Δεύτερη από το τέλος κατατάχθηκε η Ελλάδα σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ για το 2022, καταγράφοντας ποσοστό 33% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, πίσω μόνο από τη Βουλγαρία (38% κάτω από τον μ.ο. της ΕΕ) και την Σλοβακία (29% κάτω).
Κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο κινήθηκε και η πραγματική ατομική κατανάλωση στην Ελλάδα το ίδιο έτος, καθώς κατατάχτηκε στην 25η θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης μαζί με την Εσθονία και 22% κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Τα πιο πάνω στοιχεία που έγιναν γνωστά από την Eurostat την Πέμπτη αποδεικνύουν πόσο πίσω παραμένει η χώρα μας όσον αφορά τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους σε βασικούς δείκτες που αντανακλούν την κοινωνική ευημερία παρά τις αντίθετες διακηρύξεις και τις επίσημες στατιστικές για την ανάπτυξη και την άνοδο των επενδύσεων.
Το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2022
Το 2022, όπως και το 2020 και το 2021, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία κατέγραψαν το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκφρασμένο σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης στην ΕΕ, στο 156% και 135% αντίστοιχα, πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Τα στοιχεία δείχνουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της οικονομικής δραστηριότητας. Μετά το Λουξεμβούργο και την Ιρλανδία, η Δανία (36% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ), η Ολλανδία (30% πάνω), η Αυστρία (24% πάνω) και το Βέλγιο (20% πάνω) βρίσκονται στην κορυφή της λίστας με κατά κεφαλήν ΑΕΠ περισσότερο από 20% πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Η κατά κεφαλήν πραγματική κατανάλωση
Η πραγματική ατομική κατανάλωση (AIC) θεωρείται μέτρο της υλικής ευημερίας και αναφέρεται σε όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που καταναλώνονται πράγματι από τα νοικοκυριά. Περιλαμβάνει καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες που αγοράζονται απευθείας από νοικοκυριά, καθώς και υπηρεσίες που παρέχονται από μη κερδοσκοπικά ιδρύματα και την κυβέρνηση για ατομική κατανάλωση (π.χ. υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης). Σε διεθνείς συγκρίσεις, ο όρος προτιμάται συνήθως έναντι της στενότερης έννοιας της οικιακής κατανάλωσης, επειδή η τελευταία επηρεάζεται από τον βαθμό στον οποίο τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα και η γενική κυβέρνηση ενεργούν ως πάροχοι υπηρεσιών.
Τα επίπεδα της πραγματικής ατομικής κατανάλωσης στην ΕΕ παρουσίασαν σημαντικές διαφορές καθώς κυμάνθηκε από 69% έως 138% του μέσου ευρωπαϊκού όρου στις χώρες της ΕΕ.
Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, το Λουξεμβούργο κατέγραψε το υψηλότερο επίπεδο κατά κεφαλήν στην ΕΕ με 38% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ακολουθούμενο από την Αυστρία και τη Γερμανία (και οι δύο 18% πάνω), την Ολλανδία (16% πάνω) και το Βέλγιο (15% πάνω). Το 2022, εννέα χώρες της ΕΕ κατέγραψαν κατά κεφαλήν AIC πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Τα χαμηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν AIC καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (31% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ), στην Ουγγαρία (29% κάτω), στην Κροατία και τη Λετονία (και οι δύο 24% κάτω) και στη Σλοβακία (23% κάτω).
Τα τελευταία τρία χρόνια, η πραγματική κατά κεφαλήν κατανάλωση σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ έχει αλλάξει στην πλειονότητα των χωρών της ΕΕ. Μεταξύ 2020 και 2022, τα επίπεδά της αυξήθηκαν σε 18 χώρες της ΕΕ, κυρίως στη Βουλγαρία (69% του μέσου όρου της ΕΕ το 2022 σε σύγκριση με 60% το 2020), την Κροατία (76% έναντι 69%), τη Ρουμανία (86% έναντι 81% ), και την Ιρλανδία (94% έναντι 89%).
Αντίθετα, τα επίπεδά της μειώθηκαν σε 7 χώρες της ΕΕ. Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στη Δανία (110% το 2022 έναντι 121% το 2020), στη Γερμανία (118% έναντι 124%) και στη Φινλανδία (109% έναντι 114%).
ΠΗΓΗ: ot.gr