Το 1951 ο Σόλομον Ας πραγματοποίησε μια σειρά από πρωτότυπα πειράματα που σκοπό είχαν να μελετήσουν τις συνθήκες που οδηγούν ένα άτομο να υιοθετήσει τις απόψεις του συνόλου.
Ο Ας έβαλε άνδρες φοιτητές που νόμιζαν ότι συμμετείχαν σε μια διαδικασία οπτικής ευκρίνειας να καθίσουν γύρω από ένα τραπέζι κατά ομάδες των επτά. Στη συνέχεια τους ζήτησε να υπολογίσουν ποια από τις τρεις άνισες γραμμές που εμφανιζόταν σε μία κάρτα ήταν ίση με τη σταθερή γραμμή που εμφανιζόταν σε μια άλλη και να ανακοινώσουν την απάντηση τους φωναχτά.
Στη πραγματικότητα μόνο ένας από τους επτά ήταν ανυποψίαστος. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες ήταν συνεννοημένοι και είχαν λάβει την οδηγία από τον Ας να δίνουν λανθασμένες απαντήσεις. Ο ανυποψίαστος απαντούσε πάντα προτελευταίος. Από τις τρεις γραμμές, η σωστή απάντηση ήταν ολοφάνερη, ωστόσο μερικοί από τους ανυποψίαστους επέλεγαν τη λάθος απάντηση, που εσκεμμένα είχαν διαλέξει οι προηγούμενοι. Ενώ λοιπόν το υποκείμενο γνώριζε ότι είχε δίκιο αρνούνταν την αλήθεια που έβλεπε και συμφωνούσε με τις ομόφωνες αλλά λανθασμένες απαντήσεις της ομάδας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι περισσότερο από το ένα τρίτο των απαντήσεων των υποκειμένων επηρεάστηκε από τις λανθασμένες απαντήσεις της πλειοψηφίας ενώ ακόμα και αυτοί που έμειναν ανεπηρέαστοι από τις πιέσεις της ομάδας βίωναν μέσα τους μια σύγκρουση.
Εξίσου σημαντικό είναι επίσης ότι όταν ο Άς μετά το πείραμα ρώτησε τους συμμετέχοντες γιατί συμφώνησαν με την ομάδα, αρνήθηκαν ότι το έκαναν επειδή επηρεάστηκαν από τους συνεργάτες, αλλά υποστήριξαν ότι πράγματι είδαν τις γραμμές όπως οι υπόλοιποι. Το «πείραμα της συμμόρφωσης του Ας» όπως ονομάστηκε έδειξε την απίστευτη επιρροή που ασκεί η ομαδική πίεση στο άτομο αλλά και την παντοτινή επιθυμία του ανθρώπου να ανήκει στο σύνολο.