Γράφει ο Ceteris Paribus
Πού επιτέλους «κολλάει» η συμφωνία ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές; Η διαπραγμάτευση είναι «τυφλή» επειδή οι δανειστές ζητούν τα πάντα, ή υπάρχει «λογική» σε αυτά που ζητούν; Το κρίσιμο αυτό ερώτημα έχει την εξής απάντηση: οι απαιτήσεις των δανειστών είναι μεν σκληρές, αλλά υπακούουν σε μία απόλυτη προτεραιότητα: τη βιωσιμότητα του ελληνικού κρατικού χρέους. Ο όρος αυτός είναι θεμελιώδης για να παραμείνει το «κουαρτέτο» των δανειστών (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Κομισιόν και ESM) ενωμένο, κυρίως δηλαδή για να παραμείνει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Διότι το ΔΝΤ έχει ήδη μετατοπιστεί από την απαίτηση για «κούρεμα» του χρέους ώστε να γίνει βιώσιμο, στην απαίτηση να είναι βιώσιμη η εξυπηρέτησή του. Αυτό όμως σημαίνει υψηλά και «αξιόπιστα» πρωτογενή πλεονάσματα.
Ιδού λοιπόν τι βρίσκεται στη βάση των σκληρών απαιτήσεων των δανειστών: τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Τα οποία, στο πλαίσιο της λιτότητας που έχει κυριαρχήσει, σημαίνουν πολύ απλά νέους φόρους και νέες περικοπές.
Αυτό μας οδηγεί στον πυρήνα των διαπραγματεύσεων: την πίεση των δανειστών για νέες περικοπές στις συντάξεις. Για να ενισχύσουν τις πιέσεις για τις συντάξεις, οι δανειστές πιέζουν ταυτόχρονα και στο μέτωπο των μισθών – αν μειωθούν οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα κάτω από 586 μικτά, τότε πιέζονται προς τα κάτω τόσο οι μισθοί στο δημόσιο τομέα όσο και οι συντάξεις… Έτσι αποκαλύπτεται ότι οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, ενώ αυτοί καθαυτοί δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος, σχετίζονται όμως -εμμέσως πλην ουσιαστικώς- τόσο με τους μισθούς στο δημόσιο τομέα όσο και με τις συντάξεις.
Σ’ αυτό το «κουβάρι» συντάξεων και μισθών, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, κρύβεται το μυστικό -και η δυσκολία- της διαπραγμάτευσης. Από τα 4 γεμάτα χρόνια του ελληνικού προγράμματος οι δανειστές έχουν βγάλει το ασφαλές συμπέρασμα ότι οι περικοπές σε μισθούς και συντάξεις είναι η «βασιλική οδός» για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα της εξυπηρέτηση του χρέους, που είναι με τη σειρά της απαραίτητη προϋπόθεση για να μείνει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Για τον ίδιο προφανή λόγο είναι τόσο σκληρό το ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις.
Για να κλείσει η συμφωνία, λοιπόν, θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να οπισθοχωρήσει σε τουλάχιστον μία από τις δύο «κόκκινες γραμμές» που, θεωρητικά τουλάχιστον, μένουν όρθιες: τις συντάξεις και τους μισθούς (με αυτή τη σειρά). Και δεν μπορεί παρά να το κάνει, αφού αποτελεί δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα που περιλαμβάνεται στο κοινό ανακοινωθέν με τον Γιουνκέρ, στο οποίο σαφώς αναφέρεται ο στόχος του «περιορισμού της συνταξιοδοτικής δαπάνης». Όλη η διαπραγμάτευση εστιάζεται τώρα στην έκταση που θα πάρει αυτός ο «περιορισμός»… Η ελληνική κυβέρνηση ζητεί να μην υπάρξει νέα οριζόντια περικοπή συντάξεων, έχοντας ουσιαστικά αποδεχτεί «χειρουργικές επεμβάσεις» στο συνταξιοδοτικό: πρόωρες συντάξεις, «υψηλές» επικουρικές συντάξεις, παραμετρικές αλλαγές που θα ισχύσουν από το 2020. Μάλλον όμως θα αναγκαστεί να δεχτεί κάτι περισσότερο και απ’ αυτά. Ώστε να κλείσει το «πακέτο» της συμφωνίας.
Υ.Γ. 1 Στο ζήτημα αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης τα προβλήματα πολιτικής διαχείρισης των όποιων επιλογών. Η δήλωση του Πάνου Σκουρλέτη ότι «δεν βοηθάει να τίθεται ζήτημα κομματικής πειθαρχίας» υποκρύπτει και ένα αγώνα για μετάθεση των σκληρών επιλογών στα χαρτοφυλάκια των άλλων. Και για να το πούμε αλλιώς: Αν πρόκειται η μεγάλη οπισθοχώρηση να γίνει στις συντάξεις και να διασωθούν στοιχειωδώς οι μισθοί και τα εργασιακά, τότε μην πιέσουμε τον Στρατούλη (που θα είναι ο… ζεματισμένος) με κομματικές πειθαρχίες και τα τοιαύτα.
Υ.Γ. 2 Αποδεχόμενος να εισαχθείς την απόφαση της πρόσφατης Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ σαν «κόκκινη γραμμή» το «Όχι νέες περικοπές στις συντάξεις», ενώ είχε αποδεχτεί στο κοινό ανακοινωθέν με τον Γιουνκέρ το στόχο για «περιορισμό της συνταξιοδοτικής δαπάνης», ο Αλέξης Τσίπρας απλώς χρησιμοποίησε το κόμμα του σαν μοχλό στις διαπραγματεύσεις.