Στην Ελλάδα υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση για το ρόλο και τον χαρακτήρα της πολιτικής επικοινωνίας. Είναι καθολική σχεδόν η άποψη πως πολιτική επικοινωνία είναι η τέχνη του να λες αληθοφανή ψέματα. Δεν θα γράψω όμως σήμερα τον αντίλογο σε αυτή την άποψη που κυριάρχησε σε όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος και προκάλεσε στη χώρα μύρια όσα δεινά.
Έκανα την εισαγωγή αυτή, ορμώμενος από τη σπουδή που επέδειξαν οι πολιτικοί αρχηγοί στο να κάνουν μακροσκελέστατες δηλώσεις αποχαιρετισμού για τον Δημήτρη Μητροπάνο. Δηλώσεις καλογραμμένες από επαγγελματίες κειμενογράφους,αλλά ψεύτικες. Προφανώς δεν έχουν κανέναν δίπλα τους να τους συμβουλεύσει, πως θα ήταν καλύτερο για αυτούς επικοινωνιακά να μην πουν τίποτα, παρά να βγουν να πουν άλλη μια φορά ψέματα. Υποτίμησαν άλλη μια φορά τη συλλογική νοημοσύνη.
Γιατί είπαν ψέματα; Προφανώς διότι δεν μπορούν να νιώσουν την αλήθεια που εξέφραζε με τη ζωή του και τα τραγούδια του ο Δημήτρης Μητροπάνος, το «βουνό» όπως τον αποκαλούσε με βαθιά αγάπη και σεβασμό μια κοινή καλή φίλη μας. Αυτή η μεγάλη αλήθεια είναι πως σε αυτόν τον τόπο ζούμε «πάντα γελαστοί και γελασμένοι». Για αυτό και ο Δημήτρης Μητροπάνος δεν μάσαγε τα λόγια του.
Σε συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία» στη Ναταλί Χατζηαντωνίου (14/10/2011), ήταν λάβρος για το πολιτικό σύστημα συνολικά. Είχε γνώση και άποψη. Είπε αυτά που κάθε Έλληνας σκέπτεται, αλλά δεν ακούγονται δυνατά ακόμη.
Για την οικονομική κρίση
«Απ’την ώρα που ξεκίνησε μια οικονομική κρίση δεν θα μείνει τίποτε όρθιο. Όλα θα τσακιστούν κι ό,τι καλό υπάρχει θα φύγει έξω. Εδώ θα μείνουμε τα γερόντια και θα ξανανοίξουν τα καφενεία για να καθόμαστε, να παίζουμε πρέφα και να κλαίμε τη μοίρα μας. Και οι άλλοι θα κοκορεύονται ότι κυβερνούν εμάς. Τους γέρους».
Για την κυβέρνηση
«Η κυβέρνηση μάλλον δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει ή τουλάχιστον έτσι φέρεται. Λένε “θα δημιουργήσουμε”. Ρε σεις, δεν έχουν οι άνθρωποι να φάνε, τι θα δημιουργήσετε; Πήρατε από το μισθωτό και το συνταξιούχο, τους τσακίσατε. Τώρα τι; Θα τους θάψετε και θα πάρετε φόρο θαψίματος;».
Για το αν υπάρχει «Σωτήρας»
«Μα, ποιος θα μας σώσει; Θα πάει ο Σαμαράς να το κουβεντιάσει; Πήγε κι ο Βενιζέλος και του’παν “άντε από δω”. Και ποιοι του το ‘παν; Κάτι τσογλάνια, τρίτης διαλογής γραμματείς. Κι όμως οι δικοί μας κάθονται προσοχή. Μόλις δουν ξένο, κάθονται κλαρίνο, χωρίς να σκεφτούν τι θέλει και ποιος είναι. Γραμματέας είναι, ρε, κι έρχεται να μας γελοιοποιήσει. Γιατί εμείς το “Όχι” το είπαμε μια φορά το 1940 και τελείωσε.».
Για την αλληλεγγύη
«Αλληλεγγύη ποιος να δείξει; Οι πλούσιοι; Ο κόσμος που θα μπορούσε να δείξει αλληλεγγύη ανήκει από τη μεσαία τάξη και κάτω, αυτήν που την τσακίζουν καθημερινά, μέχρι που μια μέρα θα βγει στο δρόμο κι όποιον πάρει ο Χάρος».
Για την Αριστερά
«Πιο χάλια δεν νομίζω να ήταν ποτέ. Ποια είναι η πρόταση της Αριστεράς για να πει ο κοσμάκης “έχω κάπου να ακουμπήσω”;».
Για τη γενιά του Πολυτεχνείου
«Ήταν η πιο άχρηστη γενιά. Αυτή κυβέρνησε τόσα χρόνια. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Μάθαμε να κλίνουμε το ρήμα “βολεύομαι” σε όλους τους χρόνους.»
Είχα πάει αρκετές φορές να ακούσω μαζί με καλούς φίλους τον Δημήτρη Μητροπάνο τα τελευταία χρόνια. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που επικοινωνούσε με τον κόσμο. Αυτή η ανοιχτόκαρδη απλότητα που χαρακτηρίζει τους αληθινά ευλογημένους με ταλέντο ανθρώπους. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που τον είδα. Ήταν στην Αμερική.
Είχα περίπου 6 μήνες σε αυτή την τεράστια χώρα, όταν πήγα εκεί να αναζητήσω την τύχη μου ως απόφοιτος Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με μόνη υποστήριξη την ευχή του πατέρα μου. Βιώνοντας λοιπόν τις απίστευτες δυσκολίες για ένα εικοσάχρονο παιδί από τα Γιάννενα που έπρεπε να καταφέρει να επιβιώσει και να σπουδάσει στο Σικάγο βρέθηκα ξαφνικά μπροστά στον Δημήτρη Μητροπάνο. Τον άκουσα στην πρόβα που έκανε σε ομογενειακό νυχτερινό κέντρο, την ώρα που εγώ σκούπιζα τα μαχαιροπίρουνα. Η φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου ήχησε μέσα μου σαν ένα σάλπισμα σκληρού αγώνα.
Τον αγώνα αυτό τον έδωσα και δόξα τω Θεώ, τον έδωσα με επιτυχία. Στην Αμερική κατάφερα να είμαι γελαστός αλλά όχι γελασμένος. Διότι η Αμερική τηρεί σε μεγάλο βαθμό τις υποσχέσεις της. Η αλήθεια της δύναμής της είναι να επιβραβεύει το σωστό, χωρίς να κοιτάζει ποιος είναι αυτός που το κάνει ή το λέει.
Το αντίθετο δηλαδή από αυτό που έχει υπάρξει για δεκαετίες η Ελλάδα. Εδώ, η επιβράβευση δεν υπήρξε ποτέ θέμα σωστού ή λάθους, αλλά πρωτίστως οικογενειακής καταγωγής και κομματικής προστασίας. Χωρίς και τα δύο ή τουλάχιστον ένα από τα δυο, δεν είχες τύχη αναγνώρισης. Οι εξαιρέσεις σαν αυτή του Δημήτρη Μητροπάνου απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Πρέπει να είσαι απίστευτα προικισμένος άνθρωπος για να μη σε θάψουν ζωντανό, προκειμένου να συνεχίσουν να ηγούνται οι «δευτερότριτοι», παριστάνοντας τους «πρώτους». Γι αυτό αν δεν γυρίσουν αυτόν τον “comme il faut” κόσμο ανάποδα, οι Έλληνες θα συνεχίσουν να ζουν «πάντα γελαστοί και γελασμένοι».