Το πρόβλημα των υψηλών τιμών ενέργειας που παρατηρούνται στην χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην ευρύτερη ΝΑ Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες, «αγγίζοντας ορισμένες ώρες την ημέρα στην Αγορά Επόμενης Ημέρας ακόμη και τα 700 ευρώ/MWh, με σαφή επίπτωση στις τιμές λιανικής και σε νοικοκυριά κι επιχειρήσεις» υπογράμμισε η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου που συμμετείχε χθες και σήμερα, εκπροσωπώντας τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θόδωρο Σκυλακάκη, στο ‘Ατυπο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας στη Βουδαπέστη.
Επικαλούμενη συγκεκριμένα στοιχεία τιμών από τις αγορές της περιοχής (Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Αυστρία, Τσεχία) υποστήριξε ότι η σύζευξη των αγορών δεν λειτουργεί ικανοποιητικά. Επισήμανε το γεγονός ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία ενιαία αγορά όταν το ίδιο αγαθό, εν προκειμένω η ηλεκτρική ενέργεια, πωλείται με τεράστια απόκλιση μεταξύ κρατών – μελών και κατέστησε σαφές ότι χρειάζονται μέτρα, όπως στενή παρακολούθηση της λειτουργίας της αγοράς και αυξημένες διασυνδέσεις, δεδομένου ότι αυτή η κατάσταση θέτει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα των κρατών – μελών.
Η υφυπουργός έκανε παρέμβαση και στο ζήτημα της διαδικασίας αναθεώρησης των Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα, λίγες ημέρες πριν το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ της Ελλάδας τεθεί σε δημόσια διαβούλευση. Όπως ανέφερε «το τελικό σχέδιο αναθεώρησης διατηρεί το ίδιο υψηλό επίπεδο φιλοδοξίας για “πρασίνισμα” του ενεργειακού μας συστήματος, που υπερβαίνει τόσο τη μέση φιλοδοξία των κρατών – μελών της Ένωσης όσο και το “κατώφλι” για μείωση των εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου που έχει θέσει η Επιτροπή». Συγκεκριμένα, το Αναθεωρημένο ΕΣΕΚ θα προβλέπει μείωση εκπομπών ΑτΘ κατά 59% έως το 2030, αρκετά υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό στόχο του 55%.Παράλληλα, προβλέπει ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θα συμμετέχουν στην ακαθάριστη κατανάλωση ενέργειας κατά 42,8% (έναντι 42,5% που είναι ο ευρωπαϊκός στόχος) και στην ηλεκτροπαραγωγή κατά 75,9% (πολύ πάνω από την ευρωπαϊκή στοχοθεσία για 69% ΑΠΕ στον ηλεκτρισμό).
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι το αναθεωρημένο Σχέδιο προτείνει ένα πιο ορθολογικό και κοστοστρεφές επενδυτικό πλάνο για τη μείωση των εκπομπών, εκμεταλλευόμενο την οικονομικότητα που έχουν επιτύχει οι πιο ώριμες και ανταγωνιστικές από απόψεως κόστους τεχνολογίες, όπως οι ΑΠΕ. Η πιο ισορροπημένη αυτή προσέγγιση έχει θετική επίπτωση στο εκτιμώμενο κόστος των απαιτούμενων επενδύσεων, οδηγώντας σε μείωση κόστους (σε σχέση με το υποβληθέν τον Οκτώβριο του 2023 προσχέδιο του ΕΣΕΚ) κατά τουλάχιστον 30% έως το 2030, και επιπλέον κατά τουλάχιστον 40% στην περίοδο 2030-2050, χωρίς να διακινδυνεύεται το βασικό ζητούμενο, που είναι η ενεργειακή μετάβαση. Ουσιαστικά, δηλαδή, επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα με πιο λελογισμένες επενδυτικές επιλογές, διασφαλίζοντας πως οι πολίτες στη χώρα μας δε θα επιβαρυνθούν με υπέρογκα ποσά, ενώ και το κράτος θα αξιοποιήσει τους περιορισμένους πόρους που διαθέτει με το βέλτιστο τρόπο και με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης.
Κατά τη διάρκεια γεύματος εργασίας, συζητήθηκαν οι συστάσεις της έκθεσης Letta για τη διασφάλιση της δημιουργίας μίας ολοκληρωμένης αγοράς ενέργειας και μίας πραγματικής Ενεργειακής Ένωσης. Η κυρία Σδούκου δήλωσε σχετικά ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να χαθεί η δυναμική της ολοκλήρωσης της αγοράς και ότι πρέπει να κάνουμε αποφασιστικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Η υφυπουργός τόνισε την ανάγκη για ένα σχέδιο που θα λαμβάνει υπόψη ολόκληρο το ευρωπαϊκό σύστημα και όχι μόνο τα διακριτά εθνικά συστήματα. Συμφώνησε με τη σύσταση της έκθεσης για επανασχεδιασμό της υποδομής δικτύου της Ευρώπης σε όλα τα τμήματα – ηλεκτρική ενέργεια, υδρογόνο, δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα. Χρειάζονται, όμως, νέα χρηματοδοτικά μέσα, περαιτέρω μόχλευση με πράσινα ομόλογα και άρση των οικονομικών εμποδίων για τις διασυνοριακές επενδύσεις. Ζήτησε να εξετασθεί σοβαρά η σύσταση της Έκθεσης Letta για την ίδρυση ενός Ταμείου Ανάπτυξης Καθαρής Ενέργειας, για να επιτευχθούν οι στόχοι της ΕΕ.
Τέλος, το άτυπο Συμβούλιο συζήτησε το ζήτημα της γεωθερμίας. Η κυρία Σδούκου υπογράμμισε τις αυξημένες δυνατότητες που διαθέτει η Ελλάδα, αλλά εστίασε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι παρόμοιες επενδύσεις απαιτούν αυξημένα αρχικά κεφάλαια, καθώς και τον απαραίτητο διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες για την αποδοχή αυτής της τεχνολογίας, δεδομένου ότι οι τοπικές αντιδράσεις αποτελούν ένα από τα κύρια εμπόδια.