές εκδόσεις του ελληνικού Δημοσίου, τη στιγμή μάλιστα που ετοιμάζεται για καθαρή έξοδο στις αγορές,να αγοράζει η ΕΚΤ ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά; Δεν θα επιτύγχανε έτσι χαμηλότερα επιτόκια; Δεν θα τύγχαναν καλύτερης τιμολόγησης τα ελληνικά ομόλογα αν είχαν την εγγύηση της ΕΚΤ; Είναι τόσο προφανές, ώστε τα ερωτήματα να καταντούν ρητορικά.
«Καθαρή έξοδος» στις αγορές σημαίνει ότι το επιτόκιο δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου ανάγεται σε θεμελιώδες οικονομικό κριτήριο, σε θεμελιώδη δείκτη αντοχής της ελληνικής οικονομίας. Μόνο αν είχαμε την ψυχολογία ότι είμαστε ασφαλείς στην εντατική και στα χέρια των γιατρών θα αδιαφορούσαμε για ένα τέτοιο «φάρμακο» – που δεν είναι ασφαλώς το άπαν, δεν είναι όμως καθόλου αμελητέας σημασίας…
Επόμενο προφανές ερώτημα: Δεν θα ήταν θετικό για τις ελληνικές τράπεζες η συμμετοχή στο QE; Δεν «δουλεύουν» οι τράπεζες με ομολογιακούς τίτλους; Δεν καταθέτουν τέτοιους τίτλους σαν εγγύηση για την άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ; Είναι εξίσου προφανές.
Τέλος, αυτό που θα ήταν σημαντικό για το επιτόκιο δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και για τις τράπεζες, δεν θα διέχεε τα οφέλη του και στο σύνολο της οικονομίας; Στο επιτόκιο δανεισμού του ιδιωτικού τομέα από τις αγορές, στην επέκταση του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα από τις τράπεζες, στην αίσθηση μεγαλύτερης ασφάλειας, εν τέλει στους ρυθμούς ανάπτυξης; Αυτός ακριβώς δεν ήταν ο «μηχανισμός» μέσω του οποίου το QE ωφέλησε όλους τους άλλους;..
Απεταξάμην την αναδιάρθρωση του χρέους…
Ασφαλώς ο πρωθυπουργός τα γνωρίζει όλα αυτά πολύ καλά – κι ακόμη καλύτερα ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών κ. Τσακαλώτος. Αυτή η δήλωση λοιπόν δεν οφείλεται σε άγνοια και υποτίμηση του ζητήματος, αλλά περιέχει ένα «μήνυμα»: λέγοντας ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς το QE, ο πρωθυπουργός έστειλε το μήνυμα ότι συμβιβαζόμαστε με την ιδέα πως μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους!
Κατ’ αρχάς, η μη συμμετοχή στο QE σημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν θα καταρτίσει έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους – μια τέτοια έκθεση είναι η απόλυτη προϋπόθεση για τη συμμετοχή. Αν όμως η ΕΚΤ κρίνει ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο, αυτό σημαίνει επίσης πως κρίνει ότι η αναδιάρθρωσή του δεν θα είναι ουσιαστική ή -ακόμη χειρότερο και πιθανότερο συνάμα- ότι δεν θα υπάρξει καν!
Η ουσία της δήλωσης του πρωθυπουργού είναι λοιπόν αυτή: μέσω της «απάρνησης» του QE, «απαρνείται» την αναδιάρθρωση του χρέους! Το ερώτημα είναι γιατί τώρα, που -θεωρητικά τουλάχιστον- η διαπραγμάτευση για το μεταμνημονιακό πλαίσιο είναι σε πλήρη εξέλιξη και όλα κρίνονται.
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται στη δεύτερη δήλωση του πρωθυπουργού που αναφέραμε εισαγωγικά, δηλαδή τις… νουθεσίες προς τον κ. Μάρτιν Σουλτς να συγκροτήσει κυβέρνηση με την κ. Άνγκελα Μέρκελ.
Ο φόβος της γερμανικής κυβέρνησης μειοψηφίας
Γιατί όμως ο πρωθυπουργός να διακινδυνεύει να απευθύνει προς πολιτικό ηγέτη της ισχυρότερης χώρας της Ευρωζώνης τέτοιες «νουθεσίες», που θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν είτε παρέμβαση (έστω και «ανεπίσημη») στα πολιτικά πράγματα άλλης χώρας είτε μικρομεγαλισμός είτε και τα δύο; Το ύφος της προς Σουλτς προτροπής θα μπορούσε πράγματι να είναι… παρεξηγήσιμο: «Μην ξεχνάς ότι μια πραγματικά αριστερή και προοδευτική θέση δεν έγκειται στο να διατηρείς όσο γίνεται πιο καθαρή τη δική σου ταυτότητα, αλλά στο να αγωνίζεσαι για πραγματικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, προς το συμφέρον των πολλών».
Βεβαίως, θα μπορούσε η «νουθεσία» να είναι χείρα βοηθείας στον κ. Σουλτς: ένα επιχείρημα ώστε να κάμψει τις αντιδράσεις άλλων στελεχών αλλά και της βάσης του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη συγκρότηση κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού». Μπορεί μάλιστα να έγινε σε πλήρη συνεννόηση με τον ίδιο τον κ. Σουλτς. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: γιατί είναι σημαντική για τον κ. Τσίπρα η κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» στη Γερμανία;
Φαίνεται κατ’ αρχάς ότι οι εσωκομματικές διαδικασίες στα δύο κόμματα, το Σοσιαλδημοκρατικό και το Χριστιανοδημοκρατικό, είναι σφόδρα πιθανό ότι θα αποτρέψουν το «μεγάλο συνασπισμό». Η σημερινή είδηση είναι ότι ανώτερα στελέχη του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος απέρριψαν τις προτάσεις των Σοσιαλδημοκρατών για «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» ως το 2025. Σημαντικά στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αλλά και σημαντικό -ίσως και πλειοψηφικό- τμήμα της βάσης του διαφωνούν επίσης με το «μεγάλο συνασπισμό».
Αν όμως ο «μεγάλος συνασπισμός» δεν καταστεί εφικτός, τότε η πιθανότερη εξέλιξη είναι η συγκρότηση κυβέρνησης μειοψηφίας υπό την κ. Μέρκελ – και υπό προθεσμίαν… Σε αυτή την περίπτωση, ο πρωθυπουργός δικαίως φοβάται ότι οι δεσμεύσεις που περιείχε το «πολιτικό deal» του περασμένου Ιουνίου (για την «καθαρή έξοδο» κ.λπ., όπως τα έχουμε διεξοδικά αναλύσει) θα τεθούν υπό αμφισβήτηση. Το ίδιο -και μάλιστα σε απόλυτο βαθμό και ντε φάκτο- θα συμβεί και σε περίπτωση διεξαγωγής νέων εκλογών.
Έχουμε εξηγήσει γιατί τα «σημάδια» μαρτυρούν ότι το «πολιτικό deal» του περασμένου Ιουνίου περιείχε και ελληνική δέσμευση ότι δεν θα επιμείνει στην αναδιάρθρωση του χρέους, με αντάλλαγμα την «καθαρή έξοδο» και την άρση της «πολιτικής δυσπιστίας» προς την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, οι απροσδόκητες εξελίξεις περί το σχηματισμό νέας γερμανικής κυβέρνησης δημιουργούν σαφώς τον κίνδυνο να αμφισβητηθούν τα ωφέλιμα για την ελληνική κυβέρνηση στοιχεία αυτού του deal.
Αυτό εξηγεί γιατί ο Αλέξης Τσίπρας ξαφνικά «απαρνείται» το QE, μέσω αυτού απαρνείται την αναδιάρθρωση του χρέους (χωρίς βεβαίως να μπορεί να το πει ευθέως) και συστήνει στον κ. Σουλτς τη συγκρότηση κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού». Οι καιροί το έφεραν ώστε ο πρώην αντι-μνημονιακός Αλέξης Τσίπρας, που ταύτιζε το… απόλυτο κακό με τον «μερκελισμό», να «καίγεται» τώρα τόσο από τις γερμανικές πολιτικές εξελίξεις ώστε να συστήνει στον Μάρτιν Σουλτς να γίνει «μερκελιστής», υπενθυμίζοντας –με την ελπίδα ότι αυτό… διευκολύνει- ότι έχει αποσύρει την απαίτηση για αναδιάρθρωση του χρέους…
Ο «διάβολος» των γερμανικών πολιτικών εξελίξεων «έχει πολλά ποδάρια» – και θα τα ανακαλύπτουμε ένα-ένα το επόμενο διάστημα…