Γράφει ο Κωνσταντίνος Ταγαράς
Τριγμούς συνεχίζει να προκαλεί στα θεμέλια του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος, όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, η εκλογή του δισεκατομμυριούχου Donald Trump στον προεδρικό θώκο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Στο εσωτερικό, έντονος προβληματισμός χαρακτηρίζει τους Αμερικανούς τις τελευταίες ημέρες λόγω της επανάληψης του φαινομένου του 2000. Τότε, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Al Gore είχε ηττηθεί από το Ρεπουμπλικάνο George W. Bush, παρότι είχε συγκεντρώσει περίπου μισό εκατομμύριο περισσότερες ψήφους σε σύνολο χώρας. Σήμερα, γίναμε μάρτυρες ξανά ενός άδικου (στο συγκεκριμένο ζήτημα) εκλογικού συστήματος με τη μεγάλη χαμένη της διαδικασίας Hillary Clinton να αναρωτιέται ποια λαϊκή βούληση έχουμε το δικαίωμα να προασπίζουμε.
Κενή περιεχομένου φυσικά αποτελεί η παραπάνω συζήτηση για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, εκτός ίσως από αναλυτές και καθηγητές πολιτικών επιστημών. Είναι απόλυτα κατανοητό πως σε αντίθεση με μία μικρή κρατική οντότητα, οι επιλογές του αμερικανικού λαού θα καθορίζουν τη μοίρα της υφηλίου για τα επόμενα 4 χρόνια. Η Αμερική, ούσα η υπερδύναμη του σύγχρονου κόσμου, άλλες φορές έχει και άλλες απαιτεί μόνη της το δικαίωμα επέμβασης (είτε πολιτικής είτε στρατιωτικής) στο εσωτερικό status quo των μικρότερων χωρών. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό δεν αποτελεί το Παλαιστινιακό ζήτημα, που ταλανίζει τόσο τη συγκεκριμένη περιοχή όσο και γείτονες αλλά και Μεγάλες Δυνάμεις, χωρίς αξιοπρόσεκτες περιόδους νηνεμίας, από το 1948 έως και σήμερα.
Αμήχανη όμως φαίνεται να είναι και η διεθνής διπλωματία, η οποία προσπαθεί να αποκρυσταλλώσει τις λιγοστές δηλώσεις του νεοεκλεγέντος Προέδρου σχετικά με τα ζητήματα διεθνούς ενδιαφέροντος. Είναι γεγονός ότι κατά την προεκλογική περίοδο στο επίκεντρο τέθηκαν ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, ενώ η διεθνής πραγματικότητα έμενε σταθερά στο περιθώριο. Σιγά σιγά όμως, υπεισέρχεται η απορία όλων σχετικά με τη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από τις 20 Ιανουαρίου 2017, όταν και θα πραγματοποιηθεί η επίσημη ανάληψη καθηκόντων. Θέλοντας να διαπιστώσει κανείς τον βαθμό της αμηχανίας που έφερε η είδηση της νίκης του Trump στις ξένες κυβερνήσεις, αρκεί να παρατηρήσουμε από κοντά τη στάση του πιο πιστού συμμάχου των Η.Π.Α. – του Ισραήλ. Παρότι το ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών, τονίζει συνεχώς τις αγαστές σχέσεις των δύο κρατών, προωθώντας τις φωτογραφίες Trump και Netanyahu που αποδεικνύουν την ελπίδα για παύση των δυσαρμονικών επαφών με τον απερχόμενο Πρόεδρο, η δημοσίευση μιας απόρρητης έκθεσης ήρθε να ταράξει τα διπλωματικά ύδατα.
Η έγκυρη εφημερίδα HaAretz έχει μακρά παράδοση στο να αποκαλύπτει υπηρεσιακά έγγραφα, με σκοπό να φέρει σε αμηχανία την κυβέρνηση Netanyahu. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε στις 10/11, προτού συμπληρωθούν 24 ώρες από την εκλογή Trump, όταν η HaAretz δημοσιοποίησε απόρρητη υπηρεσιακή γνωμοδότηση του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, που απευθύνεται σε όλες τις Πρεσβείες της χώρας. Η ενημερωτική αυτή εγκύκλιος φέρει τον τίτλο «Διακυβέρνηση Trump – Αρχικές Παρατηρήσεις» και περιλαμβάνει έκθεση του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών, που υπάγεται απευθείας στο ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών, σχετικά με τη γραμμή που εκτιμάται ότι θα ακολουθήσει στα τρέχοντα διεθνή ζητήματα ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των Η.Π.Α. Κατά το δημοσίευμα της HaAretz, στην οικεία γνωμοδότηση του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, όσον αφορά τη στάση των Η.Π.Α στα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή, αναγράφονται χαρακτηριστικά τα εξής: «Δεδομένου του μειωμένου ενδιαφέροντός του ως προς τα διεθνή ζητήματα, ο Trump δεν θέτει τη Μέση Ανατολή στις άμεσές του προτεραιότητές του και εκτιμάται ότι θα επιδιώξει να περιορίσει την αμερικανική ανάμειξη στην περιοχή. Ωστόσο, θα φανεί συνεπής στη συνέχιση του αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους, μέχρις ότου επιτευχθεί ο έλεγχος σημαντικών πόλεων όπως πχ της Μοσούλης στο Ιράκ ή της Ράκα στη Συρία».
Ως προς τη στάση του Trump για την αραβοϊσραηλινή διένεξη, οι ισραηλινοί εμπειρογνώμονες δεν καταφέρνουν να καταλήξουν σε σαφή συμπεράσματα. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, η έκθεσή τους αναφέρει ότι «Η ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων δεν βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της διακυβέρνησης Trump, αν και αυτό εκτιμάται να εξαρτηθεί από το επιτελείο που θα πλαισιώσει τον αμερικανό Πρόεδρο, καθώς επίσης και οι εξελίξεις στην περιοχή. Οι δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν δε μαρτυρούν απαραίτητα και την πολιτική που θα ακολουθήσει. Από τη μια δήλωσε ότι στηρίζει τη διατήρηση των εβραϊκών οικισμών (σ.σ. στη Δυτική Όχθη, Ανατολική Ιερουσαλήμ) και ότι τάσσεται υπέρ της μεταφοράς της Πρεσβείας των Η.Π.Α. από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, ενώ σε άλλες δηλώσεις του είπε ότι θέλει να τηρήσει ουδέτερη στάση προκειμένου τα εμπλεκόμενα μέρη να διαπραγματευθούν μόνα τους και να έρθουν σε συμφωνία».
Όσον αφορά τη γενικότερη τάση της διακυβέρνησης Trump στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, οι Iσραηλινοί εμπειρογνώμονες καταλήγουν ότι «Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Trump θα θελήσει να προσδιορίσει εκ νέου τον ρόλο των Η.Π.Α. στην διεθνή πολιτική σκηνή. Ο ίδιος θα αποτελέσει πρόκληση για το διεθνές σύστημα. Η πρόκληση αυτή συνίσταται στη δυσκολία ώστε να αποκρυσταλλωθούν οι θέσεις του – επειδή ακριβώς το προσωπικό του ενδιαφέρον για την διεθνή πραγματικότητα είναι περιορισμένο. Είναι δύσκολο να χαρακτηρίσει κανείς τις θέσεις που υιοθετεί, εξ αιτίας των διφορούμενων δηλώσεών του. Ωστόσο, διαφαίνεται ότι οι Η.Π.Α. υπό τον Trump θα εκδηλώσουν τάσεις απομονωτισμού και μείωσης της ανάμειξής τους στη διεθνή σκηνή».
Εν κατακλείδι, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ θεωρούν πως επίκειται μία γενικότερη αναθεωρητική τάση στις πολυμερείς διεθνείς σχέσεις των Η.Π.Α., υποστηρίζοντας ότι «Η επιχειρηματική θεώρηση της πραγματικότητας εκ μέρους του Trump δεν θα τον εμποδίσει να επανεξετάσει την σκοπιμότητα διατήρησης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στον κόσμο, το ρόλο των Η.Π.Α. στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και την πιθανότητα να αποδεσμευθεί η χώρα του από διεθνείς πολυμερείς συμβάσεις οικονομικού κυρίως χαρακτήρα». Το μόνο βέβαιο είναι πως ημέρες πλήξης και νωχελικές ειδήσεις από την Washighton θα κάνουν καιρό να εμφανιστούν.