Γράφει ο Σεραφείμ Κοτρώτσος
Follow @serkot65
Ότι τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης, και κυρίως οι τηλεοπτικοί σταθμοί, «παίζουν σκληρά» (για να χρησιμοποιήσουμε τον ποδοσφαιρικό όρο) την κυβέρνηση Τσίπρα, είναι ακριβές.
Όπως ακριβές είναι και το γεγονός πως τα ίδια μέσα ενημέρωσης δεν επέδειξαν ανάλογη αντιπολιτευτική ευαισθησία έναντι προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων. Ανακάλυψαν, για παράδειγμα, τις «μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις» του λαού, εκεί ακριβώς που, παλαιότερα, έβρισκαν «υποκινητές» κατά των «αναγκαίων μνημονίων».
Είναι ακόμα βέβαιο πως αυτό το «σκληρό παιχνίδι» που επιλέγουν κάποιοι τηλεοπτικοί σταθμοί σχετίζεται με την επιχείρηση της κυβέρνησης να ανατρέψει τους υφιστάμενους παράτυπους και ενίοτε παράνομους συσχετισμούς στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, με πολιορκητικό κριό τον αναμενόμενο διαγωνισμό για τις νέες τηλεοπτικές άδειες.
Για να μην το κουράζουμε, όμως, το ότι τα συγκεκριμένα ΜΜΕ μεταβλήθηκαν, αίφνης, από συστημικές Ουρσουλίνες σε «νίντζα» κατά της κυβέρνησης Σύριζα-Αν.Ελ, δεν αναιρεί τη βασική αρχή της Δημοκρατίας που θέλει τα μέσα ενημέρωσης να ελέγχουν την εκάστοτε εξουσία.
Εάν ήταν υποτονικά με τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Λουκά Παπαδήμο και τον Αντώνη Σαμαρά δεν σημαίνει ότι πρέπει με τον ίδιο τρόπο να μεταχειρίζονται τον Αλέξη Τσίπρα, στο όνομα κάποιου «εθιμικού δικαίου». Ακόμα και οι προφανείς επιχειρηματικές σκοπιμότητες που υπηρετούν κάποια ΜΜΕ δεν αναιρούν την ανάγκη ένα μέσο ενημέρωσης να στέκεται απέναντι στην κυβέρνηση.
Τα λάθη (του παρελθόντος) δεν διορθώνονται με νέα λάθη.
Στο πλαίσιο αυτό, ο αναπληρωτής υπουργός Χριστόφορος Βερναρδάκης –που βρέθηκε στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης τις τελευταίες ημέρες- έκανε μια ορθή επισήμανση αλλά κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα.
Είπε πως «αποτελεί παθογένεια η αυτονόμηση συγκεκριμένων πολιτικοοικονομικών κύκλων μέσω των ΜΜΕ». Ορθόν. Επ΄ αυτού, μάλιστα, κακώς τοποθετήθηκε η Νέα Δημοκρατία θεωρώντας πως η αναφορά ισοδυναμεί με αμφισβήτηση της ελευθερίας του Τύπου.
Τα συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ επιχειρηματικών κύκλων επιρροής και πολιτικού συστήματος, μέσω του διαύλου που δημιουργεί η ιδιοκτησία ή ο συσχετισμός των πρώτων με τα μέσα ενημέρωσης, είναι φαινόμενο γνωστό και, όντως, αποτελεί παθογένεια.
Εκεί που χάνει το δίκιο του ο κ. Βερναρδάκης είναι όταν λέει πως «τα μέσα ενημέρωσης χρειάζονται ένα ρυθμιστικό πλαίσιο κάτω από το οποίο να λειτουργούν διότι, τώρα, λειτουργούν ανεξέλεγκτα δίχως να υπάρχει δημοσιογραφική δεοντολογία».
Το άρθρο 15 (παράγραφος 2) του Συντάγματος, για το οποίο μεγάλη συζήτηση έχει γίνει τελευταία, είναι σαφές: «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους». Εξειδικεύεται, όμως, αυτό ως προς τον έλεγχο και την επιβολή κυρώσεων μέσω του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.
Όμως, πριν το άρθρο 15 –που καθείς επικαλείται κατά τον βολικότερο γι αυτόν τρόπο- υπάρχει και το άρθρο 14.
«Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του τύπου τους στοχα¬σμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους. Ο τύπος είναι ελεύθερος, Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται».
Ως προς τη δημοσιογραφική δεοντολογία, λοιπόν, ο μόνος που μπορεί να ορίσει «ρυθμιστικό πλαίσιο» είναι ο ίδιος ο χώρος των μέσων ενημέρωσης, ήτοι οι δημοσιογράφοι. Το ότι δεν το πράττουν, ή δεν το πράττουν επαρκώς, ή ακόμα κι όταν το πράττουν το τηρούν επιλεκτικά, δεν μεταθέτει την ευθύνη και δεν δίνει το δικαίωμα σε καμία κυβέρνηση να το πράξει. Έχουμε δει τι έχει συμβεί παλαιότερα με τους «τυποκτόνους» νόμους ή με τα νομοθετικά πλαίσια που γιγάντωσαν τη διαπλοκή.
Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση έχει «δίκιο βουνό», όταν διακρίνει σκοπιμότητες πίσω από τον τρόπο με τον οποίο της επιτίθενται κάποιοι τηλεοπτικοί σταθμοί ή συγκεκριμένες «παραφυάδες του διαδικτύου», όμως αυτό δεν της δίνει κανένα δικαίωμα να επιβάλλει «ρυθμιστικό πλαίσιο» δεοντολογίας. Ας μείνει, μόνο, στην ανάγκη δημιουργίας πλαισίου νόμιμης (επιχειρηματικής) λειτουργίας των ΜΜΕ, κάτι που αναμφίβολα αποτελεί δική της δουλειά.
Άλλωστε, όλα αυτά συνδέονται. Όταν ένας ιδιοκτήτης μέσου ενημέρωσης δεν θα μπορεί να λαμβάνει «θαλασσοδάνεια» ή «κρατικές δουλειές», εκ των πραγμάτων, τότε, θα κόβεται ο ομφάλιος λώρος που τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε η αιτία της διαπλοκής.