Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Η πλέον χρησιμοποιούμενη φράση για το βρετανικό Brexit είναι ότι η Ευρώπη μπαίνει «αχαρτογράφητα ύδατα». Είναι μία από τις λίγες φορές που αυτό είναι κυριολεκτικό και όχι δημοσιογραφική υπερβολή. Και ως γνωστόν, τα αχαρτογράφητα ύδατα ευθύνονται για πολλά ναυάγια…
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που οι ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ κάνουν επίδειξη σύμπνοιας, ύστερα από το σοκ του βρετανικού δημοψηφίσματος: παρόλο που δεν υπάρχει πραγματικά, η σύμπνοια, κυρίως όμως η δημόσια επίδειξή της, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ξορκιστεί το ενδεχόμενο «ξηλώματος του πουλόβερ». Όμως αυτή η σύμπνοια έχει καθαρά προληπτικό και υποκριτικό χαρακτήρα – δεν είναι πραγματική ούτε παραγωγική. Όποιος περιμένει τώρα κινήσεις στην κατεύθυνση της «εμβάθυνσης της ενοποίησης» σαν απάντηση στο Brexit και τους εξ αυτού κινδύνους, θα απογοητευτεί, για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτο, γιατί αποδείχτηκε περίτρανα πως δεν είναι εφικτή η «ενοποίηση» οικονομιών με πολύ διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας και με ασύμπτωτους οικονομικούς κύκλους – αυτή είναι η γενεσιουργός αιτία της ευρωπαϊκής κρίσης κι όχι γενικώς και αορίστως η «αρχιτεκτονική» του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος».
Δεύτερο, γιατί καμία από τις ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ δεν έχει διάθεση για πράξεις οικονομικού «αλτρουισμού», ιδιαίτερα μάλιστα σε συνθήκες κρίσης!
Με δεδομένα τα πολύ διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας και τους ασύμπτωτους οικονομικούς κύκλους, μόνο μια γενναία πολιτική μεταβιβάσεων θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να εξασφαλίσει στοιχειώδεις όρους συνοχής. Αυτό ακριβώς το στοιχείο επικαλείται και ο κορυφαίος των διεθνών οίκων αξιολόγησης, η Standard & Poors (S&P), για να υποβαθμίσει το αξιόχρεο της ΕΕ σε ΑΑ από ΑΑΑ. Είχε προηγηθεί αντίστοιχη υποβάθμιση του αξιόχρεου της Μ. Βρετανίας. Η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της ΕΕ εξαρτάται από την προθυμία των 10 πλουσιότερων χωρών-μελών της να ενισχύσουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Το εκλογικό 2017
Σε αυτούς τους δύο λόγους πρέπει να προσθέσουμε και έναν ακόμη, που σχετίζεται με την ευρωπαϊκή πολιτική συγκυρία: το γεγονός ότι το 2017 θα διεξαχθούν εκλογές στη Γερμανία και τη Μ. Βρετανία. Ενόψει αυτών των κορυφαίων εκλογικών διαδικασιών, που πλέον είναι υψηλού πολιτικού ρίσκου όχι μόνο για την κ. Μέρκελ και τον κ. Ολάντ, αλλά για την πολιτική σκηνή της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ευρώπης συνολικότερα, ακόμη και αν ήθελε, η γερμανική ηγεσία δεν μπορεί να διακινδυνεύσει ούτε καν ελάσσονες «φιλοευρωπαϊκές» κινήσεις.
Όμως, πριν από αυτά τα δύο μείζονα πολιτικά «ραντεβού» σε Γερμανία και Γαλλία, υπάρχει ένας άλλος πολιτικός σταθμός από τον οποίο μπορεί να προκύψει μια νέα θρυαλλίδα ευρωπαϊκής αστάθειας: το ιταλικό δημοψήφισμα τον προσεχή Οκτώβριο, σε λιγότερο από 4 μήνες από σήμερα. Το δημοψήφισμα αυτό δεν αφορά τη σχέση της Ιταλίας με την ΕΕ, αλλά ένα ζήτημα πολιτικής μεταρρύθμισης: ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι αποσκοπεί στη μείωση των δικαιοδοσιών και της ισχύος της Γερουσίας (που έχει ισχύ ανάλογη με της Βουλής), ώστε να γίνουν πιο ισχυρές οι ιταλικές κυβερνήσεις και να παίρνονται ευκολότερα και γρηγορότερα αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ο Ματέο Ρέντσι είχε την ατυχή έμπνευση να δεσμευτεί ότι αν χάσει στο δημοψήφισμα, θα παραιτηθεί, και στο μεταξύ το ευρωσκεπτικιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο κατήγαγε περιφανή νίκη στις δημοτικές εκλογές, κερδίζοντας τις δημαρχίες σε Ρώμη και Τορίνο. Έτσι, ο κίνδυνος να εξελιχτεί το ιταλικό δημοψήφισμα σε «κόντρα» μεταξύ «ευρωπαιόδουλων» και ευρωσκεπτικιστών είναι πολύ μεγάλος. Αν μάλιστα διεξαχθεί σε τέτοιο κλίμα και η πρόταση Ρέντσι απορριφθεί, τότε η Ιταλία θα βιώσει οξεία πολιτική κρίση.
Οι τράπεζες
Στο διήμερο της χρηματο-οικονομικής αναταραχής που ακολούθησε το Brexit, οι αγορές αποκάλυψαν ποιος είναι ο μεγάλος «Ευρωπαίος ασθενής»: οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Η πτώση των τραπεζικών μετοχών ήταν εντυπωσιακή και πολλαπλάσια της πτώσης των γενικών χρηματιστηριακών δεικτών. Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τις τράπεζες των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά εξίσου και τις τράπεζες του ευρωπαϊκού Βορρά: τις γαλλικές, τις γερμανικές (με πρώτη και καλύτερη την «κραταιά» Deutsche Bank), φυσικά τις βρετανικές, κυρίως όμως τις ιταλικές, των οποίων η πτώση ήταν πρωτοφανής.
Ότι το τραπεζικό σύστημα είναι ο «αδύναμος κρίκος» των ευρωπαϊκών οικονομιών και αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο κίνδυνο υποτροπής της κρίσης, ήταν γνωστό, όπως είναι γνωστή και η πηγή του προβλήματος: το πολύ μεγάλο ποσοστό επισφαλών («κόκκινων») δανείων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους και η έκθεσή τους σε «τοξικά» προϊόντα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα χαρτοφυλάκια των ιταλικών τραπεζών ανέρχονται στο ιλιγγιώδες ποσό των 360 δισ. ευρώ!
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η Κομισιόν αποφάσισε να δώσει το «πράσινο φως» σε πρόγραμμα της ιταλικής κυβέρνησης για τη στήριξη των ιταλικών τραπεζών «σε περίπτωση ανάγκης» με ρευστότητα και κρατικές εγγυήσεις με χρονικό ορίζοντα ως τα τέλη του 2016 – το μέτρο είναι απαραίτητο και έρχεται την κατάλληλη στιγμή…
Βεβαίως ο ιταλικός Τύπος υποδέχθηκε την απόφαση της Κομισιόν με σχόλια για «δικαίωση της Ιταλίας», δεν παρέλειψε να σχολιάσει ότι παρακάμφθηκαν οι αντιρρήσεις της κ. Μέρκελ σε προγράμματα στήριξης των τραπεζών καθώς και η αντιπαράθεση Γερμανίας – Ιταλίας για τους όρους του τραπεζικού bail-in, ενώ δεν παρέλειψε τα… επικολυρικά σχόλια για την ώθηση που θα δώσει στο «ευρωπαϊκό ιδεώδες» το κλίμα σύμπνοιας στην πρόσφατη συνάντηση των «3»: Μέρκελ, Ολάντ, Ρέντσι.
Ποιο «ευρωπαϊκό ιδεώδες»;
Τη στιγμή που απαιτούνται δραστικές λύσεις στο ευρωπαϊκό αδιέξοδο, όλες οι ουσιαστικές αποφάσεις αναβάλλονται για μετά τις γερμανικές και γαλλικές εκλογές. Η άμεση μέριμνα είναι να αποφευχθεί μια νέα, ιταλική αυτή τη φορά, θρυαλλίδα κρίσης και αστάθειας. Ως προς αυτό, η γερμανική ηγεσία κάνει ένα βήμα πίσω. Ταυτόχρονα όμως, η επίδειξη πυγμής προς τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου είναι απόλυτη, όπως υπογράμμισαν εύγλωττα οι απειλητικές δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προς την Πορτογαλία πως πρέπει να επανέλθει στη δημοσιονομική ορθοδοξία αλλιώς θα της επιβληθεί ένα νέο, ακόμη πιο σκληρό πρόγραμμα.
Τα πράγματα έτσι ξεκαθαρίζουν: Σχετική χαλάρωση για Γαλλία – Ιταλία (τις χώρες της νέας ευρωπαϊκής «τριάδας») όταν παρίσταται απόλυτη ανάγκη, αλλά πολιτική πυγμής στα όρια της «προληπτικής καταστολής» προς τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Η Ελλάδα, τελευταία «ταχύτητα» του ευρωπαϊκού Νότου, θα δεχθεί ακόμη πιο ιδιαίτερες «περιποιήσεις», με τη μορφή απαιτήσεων για «ακαριαία» ολοκλήρωση της επόμενης αξιολόγησης του Σεπτεμβρίου και πλήρη συμμόρφωση προς τα υποδείξεις…