Γράφει ο Ceteris Paribus
Το πολιτικό σκηνικό έχει πλέον μια γεύση από την παλιά βαρετή στερεοτυπία των χρόνων πριν την κρίση: δικομματική αντιπαράθεση με τα ίδια, επαναλαμβανόμενα κλισέ, ένα «σεβαστό» ΚΚΕ στη δική του «γωνία» χωρίς καν να φιλοδοξεί να ανατρέψει το σκηνικό, ένα κέντρο που προσπαθεί διαρκώς να ανασυγκροτηθεί. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουν στο φόντο αυτής της βαρετής στερεοτυπίας παραμένει η «μεγάλη εκκρεμότητα»: θα αποδειχτεί εφικτό να ολοκληρωθούν οι μεγάλες περικοπές και φοροεπιβαρύνσεις και να αντιμετωπιστούν με ένα πιο οριστικό τρόπο τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα τραπεζών («κόκκινα» δάνεια), και όλα αυτά εντός ευρώ;
Το ερώτημα αυτό είναι κατεξοχήν πολιτικό: θα αντέξει το πολιτικό σύστημα -του οποίου πάντα η κορωνίδα είναι η κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα- τις αλλαγές που επιβάλλουν οι δανειστές;
Το «συμβόλαιο» και οι «εγγυήσεις»
Πριν απαντηθεί αυτό το ερώτημα, θα πρέπει πάντως να είναι σαφές ότι το ελληνικό «πρόγραμμα προσαρμογής» έφτασε σε έναν κόμβο με μεγάλα και ανοιχτά διλήμματα για τις εμπλεκόμενες πλευρές. Με τα μεσοπρόσθεσμα μέτρα για το χρέος, οι δανειστές αναλαμβάνουν υποχρεώσεις «εγγύησης» σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα όχι μόνο απέναντι στην ελληνική οικονομία, αλλά και μεταξύ τους (Οι Ευρωπαίοι μεταξύ τους – Οι Ευρωπαίοι προς το ΔΝΤ και τούμπαλιν).
Γνωρίζουν πολύ καλά, όπως το γνωρίζει και η ελληνική κυβέρνηση, ότι χωρίς μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και άρα πλήρη αποκατάσταση των διεθνών εγγυήσεων προς την ελληνική οικονομία, το ζήτημα της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ θα εκκρεμεί!
Η συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι σημαντική γι’ αυτόν κυρίως το λόγο κι όχι για τα συγκεκριμένα οικονομικά οφέλη που θα σημάνει.
Αυτή τη φορά δεν πρόκειται απλώς ούτε κυρίως για τη συγκεκριμένα μέτρα, αλλά για ένα μεσοπρόθεσμο «συμβόλαιο» έναντι του οποίου όλοι αναλαμβάνουν δεσμεύσεις και γι’ αυτό ακριβώς όλοι ζητούν και εγγυήσεις. Τα ψηφισμένα από τώρα μέτρα είναι οι εγγυήσεις που ζητούν οι δανειστές. Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος είναι οι εγγυήσεις που ζητεί η ελληνική κυβέρνηση. Είναι θέμα κοινής λογικής ότι τα δεύτερα δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τα πρώτα, διότι απλούστατα οι δανειστές δεν δέχονται σε αυτό το μεσοπρόθεσμο «συμβόλαιο» να περιλαμβάνει εγγυήσεις μόνο για τη μία πλευρά! Πίσω από τον επικοινωνιακό θόρυβο, αυτή είναι ουσία – και όλοι οι εμπλεκόμενοι το γνωρίζουν πολύ καλά!
Μπορούν λοιπόν να συμβούν δύο πράγματα: είτε να δοθούν οι εκατέρωθεν εγγυήσεις και το «συμβόλαιο» να κλείσει τώρα είτε να μη δοθούν οι εγγυήσεις από κάποια πλευρά και το συμβόλαιο να μην κλείσει, οπότε ανοίγει η συζήτηση για τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης.
Επιστροφή στο 2015;
Τι γίνεται όμως αν μία από τις δύο πλευρές ή και οι δύο είναι απρόθυμες να παράσχουν τις σχετικές εγγυήσεις; Η Ιστορία έχει αποδείξει επαρκώς ότι τέτοιου είδους «συμβόλαια» κλείνουν με τον κανόνα του συσχετισμού δύναμης. Η ισχυρή πλευρά είναι αυτή που θα αποφύγει να προκαταβάλει όλες τις εγγυήσεις («ανταλλάγματα») που χρειάζεται η αδύναμη πλευρά. Και επειδή η αδύναμη πλευρά είναι η ελληνική κυβέρνηση, αν δεν θέλει ή δεν αντέχει να παράσχει τις εγγυήσεις που της ζητούνται, έχει δύο επιλογές: είτε να επιχειρήσει να αλλάξει το συσχετισμό δύναμης επιστρατεύοντας άλλα πολιτικά «όπλα» είτε να «αποδράσει» και να αφήσει την ευθύνη σε άλλους.
Καθεμιά από αυτές τις επιλογές έχει τους κανόνες της. Γι’ αυτό, η πρώτη επιλογή στην πραγματικότητα δεν υπάρχει! Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2015 υπήρχε αυτή η επιλογή, δηλαδή η επιλογή ενός «αντάρτικου» με τη στήριξη στην κινητοποίηση της κοινωνίας (δυνατότητα που η κινητοποίηση για το δημοψήφισμα αλλά και τον αποτέλεσμά του απέδειξαν ότι υπήρχε). Ήταν υψηλού ρίσκου αλλά υπήρχε. Ύστερα όμως από τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ αυτή η επιλογή χάθηκε οριστικά! Διότι απλούστατα ύστερα από δύο χρόνια μνημονιακής διαχείρισης και σε συνθήκες ραγδαίας πολιτικής φθοράς και απώλειας ακόμη και του ηθικού πλεονεκτήματος», η «πορεία προς το λαό» θα ήταν ανέκδοτο και καρικατούρα. Αν η κυβέρνηση καλέσει τώρα μια «ηρωική» συγκέντρωση στο Σύνταγμα, θα συγκεντρώσει το πολύ-πολύ δυο τρεις χιλιάδες…
Δεν συνιστά βεβαίως διάβημα αλλαγής του συσχετισμού με τους δανειστές το να επιχειρήσει η κυβέρνηση να εκβιάσει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης σε μια συμφωνία με τους δανειστές ή γενικώς να αλλάξει τους συσχετισμούς εις βάρος της αντιπολίτευσης!
Με αυτή την έννοια, «επιστροφή στο 2015» δεν υπάρχει.
Επιστροφή στο μέλλον: «ειδική σχέση» με το ευρώ…
Μπορεί βεβαίως να υπάρξει… επιστροφή στο μέλλον! Δηλαδή να απαντηθεί τώρα το ερώτημα αν η Ελλάδα αντέχει να ολοκληρώσει το πρόγραμμα προσαρμογής εντός ευρώ! Ένα ερώτημα που έχει «προγραμματιστεί» να απαντηθεί οριστικά το 2018…
Αν η κυβέρνηση κάνει την επιλογή να τραβήξει η διαπραγμάτευση σε μάκρος, στα όρια του πιστωτικού γεγονότος, δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες: θα τεθεί εκ των πραγμάτων ζήτημα εξόδου από το ευρώ «εδώ και τώρα». Εξόδου όχι τυφλής, αλλά ξανά συμφωνημένης, με τη μορφή «ειδικής σχέσης». Σε αυτή την περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση θα έχει προσφερθεί οικειοθελώς να αποτελέσει η Ελλάδα το «πειραματόζωο» για τη σχεδιαζόμενη Ευρωζώνη των «δύο ταχυτήτων». Και βέβαια, σε αυτή την περίπτωση, οι εγγυήσεις που θα ζητήσουν όλοι οι δανειστές θα είναι πολύ βαρύτερες.
Αυτό το σενάριο είναι ανορθολογικό ακόμη και από την άποψη των πολύ στενά ιδιοτελών πολιτικών συμφερόντων της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος. Διότι θα προκαλέσει μια μείζονα επιδείνωση της κατάστασης, μια μείζονα αστάθεια, που θα τη χρεωθεί πολιτικά με απόλυτο τρόπο. Και όχι μόνο: η πολιτική ζωή θα σκληρύνει και οι απειλές ενάντια στον κ. Τσίπρα για ειδικά δικαστήρια, που το 2015 κάποιοι ήδη «ψιθύρισαν», θα επανέλθουν ρεαλιστικές.
Γενικότερα, το να κριθεί τώρα με το χειρότερο τρόπο αυτό που θα μπορούσε να κριθεί με επιτυχία το 2018, είναι μια μη ορθολογική επιλογή για την εγχώρια ελίτ στο σύνολό της.
Μέτρα τώρα, με «ρήτρα ακύρωσης»
Με το στόχο «μέρα αλλά όχι ψηφισμένα τώρα, με ρήτρα ενεργοποίησης μετά το 2018 αν χρειαστεί», η κυβέρνηση παραβιάζει τον κανόνα του συσχετισμού δύναμης. Οι δανειστές, εντελώς αναμενόμενα, απαντούν με τη λογική του πραγματικού συσχετισμού δύναμης: «μέτρα ψηφισμένα τώρα, με ρήτρα ακύρωσης ύστερα από το 2018 αν δεν αποδειχτούν απαραίτητα». Όποιος θέλει, μπορεί τώρα να στοιχηματίσει τα χρήματά του για το τι από τα δύο θα επικρατήσει.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση έχει ήδη διανοίξει την οδό διαφυγής, ισχυριζόμενη ότι τα μέτρα δεν θα χρειαστούν. Αν όμως το πιστεύει πραγματικά, τότε γιατί να μη δεχθεί τη ρήτρα μη ψήφισής τους αν αποδειχτεί ότι πράγματι δεν θα χρειαστούν; Μπορεί να διακινδυνεύσει μια «μεγάλη αναταραχή», όταν οι γραμμές έχουν στην πραγματικότητα πλησιάσει τόσο κοντά;.. Αν η κυβέρνηση δεν «αντέχει» να ψηφίσει τώρα μέτρα που θα ισχύσουν μετά το 2018, αντέχει μήπως να χρεωθεί εδώ και τώρα την «ειδική σχέση» με το ευρώ;