* Αναδημοσίευση από Καθημερινή
Στον παλιό καλό καπιταλισμό υπήρχε μια απλή και υγιής σχέση δανειστών και δανειζομένων με ενδιάμεσες τις τράπεζες. Οι καταθέτες έβαζαν τα λεφτά τους στο ίδρυμα, παίρνοντας κάποιο διάφορο που λεγόταν τόκος, οι τράπεζες δάνειζαν λεφτά σε όσους τα χρειάζονταν με μεγαλύτερο επιτόκιο κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι που το «αόρατο χέρι» έκανε καλά τη δουλειά του.
Με τα χρόνια οι τράπεζες έγιναν πολύπλοκες και προικίστηκαν με περίτεχνους όρους (κεφαλαιοποίηση, ταμειακές ροές, συμβατά και μη συμβατά δάνεια, ΙΡΟ, ασφάλιστρα κινδύνου και δεν συμμαζεύεται) που απλώς συσκότισαν τη λειτουργία τους. Αυτές οι περίτεχνες λέξεις αντικατόπτριζαν σύνθετα εργαλεία για την αντιμετώπιση κινδύνων και όλοι είδαμε την περίοδο 2007-2009 πόσο καλά δούλεψαν.
Επίσης, στον παλιό καλό καπιταλισμό εκείνοι που έπαιρναν λάθος αποφάσεις τιμωρούνταν. Στον νέο καπιταλισμό εκείνοι που τον οδήγησαν στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση μετά τον πόλεμο έφυγαν με μπόνους εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ οι πολλοί μικροί –που επίσης πήραν τη λάθος απόφαση να εμπιστευθούν τα «χρυσά παιδιά» της επίχρυσης πιστωτικής εποχής– πλήρωσαν δυσανάλογο τίμημα. Παγκοσμίως, το νέο οικονομικό σύστημα διαμορφώνεται σε κάτι που δικαιώνει τον Κέινς, ο οποίος έλεγε ότι «καπιταλισμός είναι εκείνη η περίεργη δοξασία, σύμφωνα με την οποία οι πιο αχρείοι άνθρωποι θα κάνουν τα πιο αχρεία πράγματα για το καλό όλων μας».
Η μόνη διαπραγματευτική ισχύς που πιστεύουν ότι έχουν οι πολίτες είναι η ψήφος τους και γι’ αυτό στρέφονται στα άκρα.
Στη ρωμαίικη εκδοχή του νέου καπιταλισμού αυτοί που τοποθετούν τα χρήματά τους στις νέες και «υγιείς τράπεζες» δεν παίρνουν ως διάφορο ούτε τον πληθωρισμό, ενώ όσοι χρειάζονται δανεισμό δεν τον βλέπουν ούτε με το κιάλι. Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν ρισκάρουν να γίνουν αυτό που λέει το όνομά τους, ασχέτως αν «η διαφορά μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων στη χώρα μας διαμορφώθηκε το β΄τρίμηνο του έτους στο 3,13% έναντι μέσου όρου 1,59% των τραπεζών στην Ε.Ε.». Ίσως να μην έχουν και κίνητρο να δανείζουν αφού –υπό την αδιαφορία(;), ανικανότητα(;), με συνέργεια(;) της κυβέρνησης– μπορούν να στηρίζουν τη θηριώδη κερδοφορία τους (4 δισ. το 2023) χαρατσώνοντας από λίγο, τους πολλούς, μικρούς καταθέτες που δεν έχουν διαπραγματευτική ισχύ.
Έτσι τώρα οι τράπεζες εκεί που μας χρωστούν από τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων (σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το μέσο εγχώριο επιτόκιο προθεσμιακών καταθέσεων είναι 1,73%, το μέσο επιτόκιο στην Ευρωζώνη είναι 3%· μη μιλήσουμε για τον χαμό που γίνεται στις απλές καταθέσεις) θα επιβαρύνουν με πάγιο τέλος 0,6-10 ευρώ κάθε λογαριασμό. Συμφώνως με το ρεπορτάζ, «μηνιαίες πάγιες χρεώσεις αντί των ad hoc επιβαρύνσεων ανά συναλλαγή προωθούν οι τράπεζες, υπό το βάρος των προστίμων από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, των αντιδράσεων των πελατών τους και των πιέσεων της κυβέρνησης» («Κ», 17.1.2024). Κατά το ίδιο ρεπορτάζ, «οι τράπεζες υιοθετούν ένα μοντέλο που χρησιμοποιούν τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη», αλλά δεν υιοθετούν το άλλο μοντέλο που έχει μικρή ψαλίδα μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων.
Στη ζωή, την πολιτική, την οικονομία, τίποτε δεν πάει χαμένο. Οι πολίτες μπορεί να μην καταλαβαίνουν τους περίτεχνους όρους που χρησιμοποιούν οι ομιλούσες κεφαλές της τηλεόρασης για να εξιδανικεύουν τέτοιες πολιτικές, αλλά στο τέλος της ημέρας νιώθουν ριγμένοι. Η μόνη διαπραγματευτική ισχύς που πιστεύουν ότι έχουν είναι η ψήφος τους και γι’ αυτό στρέφονται στα άκρα· δεν είναι τυχαία η ισχύς του Τραμπ στη «ζώνη της σκουριάς», εκεί όπου κάποτε βρισκόταν το (πολιτικώς) μετριοπαθές εργατικό δυναμικό. Στα καθ’ ημάς, η επιτυχής «τριγωνοποίηση» του κ. Μητσοτάκη βουλώνει κάποιες τρύπες, αλλά αυτές είναι περισσότερο συμβολικού – ιδεολογικού περιεχομένου. Στο πεδίο του πραγματικού, που αφορά την τσέπη των πολιτών, τα υπόγεια ρεύματα βουίζουν…