Γράφει ο Ceteris Paribus
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προέβη πρόσφατα σε δύο «ύποπτες» φιλοφρονήσεις προς την Ελλάδα: Πρώτο, ότι μπορεί να τα καταφέρει ακόμη και με το 50% των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, δεύτερο, ότι δεν θα χρειαστεί νέα χρηματοδότηση ύστερα από τη λήξη του τρέχοντος το 2018 διότι θα μπορεί να καλύψεις τις ανάγκες της μέσω των αγορών.
Για να μπορέσει η Ελλάδα να καλύψει το σύνολο των χρηματοδοτικών της αναγκών μέσω των αγορών από τα μέσα του 2008, θα πρέπει να βγει δοκιμαστικά με επιτυχία στις αγορές από το 2017. Η φόρμουλα Σόιμπλε σημαίνει λοιπόν μια γρήγορη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές από το 2017 και πλήρη κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών από το 2018.
Με όσα υπέγραψε με την πρόσφατη συμφωνία με τους δανειστές αλλά και με όσα δηλώνει διά του πρωθυπουργού και στελεχών της, η κυβέρνηση αποδέχθηκε αυτή τη φόρμουλα. Σε όσα διέρρευσαν για τη συμφωνία, πουθενά δεν περιλαμβάνεται η πρόνοια για αξιοποίηση υπολοίπων της παρούσας χρηματοδότησης (π.χ. από τα μη χρησιμοποιηθέντα παρά μόνο εν μέρει 25 δισ. ευρώ που προέβλεπε η τρέχουσα χρηματοδοτική σύμβαση για τη στήριξη των τραπεζών) για κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού Δημοσίου.
Αντίθετα, έχει ακουστεί ότι αυτά τα υπόλοιπα θα αποτελέσουν κάποιου είδους εγγύηση για την αποπληρωμή των οφειλών προς το ΔΝΤ. Η συμφωνία χωρίς νέα χρηματοδότηση που να εκτείνεται στο χρονικό εύρος της νέας συμφωνίας (μέχρι και το 2021 τουλάχιστον) σημαίνει ότι η Ελλάδα θα καλύπτει το σύνολο των χρηματοδοτικών της αναγκών μέσω των αγορών ήδη από τα τέλη του 2018.
Η κυβέρνηση προσχωρεί σε αυτή τη φόρμουλα (συμφωνία χωρίς νέα χρηματοδότηση) είτε γιατί προσπάθησε αλλά δεν εξασφάλισε νέα χρηματοδότηση είτε για έναν καθαρά πολιτικό λόγο: για να διεκδικήσει το επιχείρημα και την πολιτική «δόξα» ότι έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια.
Ωστόσο, αυτή η ταύτιση της απεξάρτησης από τη χρηματοδότηση των δανειστών με την έξοδο από τα μνημόνια δεν ευσταθεί. Η πραγματική έξοδος από τα μνημόνια έχει δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις: Πρώτο, ότι ανακτάται η κυριαρχία σε επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής και δεύτερο, ότι σταματά ο εκτός θεσμισμένων ευρωπαϊκών διαδικασιών διεθνής οικονομικός έλεγχος.
Η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Πορτογαλία βγήκαν από τα μνημόνια με τέτοιους όρους, ελεγχόμενες πλέον με βάση τα κριτήρια του Μάαστριχτ όπως αυτά εξειδικεύτηκαν τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα ωστόσο, ακριβώς λόγω της νέας συμφωνίας, με τη δέσμευση για πλεονάσματα 3,5% για πολλά έτη και χωρίς στιβαρή λύση για το χρέος, είναι προφανές ότι παραμένει υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο -και μάλιστα του κουαρτέτου- τουλάχιστον μέχρι και το 2021, η δε ανάκτηση της κυριαρχίας επί της δημοσιονομικής πολιτικής είναι ψευδεπίγραφη, αφού δεν έχει καν διασφαλίσει ότι θα αποφασίζει αυτή τον τρόπο και τα μέτρα με τα οποία θα επιτυγχάνονται τα υψηλά πλεονάσματα.
Αν θεωρήσουμε ότι ο Σόιμπλε εκπροσωπεί την πιο σκληρή πτέρυγα των δανειστών και αν δεν παραπετάξουμε αφελώς την ιδέα ότι μπορεί να θέλει η Ελλάδα να ξαναπαίξει το ρόλο του πειραματόζωου για νέες ευρωπαϊκές διευθετήσεις, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε για τα κίνητρα της δικής του… γαλαντομίας. Βιάζεται μήπως να βγει η Ελλάδα από τα μνημόνια;
Θα διακινδυνεύσουμε εδώ μια υπόθεση εργασίας. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι επιτυγχάνεται μια συμφωνία για το χρέος όπως αυτή που προδιαγράφεται: αναλυτική μεν αλλά γενικόλογη και χωρίς ποσοτικοποίηση περιγραφή των μέτρων που θα ληφθούν. Η προσθήκη του όρου «αν παραστεί ανάγκη» από την πλευρά των Γερμανών αξιωματούχων σε αυτό παραπέμπει.
Ας υποθέσουμε επιπλέον ότι ο Μάριο Ντράγκι, παρά το ότι δεν γνωρίζει (όπως και κανείς άλλος) πώς και αν θα ποσοτικοποιηθούν τα μέτρα για το χρέος το 2018, ενεργοποιεί τη διαδικασία για την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από την ΕΚΤ (στη βάση ποιων ποσοτικών στοιχείων όμως;) και ότι η έκθεση είναι θετική.
Αυτό θα δώσει την αίσθηση ότι επανέρχονται οι διεθνείς εγγυήσεις για την ελληνική οικονομία και η Ελλάδα βγαίνει δοκιμαστικά στις αγορές. Ας υποθέσουμε έτσι ότι φτάνουμε αισίως υπ’ αυτές τις συνθήκες στα μέσα του 2018, οπότε διεξάγονται οι τελικές συζητήσεις για την εξειδίκευση της συμφωνίας για το χρέος και την ποσοτικοποίηση των μέτρων. Ποιος αποκλείει το ενδεχόμενο η γερμανική κυβέρνηση να οδηγήσει σε αδιέξοδο τις σχετικές διαπραγματεύσεις αρνούμενη ουσιαστική ελάφρυνση; Και πώς θα αντιδράσουν τότε οι αγορές;
Τι επιτόκιο θα ζητήσουν για τα ελληνικά ομόλογα; Και ποιος αποκλείει, αν όχι το 2018, το 2019 ή το 2020, οι αγορές να αγριέψουν με την Ελλάδα; Θα αρκούσε γι’ αυτό ακόμη και μια δυσμενής στροφή στη διεθνή οικονομική συγκυρία, ακόμη και αν όλα πήγαιναν με το ελληνικό πρόγραμμα.
Εννοείται ότι αν κάναμε τον ίδιο συλλογισμό με τη μέθοδο του… stress test, δηλαδή όχι μόνο με το αισιόδοξο σενάριο αλλά και με το δυσμενές, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Και όντως θα γίνουν πολύ χειρότερα όσον αφορά το ζήτημα που εξετάζουμε αν, για παράδειγμα, η ΕΚΤ δεν πεισθεί από τη συμφωνία για το χρέος, δεν δώσει την ετυμηγορία για τη βιωσιμότητά του και άρα δεν εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης».
Ωστόσο, το πιο βαρύ ερώτημα είναι τι θα συμβεί σε αυτή την υποθετική περίπτωση. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει απαντήσει και σ’ αυτό: η Ελλάδα θα περάσει από τον πάγκο του ESM, που στο μεταξύ θα έχει αναχθεί σε «ευρωπαϊκό ΔΝΤ», για… τα περαιτέρω, που είναι εξαιρετικά επίφοβα.
Μήπως για να υπογραμμίσει το επιχείρημα ότι πέτυχε την έξοδο από τα μνημόνια, η κυβέρνηση εγγράφει ασύγγνωστα αυτή τη βαριά υποθήκη για το μέλλον;
Υ.Γ. Δεν εξετάσαμε καν εδώ το καθόλου αμελητέο δεδομένο ότι στη δεδομένη συγκυρία και χωρίς στιβαρή λύση για το χρέος, το ελληνικό Δημόσιο θα αναγκαστεί να πληρώσει υπερδιπλάσιο επιτόκιο σε σχέση με το μέσο επιτόκιο δανεισμού του από το ΔΝΤ, τα κράτη-μέλη, τον EFSF και τον ESM…