Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Ανακοινώθηκαν λοιπόν τα επικαιροποιημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 1ο τρίμηνο του 2017 δίνοντας ανάπτυξη 0.5% σε σχέση με το περσινό αντίστοιχο τρίμηνο. Αν και η διαφορά με την αρχική εκτίμηση ήταν αρκετά μεγαλύτερη του συνηθισμένου, 1% του ΑΕΠ όταν τις περισσότερες φορές αυτές οι διακυμάνσεις κυμαίνονται στα όρια των ελάχιστων δεκαδικών, δεν υπάρχει διάθεση αμφισβήτησης ούτε της μεθοδολογίας, ούτε της αξιοπιστίας της υπηρεσίας.
Προκαλεί απλώς εντύπωση το γεγονός ότι, με βάση τα λεγόμενα της, υπήρξε μια σημαντική μεταβολή στο ισοζύγιο πληρωμών του Μαρτίου και στα τριμηνιαία στοιχεία για την απασχόληση και των κλάδο των υπηρεσιών. Θα ήταν πολύ πιο κατατοπιστικό αν ενημερωνόμασταν πλήρως για το ποιοι εξαγωγικοί τομείς ενισχύθηκαν τόσο απότομα μέσα στον Μάρτιο. Το πιθανότερο, καθαρά εποχικά, είναι να αφορά τον χώρο των πετρελαιοειδών μιας και δεν έχει υπάρξει κάποια ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα που να προκάλεσε εντύπωση. Αν δείτε καλά τα στοιχεία οι εξαγωγές σε σχέση με τα προηγούμενα δυο τρίμηνα είναι μειωμένες!
Άλλωστε δεν υπήρξε κάποια εντυπωσιακή βελτίωση στους παράγοντες που θα ενίσχυαν την εξωστρέφεια. Ούτε τα capital controls έχουν αρθεί πλήρως, ούτε η χρηματοδότηση των εταιρειών έχει αναθερμανθεί. Ακόμη και το ζήτημα των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων παραμένει ανοιχτό. Άρα περισσότερο με εποχική διόρθωση μοιάζει η βελτίωση αυτού του δείκτη παρά με δομική παραγωγική διαφοροποίηση. Φαίνεται μάλιστα να υπάρχει μια απότομη αύξηση στον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου χωρίς αντίστοιχη άνοδο του πάγιου κεφαλαίου γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπήρξαν σημαντικές επενδύσεις αλλά αύξηση των εμπορικών ή χρηματοοικονομικών αποθεμάτων.
Πέρα όμως από τα όποια τεχνικά θέματα. Τι από θεμελιώδη στοιχεία έχει βελτιωθεί τόσο ώστε να δικαιολογείται αισιοδοξία για επίτευξη της εκτόξευσης που έχει ανάγκη η οικονομία; Το πολιτικό περιβάλλον παραμένει μέσα στην ασάφεια με τα υπονοούμενα για σύγκρουση με τους δανειστές να θολώνουν την προοπτική της χώρας. Οι φοροεπιβαρύνσεις (εισοδήματος και ασφαλιστικές) συνεχίζονται. Ακόμη και σε επίπεδο υποδομών, σύμφωνα με την τελευταία παγκόσμια λίστα ανταγωνιστικότητας, προκύπτει επιδείνωση.
Πως θα προκύψει έστω κι ένας πιο θεμιτός στόχος για 1,8% το 2017 (το 2,7% όπως είχα επισημάνει από τον περασμένο Οκτώβριο ήταν εντελώς εκτός πραγματικότητας) όταν το 1ο τρίμηνο ολοκληρώνεται με το ασθενικό 0,5%; Θα πρέπει τα τρία επόμενα τρίμηνα να κινηθούν μεσοσταθμικά στο 2,2% το οποίο προς το παρόν δεν φαντάζει πολύ πιθανό ειδικά για το 2ο τρίμηνο. Βέβαια έχοντας επίγνωση της κατάστασης η κυβέρνηση πρόσθεσε στα μέτρα του μεσοπρόθεσμου και κάτι περικοπές επιδομάτων γύρω στα 400 εκ. για το 2018 ώστε να καλύψει την απώλεια εσόδων από τη μη επίτευξη του αναπτυξιακού στόχου.
Κι έρχεται αμείλικτο το πολιτικό ερώτημα. Δικαιολογούνται οι πανηγυρισμοί για αυτό το μπουσούλημα της οικονομίας όταν το 2014 με κυβέρνηση Σαμαρά η χώρα κινούνταν όχι μόνο στο 0.8% για όλη την χρονιά αλλά το 4ο τρίμηνο του 2014 βρισκόταν ήδη στο 1,8% και η πρόβλεψη για το 1ο τρίμηνο βρισκόταν στο 2,2%; Άλλωστε λόγο αυτής της δυναμικής κατόρθωσε η οικονομία να κρατηθεί σε θετικό έδαφος εκείνο το διάστημα της… δημιουργικής ασάφειας.
Ας ηρεμήσουν λοιπόν οι κυβερνητικοί ινστρούκτορες γιατί ο δρόμος για την οριστική, δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας είναι ακόμη μακρύς κι επίπονος και απαιτεί θαρραλέες αποφάσεις…