Γράφει η Φαίη Νικητοπούλου*
Το σχολείο αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της κοινωνίας, καθώς προάγει τη δημοκρατία και το ομαδικό πνεύμα, διευρύνει τους ορίζοντες, κοινωνικοποιεί τα άτομα. Η κοινωνία εξελίσσεται και βελτιώνεται μέσα από την εξέλιξη και βελτίωση του σχολείου και κατ’ επέκταση του εκπαιδευτικού συστήματος.
Ωστόσο, για την επίτευξη της καλής και ομαλής λειτουργίας του σχολείου απαιτούνται κάποιοι εσωτερικοί ρυθμιστικοί κανόνες όπου ρυθμίζουν τις σχέσεις και το ρόλο των μελών του σχολείου. Οι εσωτερικοί κανόνες του κάθε σχολείου αποτελούν θεμελιώδες κομμάτι της διατήρησης της τάξης και της πειθαρχίας με απώτερο σκοπό την ομαλή προώθηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτοί οι κανόνες πηγάζουν από το Προεδρικό Διάταγμα 104/79.
Το ΠΔ 104/79 περιέχει ένα σύνολο όρων, κανόνων και νόμων το οποίο συμβάλει στην μεθοδική και αποτελεσματική λειτουργία της σχολικής μονάδας. Ο νομοθέτης προβλέπει μια σειρά από διαδικασίες απαραίτητες για την εσωτερική οργάνωση της σχολικής ζωής. Θέτει τις αρμοδιότητες για κάθε διαδικασία που σχετίζεται με την είσοδο, την έξοδο και τη συμπεριφορά των μαθητών εντός της σχολικής κοινότητας.
Μέσω του Προεδρικού αυτού διατάγματος, εξασφαλίζεται η ευταξία στο σχολικό χώρο με σκοπό την αποδοτική λειτουργία του σχολείου στο γνωστικό τομέα αλλά και την καλλιέργεια της αυτοπειθαρχίας και της κοινωνικής συνείδησης στους μαθητές. Οριοθετεί την παραβατική συμπεριφορά με κυρώσεις και επιβεβαιώνει τη δέουσα με χαρακτηρισμό της διαγωγής. Ο νομοθέτης διαμορφώνει το νόμο βάσει σύγχρονων ηθικών, κοινωνικών και πολιτικών αξιών.
Το σύγχρονο δημοκρατικό ιδεώδες επιβάλει νομοθεσίες που εμφορούνται από δημοκρατικό πνεύμα και αποβλέπουν στη διαμόρφωση ενός ελεύθερου παιδαγωγικού και διδακτικού κλίματος με σκοπό την καταξίωση της προσωπικότητας του μαθητή. Ο νομοθέτης οφείλει να προσέξει την κοινωνική διάταξη του μαθητή ως μέλος της ομάδας. Στο σύγχρονο αντιαυταρχικό σχολείο, ο νομοθέτης διατυπώνει κανόνες σύμφωνα με τα πρότυπα και τις ανάγκες της δημοκρατικής κοινωνίας. Ο σχολικός κανονισμός δεν πρέπει να έχει στατικό χαρακτήρα αλλά να συνδέεται δυναμικά με το περιβάλλον και την εποχή και να ενσωματώνει όχι μόνο την οργανωτική άποψη της σχολικής πειθαρχίας αλλά και την παιδαγωγική.
Ετυμολογικά η λέξη πειθαρχία αποτελείται από τις λέξεις πείθω/ομαι και τη λέξη αρχή/ω, που σημαίνει υπακοή μέσω της πειθούς κάποιου σε κάποιον, ο οποίος εκπροσωπεί κάποια αρχή. Η πειθαρχία για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες εύρυθμης λειτουργίας του πολιτεύματος (δημοκρατίας, ολιγαρχίας, αριστοκρατίας, μοναρχίας) και ηθικής καταξίωση της ζωής (υπακοή στους άγραφους νόμους των θεών, σεβασμός στους γονείς και στους ξένους, αμέριστη συμπαράσταση στους φίλους, τήρηση όρκων κ.λ.π. Στις μέρες μας ωστόσο, η έννοια της πειθαρχίας πολύ συχνά χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την απόλυτη υποταγή ή και τη μέθοδο υποταγής σε κάποια αρχή. Το άτομο πρέπει «να πειθαρχεί στις απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής».
Ο όρος εξουσία αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν κοινωνικό φαινόμενο. Η έννοια της εξουσίας συνδέεται άμεσα με την ικανότητα που έχει κάποιος να επιβάλει τη θέλησή του, δηλαδή με την έννοια της δύναμης.
Όσον αφορά τη σχολική πειθαρχία, αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας καθώς αποτελεί ένα μόνιμο και καθημερινό φαινόμενο. Απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τους εκπαιδευτικούς, τη διεύθυνση του σχολείου και τους γονείς καθώς προβλήματα πειθαρχίας μπορούν να ανατρέψουν την ομαλή διεξαγωγή του μαθήματος.
Τη μεγαλύτερη συχνότητα παρουσιάζουν τα καθημερινά μικροπροβλήματα πειθαρχίας, τα οποία σχετίζονται κυρίως με την εκπαιδευτική διαδικασία και τα οποία της δημιουργούν καθυστερήσεις, ασυνέχεια ή παρέκκλιση έστω και προσωρινά από τους στόχους της. Ωστόσο, δε λείπουν και μεγαλύτερα σε έκταση και συνέπειες προβλήματα, όπως εξαιρετικά βίαιες πράξεις, καταστροφές της σχολικής περιουσίας, της περιουσίας των συμμαθητών, μικροκλοπές, καταλήψεις κλπ. Τέλος πρέπει να αναφερθούν και τα προβλήματα απειθαρχίας που παρουσιάζουν μαθητές με προβλήματα προσαρμογής.
Η σχολική πειθαρχία με τους μηχανισμούς και τις τεχνικές της ιεραρχεί, αξιολογεί και κοινωνικοποιεί τις σχέσεις και τις συμπεριφορές μέσα στο σχολικό χώρο. Το σχολειό λοιπόν ως κοινωνικοπολιτικός θεσμός συντελεί αποφασιστικά στη διατήρηση και την αφομοίωση ενός αριθμού αξιών και προτύπων. Ο μαθητής εκτός από γνώσεις, μαθαίνει να υπακούει και να εκτελεί εντολές, να υπόκειται σε επιβολή κανόνων οδηγώντας τον πολλές φορές στην ανυπακοή. Ωστόσο, το ελληνικό σχολείο φαίνεται να παραμένει εγκλωβισμένο σε πολλές από τις παλιές πρακτικές διδασκαλίας και πειθαρχίας των μαθητών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εξατομίκευση στη σχολική τάξη, ενώ απουσιάζει σχεδόν η ομαδική εργασία.
Η εξουσία του εκπαιδευτικού εκφράζεται κυρίως με τη βαθμολογία και με το όλο σύστημα αμοιβών και ποινών προς τους μαθητές. Η σχολική αίθουσα μέσα από την τυπική χωροταξική της διαμόρφωση εντείνει την τυπική εξουσία του εκπαιδευτικού και θέτει τα όρια της εκπαιδευτικής αλληλόδρασης. Η κυριαρχία του εκπαιδευτικού φαίνεται μέσα από μια σειρά ποινών και τιμωριών προς το μαθητή καθώς και από την απαγόρευση κινήσεών του μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας.
Όσον αφορά τις τιμωρίες, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπόδειξη σε έναν μαθητή που κάνει φασαρία να μετακινηθεί από τα τελευταία θρανία στα πρώτα. Επίσης, μέσω της αποβολής έχουμε την απαγόρευση χρήσης χώρου και συμμετοχής στα δρώμενα εντός του χώρου. Επιπλέον, η θέση του τιμωρουμένου σε μια γωνία της τάξης ή σε αχρησιμοποίητα και απομονωμένα θρανία μέσα στην τάξη αποτελεί ακόμη μια μορφή ελέγχου. Κάθε αλλαγή θέσης μέσα στην τάξη θα πρέπει να εγκριθεί πρώτα από τον εκπαιδευτικό.
Σήμερα λοιπόν η μαθητική αταξία ερμηνεύεται ως κοινωνική ατέλεια και ανωριμότητα του μαθητή που πολλές φορές τον οδηγεί σε αναποτελεσματικές μορφές συμπεριφοράς. Καθήκον του σχολείου, εκτός από τη μαθησιακή διαδικασία, θεωρείται η αποτελεσματικότερη συνεργασία σχολείου-οικογένειας καθώς επίσης και η καθοδήγηση των μαθητών ώστε να αναπτύξει αποτελεσματικές μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς.
Ωστόσο τίθενται ορισμένα ερωτήματα όπως για το αν αποτελεί ο σχολικός κανονισμός το εναρκτήριο λάκτισμα για να θεωρείται η σχολική πειθαρχία ως αυτοσκοπός ή παιδαγωγικό μέσο για την ομαλή σχολική ζωή και την ανάπτυξη της προσωπικότητας του κάθε ατόμου; Οι μαθητές δεν θα έπρεπε να συμμετέχουν πιο ενεργά και πιο τακτικά στη διατύπωση κανονισμών εφόσον αποτελούν μέρος της σχολικής κοινότητας;
Η διαφορετικότητα των μαθητών εξαιτίας του κοινωνικό-οικονομικού περιβάλλοντος από το οποίο προέρχονται λαμβάνεται υπόψη στη σύνταξη των κανονισμών; Η αξιολόγηση της επίδοσης σε ποιο βαθμό και με ποιό τρόπο θα πρέπει να συνδέεται με τη συμπεριφορά των μαθητών; Σύμφωνα με τους κανονισμούς οι ρόλοι μέσα στην ομάδα κατανέμονται ανάλογα με τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις, τις επιδόσεις και τις προσπάθειες που καταβάλουν οι μαθητές; Αποτελεί τελικά η σχολική μονάδα παράδειγμα δημοκρατικής λειτουργίας και πρότυπο δημοκρατικής αγωγής;
*Η Φαίη Νικητοπούλου είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του πανεπιστήμιου Πελοποννήσου και επίτροπος του Κέντρου Αστικής Μεταρρύθμισης στην μελέτη για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση.