Σχεδόν 2,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως – παιδιά και ενήλικες- αντιμετωπίζουν αυξημένους κινδύνους υγείας, επειδή είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Η παχυσαρκία προκαλεί διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακές παθήσεις και διάφορα άλλα είδη καρκίνου. Γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντικό να βρεθεί μια αποτελεσματική θεραπευτική προσέγγιση.
Τώρα, ομάδα επιστημόνων στις ΗΠΑ εντόπισε δύο νέους υποτύπους παχυσαρκίας με φυσιολογικές και μοριακές διαφορές που μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες για την υγεία, την ασθένεια και την ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή.
Το εύρημα αυτό όχι μόνο θα μπορούσε να αλλάξει τον τρόπο διάγνωσης των παθήσεων που σχετίζονται με το βάρος, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει και σε πιο εξατομικευμένους τρόπους αντιμετώπισής τους.
Ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ – BMI) έχει καθιερωθεί ως ο βασικότερος έμμεσος δείκτης που εκτιμά τη συσσώρευση λίπους στο σώμα και καθορίζει αν κάποιος είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος, ανάλογα με το ύψος και το σωματικό του βάρος. Ωστόσο, η ομάδα πίσω από τη νέα έρευνα λέει ότι αυτή η προσέγγιση είναι πολύ απλοϊκή και μπορεί να είναι και παραπλανητική, καθώς αγνοεί τις ατομικές βιολογικές παραλλαγές.
Ένας από τους πρόσφατα αναγνωρισμένους τύπους παχυσαρκίας χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη λιπώδη μάζα, ενώ ο άλλος από λιπώδη και άλιπη μυϊκή μάζα. Προς έκπληξή τους, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο δεύτερος τύπος σχετίζεται με αυξημένη φλεγμονή, η οποία με τη σειρά της έχει συνδεθεί με μεγαλύτερο κίνδυνο καρκίνου και άλλων ασθενειών.
«Χρησιμοποιώντας μια προσέγγιση βασισμένη στα δεδομένα, βλέπουμε για πρώτη φορά ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο διαφορετικοί μεταβολικοί υπότυποι παχυσαρκίας, ο καθένας με τα δικά του φυσιολογικά και μοριακά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την υγεία», εξήγησε ο Άντριου Πόσπισιλικ, ερευνητής επιγενετικής που μελετά μεταβολικές ασθένειες στο Ινστιτούτο Van Andel στο Μίσιγκαν.
«Η μετάφραση αυτών των ευρημάτων σε ένα κλινικά αξιοποιήσιμο τεστ θα μπορούσε να βοηθήσει τους γιατρούς να παρέχουν ακριβέστερη φροντίδα στους ασθενείς τους», σημείωσε.
Οι επιστήμονες αξιοποίησαν δεδομένα από 153 ζεύγη διδύμων που συλλέχθηκαν από το ερευνητικό πρόγραμμα TwinsUK, καταλήγοντας σε τέσσερις μεταβολικούς υπότυπους που επηρεάζουν τη σωματική μάζα. Τα αποτελέσματα αυτά επαληθεύτηκαν στη συνέχεια στο εργαστήριο σε γενετικά πανομοιότυπα ποντίκια που μεγάλωσαν στο ίδιο περιβάλλον και έτρωγαν την ίδια ποσότητα τροφής.
Τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες πέρα από τη διατροφή, το περιβάλλον και την κληρονομικότητα. Πιθανώς έχει να κάνει με τους επιγενετικούς δείκτες – μη κωδικοποιητικές τροποποιήσεις που γίνονται σε μόρια DNA και αλλάζουν τον τρόπο ανάγνωσης των γονιδίων. Η επιγενετική είναι ο λόγος για τον οποίο τα δίδυμα με τον ίδιο κώδικα DNA δεν είναι πάντα πανομοιότυπα.
«Είδαμε και πάλι δύο διακριτούς υποτύπους παχυσαρκίας, ο ένας εκ των οποίων φάνηκε να πυροδοτείται επιγενετικά και χαρακτηριζόταν από υψηλότερη άλιπη μάζα και λίπος, φλεγμονώδη σήματα, υψηλά επίπεδα ινσουλίνης και ισχυρή επιγενετική υπογραφή», δήλωσε ο ερευνητής.
Από ό,τι γνωρίζουν οι επιστήμονες μέχρι στιγμής, ο δεύτερος τύπος παχυσαρκίας -αυτός που συνδέεται με τη φλεγμονή- φαίνεται να πυροδοτείται τυχαία. Για αυτό και τα ευρήματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη μελέτη της ανεξήγητης φαινοτυπικής διακύμανσης (UPV), των παρατηρήσιμων αλλαγών στα άτομα ενός πληθυσμού που προκαλούνται από γονίδια, περιβαλλοντικούς παράγοντες ή από έναν συνδυασμό και των δύο.
Εάν δύο (ή περισσότεροι) τύποι παχυσαρκίας επιβεβαιωθούν σε μελλοντικές μελέτες σε ανθρώπους, τότε οι διάφορες θεραπείες για την παχυσαρκία- όπως οι αλλαγές στη διατροφή, ή οι χειρουργικές επεμβάσεις- μπορεί να έχουν διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τον τύπο παχυσαρκίας.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο «Nature Metabolism».
ΠΗΓΗ: Science Alert