«Θυμάμαι σαν τώρα τη στιγμή που πληροφορήθηκα την τραγωδία των 7,6 Ρίχτερ το 1999 στην Τουρκία, ως υπουργός Εξωτερικών», αναφέρει μεταξύ άλλων ο Γιώργος Παπανδρέου, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”με τίτλο «Η διπλωματία των σεισμών» και η ανθρωποκεντρική εξωτερική πολιτική.
Ολόκληρο το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού:
«Ήταν 17 Αυγούστου 1999, όταν ένας σεισμός 7,6 Ρίχτερ έπληξε τη βιομηχανική περιοχή του Ιζμίτ, της Τουρκίας, αφήνοντας στο πέρασμά του πάνω από 15.000 θύματα.
Σήμερα, οι σκληρές εικόνες επαναλαμβάνονται. Σχηματίζουν ένα τοπίο φρίκης και οδύνης.Χιλιάδες οι παγιδευμένοι στα ερείπια των 2.800 κτιρίων που κατέρρευσαν κοντά στο επίκεντρο του σεισμού, στο Καχραμανμαράς.
Πολλές οικογένειες, μεταξύ των οποίων πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Τουρκία, για να γλυτώσουν από τις πολεμικές συγκρούσεις στη Συρία, έχουν μείνει στο δρόμο, σε συνθήκες πολικού κρύου.
Σήμερα, όπως και τότε, τα δραματικά γεγονότα έφεραν τους λαούς των δυο χωρών μας πιο κοντά.
Θυμάμαι σαν τώρα τη στιγμή που πληροφορήθηκα την τραγωδία εκείνη, το 1999. Ως Υπουργός Εξωτερικών, παρά τις μεγάλες και τότε εντάσεις μεταξύ των χωρών μας, έκρινα ότι η Ελλάδα μπορούσε και έπρεπε να συμβάλει με ανθρωπιστική βοήθεια και με κάθε άλλο τρόπο στη διάσωση των εγκλωβισμένων, ώστε να περιοριστεί ο αριθμός των θυμάτων. Μισή ώρα μετά το σεισμό επικοινώνησα με τον ομόλογό μου Ισμαήλ Τζεμ.
Είμασταν η πρώτη χώρα που πρόσφερε τη βοήθειά της. Ο λόγος προφανής. Πέρα από τα δύσκολα προβλήματα που είχαμε με τη γειτονική χώρα, προείχε η ανθρωπιά. Προείχε η σωτηρία κάθε ανθρώπινης ζωής. Ήταν και η πεποίθηση ότι η δύναμη του Ελληνισμού, η ταυτότητα της Ελλάδας παγκοσμίως, έπρεπε να είναι η διαχρονική δύναμη των ανθρωπιστικών αξιών της.
Στείλαμε γρήγορα εκπαιδευμένους διασώστες της ΕΜΑΚ, ιατρικά συνεργεία, ασθενοφόρα, φάρμακα, τέντες, κουβέρτες, τρόφιμα.Παρότι η πρωτοβουλία ήταν αρχικά σε επίσημο επίπεδο, βρήκε άμεσα ανταπόκριση στον Ελληνικό λαό. Εντυπωσιακός αριθμός ανδρών και γυναικών έδωσε αίμα, συγκέντρωσε ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης.
Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης ήταν σημαντικός. Στην πρωτεύουσα αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στις 24 Αυγούστου, οι πέντε μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς, Πάτρα, Ηράκλειο, έστειλαν από κοινού ανθρωπιστική βοήθεια στην Τουρκία. Τη σκυτάλη πήρε δυναμικά η κοινωνία των πολιτών, με πάρα πολλούς φορείς να συμμετέχουν στην προσπάθεια συμπαράστασης.
Από την πλευρά των ελληνικών ΜΜΕ, είχαμε κάθε μέρα κάλυψη για τις εξελίξεις μετά τον σεισμό με ζωντανά ρεπορτάζ. Από την άλλη, οι τουρκικές εφημερίδες, ξεχνώντας τη συνήθη ρητορική της έντασης, έβαλαν τίτλους με πολύ θετικούς χαρακτηρισμούς για τη βοήθεια του αδελφού λαού και γείτονα.
Παραμένει αξέχαστη η εικόνα του Έλληνα διασώστη που έβγαλε από τα χαλάσματα ένα παιδάκι εννιά χρόνων. Και οι τίτλοι των τουρκικών εφημερίδων έγραφαν στα Ελληνικά «ευχαριστώ Ελλάδα»!
Σε λιγότερο από ένα μήνα, το Σεπτέμβριο του 1999, ο Εγκέλαδος χτύπησε την Ελλάδα.
Η Τουρκία δεν είχε συνέλθει ακόμα από τον σεισμό του Αυγούστου. Και όμως, ήταν η πρώτη χώρα που εξέφρασε την αλληλεγγύη της στέλνοντας άμεσα τα συνεργεία διάσωσης της AKUT – για πρώτη φορά έξω από τα σύνορα της χώρας, ενώ εντυπωσιακός αριθμός Τούρκων πολιτών επικοινωνούσε κάθε μέρα με τις Ελληνικές διπλωματικές αρχές προσφέροντας βοήθεια. Η συνεργασία Ελλήνων και Τούρκων διασωστών ήταν τόσο υποδειγματική, ώστε στη συνέχεια αποφασίσαμε με τον Ισμαήλ Τζεμ τη δημιουργία μιας κοινής μονάδας αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών. Η κοινή αυτή μονάδα, Joint Hellenic-Turkish Standby Disaster Response Unit (JHET-SDRU), προσφέρθηκε στον ΟΗΕ ως μηχανισμός αντιμετώπισης κρίσεων και ψηφίστηκε ομόφωνα από την 54η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Αλλά η «διπλωματία των σεισμών», που σύντομα εξελίχθηκε στη διπλωματία των πολιτών, γιγαντώθηκε και συνεχίστηκε πέραν του κεφαλαίου της σεισμικής τραγωδίας. Η φυσική καταστροφή που χτύπησε τις δυο χώρες, έβαλε σε πρώτο πλάνο την ανθρώπινη διάσταση της πολιτικής, τα κοινά συμφέροντα γειτονικών λαών που καλούνται να αντιμετωπίσουν φαινόμενα που απαιτούν αλληλεγγύη και συνεργασία.Και όπως έχουμε όλοι αντιληφθεί τα τελευταία χρόνια, πληθαίνουν τα προβλήματα που δεν γνωρίζουν σύνορα.
Μας ενώνουν, αντικειμενικά, κοινές προκλήσεις. Κλιματική αλλαγή, προσφυγικές ροές, πανδημίες, τεχνολογικές αλλαγές, κοινωνικές ανισότητες. Κρίσεις που διαμορφώνει η παγκόσμια οικονομία. Προβλήματα με τεράστιες συνέπειες στην καθημερινή μας ζωή.
Η αντιμετώπισή τους απαιτεί και την αναγκαία πολιτική βούληση για κοινές δράσεις, κοινές πρωτοβουλίες και συνεργασίες πέραν των εθνικών μας συνόρων.Η διπλωματία των σεισμών – και των πολιτών, έδωσε την ευκαιρία στις δύο χώρες, στους δύο λαούς, να συναισθανθούμε την κοινή μας μοίρα αλλά και τα κοινά συμφέροντα. Και μαζί, να οραματιστούμε και κοινές πρωτοβουλίες, σε μια πολύ δύσκολη φάση των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας. Και αναπτύξαμε πολλές πρωτοβουλίες, όπως τη συνυπογραφή της Ολυμπιακής Εκεχειρίας και την κοινή παρουσία που είχα με τον Ισμαήλ Τζεμ, στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, σε μια από τις πολλές κρίσιμες εντάσεις μεταξύ τους.
Η λογική του κοινού συμφέροντος των κοινωνιών, κατάφερε να παραμερίσει τη λογική της σύγκρουσης και της τοξικής αντιπαράθεσης.Η αμοιβαία βοήθεια στους σεισμούς, αποτέλεσε ένα ισχυρό υπόστρωμα για μια διαφορετική προσέγγιση των κρατών μας. Αλλά δεν ήταν από μόνη της αρκετή για να αλλάξει τις επίσημες στάσεις. Συνέπεσε με τα αρχικά βήματα προσέγγισης που είχαμε ήδη κάνει, με ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας και με την απόφασή μας να ξεκινήσουμε συνεργασίες σε θέματα λιγότερο επίμαχα και δύσκολα. Στόχος, η βαθμιαία εμπέδωση εμπιστοσύνης μεταξύ μας, παρά τις υπάρχουσες διαφορές.
Και για πάνω από 15 χρόνια το κλίμα μεταξύ των χωρών μας άλλαξε άρδην, με πολλά θετικά επιτεύγματα παρότι δεν έχουμε λύσει το Κυπριακό και το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.
Η «διπλωματία των σεισμών» έπαιξε καταλυτικό ρόλο, διότι εντάχθηκε σε μια συγκεκριμένη ανθρωποκεντρική αντίληψη της εξωτερικής πολιτικής που είχε συγκεκριμένο πλαίσιο με συστηματικά βήματα προσέγγισης. Βήματα που έφεραν δεκάδες διμερείς συμφωνίες, οικονομική και ενεργειακή συνεργασία, αμοιβαίο τουρισμό, που μέχρι τότε ήταν ανύπαρκτος.
Σήμερα, η συγκυρία είναι ασφαλώς διαφορετική. Και τα τελευταία χρόνια βρεθήκαμε με νέες εντάσεις και απειλές.
Το εάν θα αξιοποιηθεί διπλωματικά η αυθόρμητη έκφραση συμπόνιας προς τους πληγέντες και μέσω αυτής και η συναισθηματική ταύτιση μεταξύ των λαών μας, επαφίεται και στις ηγεσίες των δύο χωρών.
Σίγουρα όμως, παίζει ήδη έναν ανασχετικό ρόλο απέναντι σε όσους θέλουν να καλλιεργούν την πόλωση και τη «διπλωματία του μεγάφωνου», με ύβρεις και απειλές.
Σε κάθε περίπτωση η στάση του λαού μας, απέναντι στην οδύνη που βιώνουν τόσες ψυχές στην Τουρκία και τη Συρία, είναι βαθιά ανθρώπινη και ταυτίζεται με αξίες πανανθρώπινες.
Η ανακούφιση που προσφέρουμε με υλικά μέσα δεν είναι το μόνο μήνυμα. Διασώστες, πρωτοβουλίες αιμοδοσίας και συγκέντρωσης ειδών πρώτης ανάγκης, είναι και ένα μήνυμα ελπίδας για την ειρήνη και τη συνεργασία των λαών.Ας ελπίσουμε λοιπόν, ότι αυτή η ανθρώπινη διάσταση θα αναδείξει για μια ακόμη φορά τη σημασία των σχέσεων καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ του Ελληνικού και του Τουρκικού λαού.
Τέλος, η ΕΕ και η Ελλάδα, πρέπει να συνδράμουν και τους πληγέντες στη Συρία. Μια χώρα που μαστίζεται χρόνια από τις εσωτερικές συγκρούσεις και αδυνατεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια βιβλική καταστροφή».