Οι προκλήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, απόρροια της πανδημίας και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σωρευτικά σε πιθανή απώλεια €920 δις στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) σε όλη την Ευρωζώνη έως το 2023, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε σήμερα από την Accenture. Η πιθανή αυτή απώλεια αντιστοιχεί στο 7,7% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης για το 2023.
Η μελέτη «From Disruption to Reinvention – The future of supply chains in Europe», η οποία δημοσιεύτηκε στην Ετήσια Συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός, διερευνά τρία πιθανά σενάρια για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί ο πόλεμος το επόμενο έτος, μοντελοποιώντας τον αντίκτυπο κάθε σεναρίου για την περιοχή της Ευρωζώνης όσον αφορά το κόστος και το χρονοδιάγραμμα ανάκαμψης.
Οι κραδασμοί στην εφοδιαστική αλυσίδα που σχετίζονται με τον COVID-19 κόστισε στις οικονομίες της Ευρωζώνης €112,7 δις σε επίπεδο ΑΕΠ το 2021, σύμφωνα με τη μελέτη. Μάλιστα, πριν από τον πόλεμο, η έλλειψη αποθεμάτων, τα προβλήματα στα logistics και οι πληθωριστικές πιέσεις υπονόμευαν ήδη την οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση. Για παράδειγμα, οι ελλείψεις σε ημιαγωγούς, φαινόμενο που αναμενόταν να διορθωθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2022, αναμένεται τώρα να συνεχιστεί και το 2023. Ένας παρατεταμένος πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω απώλειες του ΑΕΠ έως και €318 δις το 2022 και €602 δις το 2023, ενώ ο πληθωρισμός θα μπορούσε να φτάσει το 7,8% το 2022 προτού υποχωρήσει το 2023.
«Αν και οι ειδικοί συμφωνούν ότι η Ευρώπη θα αποφύγει την ύφεση φέτος, ο συνδυασμός του COVID-19 και του πολέμου στην Ουκρανία αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την οικονομία της Ευρώπης, προκαλώντας ισχυρή επιβράδυνση της ανάπτυξης», δήλωσε ο Jean–Marc Ollagnier, CEO της Accenture στην Ευρώπη. «Ενώ πριν από τον πόλεμο αναμενόταν κάποιου είδους ομαλοποίηση στην εφοδιαστική αλυσίδα στο δεύτερο εξάμηνο του 2022, τώρα πια δεν περιμένουμε να συμβεί πριν από το 2023, ίσως ούτε μέχρι το 2024, ανάλογα πάντα με το πώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος».
Η επίλυση των ζητημάτων εφοδιαστικής αλυσίδας θα είναι κρίσιμη για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη. Σύμφωνα με τη μελέτη, έως και το 30% της συνολικής προστιθέμενης αξίας της Ευρωζώνης βασίζεται σε λειτουργικές διασυνοριακές αλυσίδες εφοδιασμού.
Οι αλυσίδες εφοδιασμού σε μια νέα οικονομική πραγματικότητα
Η μελέτη σημειώνει ότι απαιτείται επανεφεύρεση της εφοδιαστικής αλυσίδας για την αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας. Μέχρι τώρα, οι αλυσίδες εφοδιασμού είχαν σχεδιαστεί κυρίως για τη βελτιστοποίηση του κόστους. Στο σημερινό κόσμο όμως, οφείλουν να είναι πιο ανθεκτικές και ευέλικτες για να ανταποκρίνονται σε ένα αυξανόμενα αβέβαιο περιβάλλον και παράλληλα να αποτελούν βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, λειτουργώντας ως βάση για μελλοντική ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, τονίζεται η εστίαση σε τρεις βασικούς τομείς:
Ανθεκτικότητα: Οι αλυσίδες εφοδιασμού πρέπει να είναι σε θέση να απορροφούν, να προσαρμόζονται και να ανακάμπτουν από κραδασμούς όποτε και όπου συμβαίνουν. Η ανάπτυξη σεναρίων και η ανάλυση των κινδύνων και των ευκαιριών θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στην μεταβαλλόμενη προσφορά και ζήτηση. Η μοντελοποίηση και η προσομοίωση δικτύου, τα stress tests και η εξασφάλιση πολλαπλών πηγών εφοδιασμού θα επιτρέψουν στους οργανισμούς να διαχειρίζονται την αβεβαιότητα.
Συνάφεια: Οι αλυσίδες εφοδιασμού θα πρέπει να είναι πελατοκεντρικές και ευέλικτες, ώστε να μπορούν να προσαρμόζονται γρήγορα και αποδοτικά στις αλλαγές της ζήτησης. Η απόκτηση νέων συνόλων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων αυτών σε πραγματικό χρόνο, εντός και εκτός του οργανισμού από όλη την αλυσίδα αξίας θα είναι κρίσιμης σημασίας. Ο αυτοματισμός και η τεχνητή νοημοσύνη θα επιτρέψουν στους οργανισμούς να εντοπίζουν γρήγορα νέες τάσεις, υποστηρίζοντας τη λήψη αποφάσεων. Η μετάβαση από κεντροποιημένα, γραμμικά μοντέλα προσφοράς σε αποκεντρωμένα δίκτυα που εφαρμόζουν μοντέλα on-demand παραγωγής και σε ορισμένες περιπτώσεις, φέρνοντας την παραγωγή πιο κοντά στο σημείο πώλησης, μπορεί να βοηθήσει τους οργανισμούς να ανταποκριθούν καλύτερα στις προσδοκίες των πελατών για την ολοκλήρωση των παραγγελιών.
Βιωσιμότητα: Οι σύγχρονες αλυσίδες εφοδιασμού πρέπει να υποστηρίζουν, αν όχι να επιταχύνουν, τους στόχους βιωσιμότητας των οργανισμών. Για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων μερών, οι οργανισμοί πρέπει να κάνουν τις αλυσίδες αξίας τους διαφανείς. Ένας τρόπος για να γίνει αυτό είναι μέσω blockchain ή παρόμοιας τεχνολογίας. Η μετάβαση επίσης από γραμμικές σε κυκλικές διαδικασίες που ελαχιστοποιούν τα απόβλητα θα είναι επίσης καθοριστικής σημασίας.
«Η ορατότητα σε όλο το μήκος και το βάθος των δικτύων εφοδιασμού, είναι κρίσιμης σημασίας», δήλωσε ο Kris Timmermans, Accenture‘s Supply Chain & Operations Practice Lead. «Οι εταιρείες πρέπει να περάσουν από μια ‘just–in–time’ σε μια ‘just–in–case’ προσέγγιση, να διαφοροποιήσουν τις βάσεις εφοδιασμού, να σχεδιάσουν εναλλακτικές διαδρομές για τη μεταφορά εμπορευμάτων, να δημιουργήσουν ευέλικτα κέντρα διανομής και να διατηρούν αποθέματα. Προφανώς κάτι τέτοιο έχει ένα τίμημα, αλλά σίγουρα αποτελεί μια εξασφάλιση έναντι μελλοντικών κραδασμών. Το κλειδί είναι η επένδυση σε νέες τεχνολογίες για την καλύτερη αξιοποίηση δεδομένων (π.χ. ψηφιακά δίδυμα) σε όλο το Cloud Continuum, το οποίο παρέχει τεράστια υπολογιστική ισχύ με οικονομικά αποδοτικό, ευέλικτο και βιώσιμο τρόπο».
Η μελέτη υπογραμμίζει επίσης δύο πιο βαθιές και μακροπρόθεσμες προκλήσεις που προκύπτουν από την πανδημία και τον πόλεμο. Κατά πρώτον, την ενεργειακή ασφάλεια, καθώς οι ευρωπαϊκές οικονομίες πρέπει να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη εξάρτησή τους από τον εφοδιασμό πετρελαίου και φυσικού αερίου ενώ επιταχύνουν τις πρωτοβουλίες μηδενικού περιβαλλοντικού αποτυπώματος (net-zero). Και κατά δεύτερον, την έλλειψη ταλέντου, ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού, των εξελισσόμενων προσδοκιών των εργαζομένων και των αλλαγών στη ζήτηση για δεξιότητες.
Ο Michael Brueckner, Chief Strategy Officer της Accenture στην Ευρώπη, δήλωσε: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει σημαντικό αντίκτυπο, αυξάνοντας το μέγεθος και τη διάρκεια των κραδασμών. Η σοβαρότητα αυτού του αντικτύπου θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται ο πόλεμος, αλλά σε κάθε περίπτωση απαιτείται μια ολιστική αναθεώρηση στο πλαίσιο μιας νέας οικονομικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων, τάσεων περιφερειοποίησης, ενεργειακής μετάβασης και έλλειψης ταλέντων. Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και η επιτάχυνση της μετάβασης σε πράσινες πηγές ενέργειας θα είναι κρίσιμης σημασίας. Ομοίως, η ικανότητα προσέλκυσης, διατήρησης και αναβάθμισης των δεξιοτήτων των ανθρώπων αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα αυτής της δεκαετίας».