Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Αν κάποτε αποστολή του Τύπου ήταν να διαδίδει το πνεύμα και, ταυτόχρονα, να καταστρέφει την αντίληψη – όπως διατείνεται ο Karl Kraus – σήμερα στην Ελλάδα ο Τύπος πέτυχε να καρβουνιάζει το πνεύμα, έτσι ώστε να μη νοιώθεις την καταστροφή της αντίληψής σου!
Αυτό θεωρείται «ελευθεροτυπία», ακόμη και από τον Γιώργο Βέλτσο, ο οποίος προφανώς συγχέει ανέντιμα την ελευθεροτυπία με τη δική του ελευθερία έκφρασης δια του Τύπου (του).
Και όμως σήμερα στην Ελλάδα, η ελευθεροτυπία εμφανίζεται ως δικαίωμα που νομιμοποιεί πολιτικώς την υπερίσχυση της ελευθερίας της κυβέρνησης, του τραπεζίτη, του διαφημιστή και του κάθε αλήτη εκβιαστή ενώπιον κάθε άλλης ελευθερίας. Και κυρίως ενώπιον κάποιας συγκεκριμένης ιδέας περί ελευθερίας ή /και ισότητας. Η ελευθεροτυπία, έτσι όπως λαμβάνει γενική μορφή (gestalt) στο ελληνικό περίπτερο, είναι έκφραση του δικαιώματος στην έντονη και χυδαία προκατάληψη και στη συνειδητή στρέβλωση συμβάντων, έτσι ώστε να μετατραπούν σε γεγονότα (: ειδήσεις), εργαλεία για την υποστήριξη κάποιας προπαγάνδας (εμπορικής και μικροπολιτικής ταυτόχρονα).
Κάπως έτσι η έννοια της ελευθεροτυπίας στη σημερινή Ελλάδα έχει ξεφύγει σε τρομακτικό βαθμό από αυτήν της ελευθερίας, που συνδέεται με τη διάσταση της ερμηνείας. Δύσκολα πλέον θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει ως μία τυπική μορφή βίας της ερμηνείας δια του Τύπου. Πρόκειται για χαρακτηριστική παράσταση ψύχωσης με τη μορφή της ενδοβολής. Σύμφωνα με αυτήν κάθε συμβάν ερμηνεύεται ως απόδειξη της παρουσίας ενός άλλου συμβάντος, με τη μορφή ωστόσο του γεγονότος – της αναπόδραστης πραγματικότητας – που φυσιολογικά προκαλεί το πρώτο.
Η ελληνική ελευθεροτυπία δεν πασχίζει να ερμηνεύσει πλέον γεγονότα που αφορούν στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της χώρας εν τω μέσω μίας μακρόχρονης πολυδιάστατης κρίσης, έστω στο φάσμα μίας παραδοσιακής (αριστερής ή δεξιάς) ερμηνευτικής βίας, αλλά επιχειρεί να κατασκευάσει τα συμβάντα ως γεγονότα στη βάση όχι κάποιας ιδέας, αλλά κάποιου άλλου αόριστου ψυχογενούς «συμβάντος» που θεωρεί δεδομένο. Αυτό το «αόριστο συμβάν» το οποίο συνδέεται διαλεκτικώς με την είδηση, είναι σαφώς πλέον ψυχολογίστικου χαρακτήρα, όταν δεν πρόκειται για προφητεία ή καθαρή σπέκουλα με στόχο την διαστροφή της πραγματικότητας. Το τελευταίο, μάλιστα, έχει αναχθεί σε ύψιστη δημοσιογραφική τεχνική!
Εδώ υπάρχει μάλλον μία σοβαρή παρεξήγηση από εκδότες και δημοσιογράφους: Στον βαθμό που εκδότες και δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν το αναγνωστικό κοινό τους σαν να πρόκειται για τρόφιμους ενός συγκεκριμένου ψυχιατρείου (της εφημερίδας τους), δεν θα μπορούσαν να είναι θεραπευτές, αλλά η ίδια η τρέλα. Είναι οι κατασκευαστές της παραφροσύνης, οι οποίοι με την διαδικασία της ενδοβολής δομούν με ειδήσεις μία πραγματικότητα που έρχεται να ικανοποιήσει ή να προσβάλει τις επιθυμίες των «τροφίμων» – τους, τις οποίες προηγουμένως οι ίδιοι επιχείρησαν να διαμορφώσουν σαν κοινή λογική.
Εδώ είναι σαν ένα υποκείμενο του ασυνείδητου να αναδύεται στο ίδιο μέρος όπου γράφεται το ίχνος της απάντησης με την μορφή της είδησης. Δεν μας απασχολεί με άλλα λόγια και για παράδειγμα πώς θεμελιώνεται η λογική του Σόιμπλε ή του Τόμσεν για την άρθρωση μίας απαίτησης προς την ελληνική κυβέρνηση, αλλά ερμηνεύοντας αυτά που αυτοί ισχυρίζονται στο φάσμα της ψύχωσης, καταλήγουμε να δίνουμε σαν είδηση με συμμετρική διαλεκτοποίηση, μια σχιζοφρενική απάντηση.
Και από τη στιγμή που αυτό γενικεύεται ως καθεστώς στον ελληνικό Τύπο, τι πιο φυσιολογικό να έρχεται στη συνέχεια ένας λαϊκιστής πρωθυπουργός για να αποφανθεί «όσοι δεν είναι καλά στην ψυχή τους, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της χώρας τους, ούτε της Ευρώπης»! Είναι η σχιζοφρενική δομή των ελληνικών ειδήσεων που αφορούν στη κρίση, περιβαλλόμενων από άλλα πρωτοσέλιδα χυδαίου κουτσομπολιού, ακραίας θρησκοληψίας και ελάχιστα πλέον συγκαλυμμένης πορνογραφίας, που «διευκολύνει» τον κ. Τσίπρα να αποφαίνεται ως έμπειρος ψυχίατρος, ενώ, δυστυχώς γι’ αυτόν, είναι αντικειμενικά τρόφιμος ενός ψυχιατρείου που παράγει ειδήσεις, τουλάχιστον εξ ίσου με τον Σόιμπλε τον οποίο υπαινίσσεται.
Δεν φαίνεται να υπάρχει καμία απολύτως καλοδομημένη σκέψη πίσω από την ελληνική δημοσιογραφία που αφορά στη κρίση. Μόνον δραματικά αντιφατική προκατάληψη που τοποθετείται στη θέση αντικειμενικών συμβάντων (αποφάσεων, νόμων, κειμένων). Είναι σαν να «δικαιώνεται» ο Kraus που έλεγε το «να μη διαθέτεις ούτε μια σκέψη και να μπορείς να την εκφράζεις – αυτό είναι που κάνει τον δημοσιογράφο». Για να καταλήξουμε – ακολουθώντας αυτή τη φόρμα κουλτούρας στη σημερινή ελληνική πολιτική πραγματικότητα – το να μην διαθέτεις ούτε μία πολιτική σκέψη και να μπορείς να την εκφράζεις, αυτό είναι που σε ορίζει ως πολιτικό!
Θαυμάσια, η ελληνική πολιτική σκηνή να κινείται πλέον στο φάσμα μεταξύ του φαντασιακού πολιτικού εικονογράμματος Σόιμπλε και εκείνου του Τόμσεν! Τη λύση, αναγνώστη μου, στο πρόβλημα δεν μπορεί να προσφέρει πλέον η πολιτική και το πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να βοηθήσει μία δημοσιογραφία που θα κινείτο εντελώς αντίθετα από τη σημερινή. Μια δημοσιογραφία που θα ξεχώριζε – δηλώνοντάς την – την προκατάληψή (της) από την προκατάληψη του Άλλου και θα πάσχιζε να ερευνήσει τα αντικειμενικά συμβάντα, σεβόμενη τη λογική και αντιλαμβανόμενη τη μεθοδολογία που τα κατασκευάζει σαν τέτοια.
Τώρα είναι που έχουμε όσο ποτέ άλλοτε ανάγκη την ανάπτυξη μίας μορφής δημοσιογραφίας που θα δίνει στην ελευθεροτυπία γνήσιο δημοκρατικό και όχι χυδαίο λαϊκιστικό νόημα. Σε άλλη περίπτωση το δικαίωμα της ελευθεροτυπίας είναι το πρόσχημα για την προσβολή όλων των άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων.