Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Για τον Νίκο Παρασκευόπουλο, τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, λίγοι είχαν άποψη πριν την τοποθέτησή του στο υπουργείο από τον Αλέξη Τσίπρα. Αυτοί που είχαν ήταν κατά τεκμήριο Νομικοί, οι οποίοι είχαν θετική άποψη για την επιστημονική του κατάρτιση -κάτι που η στήλη δεν έχει καμία πρόθεση να αμφισβητήσει, μιας και τα μονοπάτια της νομικής επιστήμης μας είναι ακαδημαϊκά άγνωστα.
Ο κ. Παρασκευόπουλος μπορεί κατά το παρελθόν να ήταν ένας εξαιρετικός καθηγητής της Νομικής, η πολιτική του σταδιοδρομία όμως ήταν μάλλον ανεπαρκής. Μετά από μερικούς μήνες, κανείς δεν θα θυμάται ότι βρέθηκε για ενάμιση χρόνο ως επικεφαλής του υπουργείου Δικαιοσύνης και, αν συμπεράνω από όσα μου έχουν πει φίλοι και γνωστοί περιμετρικά του νομικού κάδου, ακόμα και αυτοί που το θυμούνται, θα ήθελαν μάλλον να έτρωγαν έναν λωτό από αυτούς που περιγράφονταν στην Οδύσσεια και να ξεχάσουν. Κάπως έτσι, ο κ. Παρασκευόπουλος απηλλάγη των καθηκόντων του από τον πρωθυπουργό κατά τον προηγούμενο ανασχηματισμό και έχει όλο το χρόνο να αφιερωθεί στα βουλευτικά του καθήκοντα, μιας και μπήκε από το παράθυρο στη λίστα της Α’ Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2015. Δεν έχει πάρει ποτέ στη ζωή του σταυρό προτίμησης δηλαδή.
Ένα σημείωμα για την υπουργική πορεία του κ. Παρασκευόπουλου δεν θα είχε κανένα νόημα. Η φράση του όμως στη συνέντευξή του στην Βραδυνή της Κυριακής για τη Χρυσή Αυγή, αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος με ορισμένους εξωκοινοβουλευτικούς, οι οποίοι προσγειώνονται στο πολιτικό σύστημα ως ειδήμονες και καταλήγουν να αυτογελοιοποιούνται. «Η εικόνα της συνύπαρξης στο Καστελόριζο και στη Ρω σε πολλούς μας δεν άρεσε. Από την άλλη όμως πρέπει να αποφασίσουμε τι προτιμούμε: μια προσπάθεια ένταξης της Χρυσής Αυγής στο κλίμα της δημοκρατίας ή τη διαρκή ρήξη. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προηγηθεί η ουσία μιας σύγκλισης», είπε ο κ. Παρασκευόπουλος. Νομίζω δεν έχει πολλή μεγάλη αξία να σχολιάσουμε τη φράση στην ουσία της.
Απλώς, αξίζει να υπενθυμιστεί πως επί των ημερών του κ. Παρασκευόπουλου στο υπουργείο Δικαιοσύνης, η δίκη της Χρυσής Αυγής έχει καθυστερήσει τόσο, ώστε πλέον κανείς δεν θυμάται πως είναι εν εξελίξει η δίκη.
Κάπως έτσι, η πρόταση του κ. Παρασκευόπουλου για «ενσωμάτωση» των χρυσαυγιτών στο πολιτικό γίγνεσθαι, ώστε να μην εμφανίζονται ουσιαστικά ως οι μόνοι αντισυστημικοί, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ξέπλυμα. Είναι η θεωρία της «σοβαρής Χρυσής Αυγής», την οποία έχει εισάγει γνωστός τηλεσχολιαστής με περισπούδαστο ύφος-μόνο που είπε μια μπαρούφα ολκής. Το πολιτικό σύστημα οφείλει να διαλέγει τα όριά του. Όποιος τα διαστέλλει τεχνηέντως διαρκώς, κινδυνεύει αυτό να το γυρίσει μπούμερανγκ. Και σαφώς, για να μειωθεί το σιωπηρό ρεύμα υπέρ της ΧΑ, δεν είναι απαραίτητο η ΧΑ να «ιδρυματοποιηθεί», αλλά το πολιτικό σύστημα να απαντήσει επαρκώς στους προβληματισμούς των πολιτών που τους ωθούν στη ΧΑ.
Η περίπτωση του κ. Παρασκευόπουλου, όμως, αποδεικνύει και κάτι ακόμα: ότι η ρήση του Μπίσμαρκ «Τρεις καθηγητές και η πατρίδα χάθηκε» (Drei Professoren, Vaterland verloren) ισχύει διαχρονικά. Τα τελευταία χρόνια, ο θεσμός των «εξωκοινοβουλευτικών» υπουργών γνώρισε μεγάλες πιένες: η πολιτική όμως χρειάζεται πολιτικούς, τα πανεπιστήμια ακαδημαϊκούς και η αγορά στελέχη. Καθείς εφ’ ω ετάχθη και, ακόμα και αν ένας καθηγητής επιλέξει να περάσει στην πολιτική, οφείλει να πράττει ως πολιτικός. Περισπούδαστες ακαδημαϊκές θεωρίες και κουβέντες του αέρα σε μια τέτοια συγκυρία, με συγχωρείτε, αλλά είναι ανούσιες. Οπότε, ή ο καθηγητής θα καταλάβει πώς λειτουργεί η πολιτική και θα συμπεριφερθεί ανάλογα ή καλύτερα να μείνει στο ακαδημαϊκό του, οικείο, περιβάλλον.
Και κάπως έτσι, συνεχίζουμε, μακάριοι και ευτυχείς, να προχωράμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.