Γράφει ο Θοδωρής Ρακόπουλος*
Οπως λέει ο Thomas Hylland Eriksen, την ανθρωπολογία απασχολούν μικρά μέρη αλλά μεγάλα θέματα. Μάλιστα, η εμβάθυνση στο μικρό μέρος ανοίγει το παράθυρο στο μεγάλο θέμα και ίσως μονάχα ένα μικρό, περιορισμένης πάντως ανθρώπινης αναφοράς πεδίο δίνει τη δυνατότητα της εις βάθος και για χρόνο μελέτης.
Το παρόν βιβλίο μάς φέρνει ενώπιον ενός κομβικού σημείου κατανόησης του κοινωνικού, εκκινώντας από μια μικρή κοινότητα κοντά στην Κόνιτσα, ένα χωριό μερικών δεκάδων κατοίκων σήμερα, και στην πιο εύρωστη περίοδό του, 130 χρόνια πριν, 770 ψυχών. Το σημείο αυτό δεν είναι άλλο από τη διάλυση του ορίου φύση – πολιτισμός. Γνώμη μου είναι πως η ψευδοδιπολικότητα τού φύση και πολιτισμός, στην αντίληψη του συγγραφέα, αναλύεται συμπλεκτικά: φύση και πολιτισμός λοιπόν, σε απόλυτη συνάρθρωση και αλληλεξάρτηση. Η έμφαση στο και λοιπόν, κι όχι σε καθεμία από τις έννοιες.
Φύση-άνθρωπος
Ο φυσικός χώρος μετατρέπεται σε ανθρωπογενές τοπίο στο βιβλίο του Νιτσιάκου. Κι αυτό όχι αντανακλώντας μία από έξω κι από πάνω άποψη του συγγραφέα, αλλά μια από κάτω κι από μέσα εθνογραφική κατάθεση, σε συναρπαστικές συνομιλίες και καταγραφές μνημών από τους ντόπιους του χωριού.
Η εθνογραφική αυτή συζήτηση με τη συχνά λαγαρή, δροσερή γλώσσα, που περιλαμβάνει άπειρους φυσιοδιφικούς όρους, διέρχεται πρακτικές όπως το κόπρισμα και την κλαδονομή, όπου η κτηνοτροφία στην ουσία επανορίζει και αναδημιουργεί το δάσος.
Η συζήτηση βέβαια κορυφώνεται στο ζήτημα των κλαδερών (σ. 69), καθότι οι πρακτικές διαχείρισης των δέντρων αυτών άλλο δεν κάνουν από το να γεφυρώνουν όχι μόνο φύση και πολιτισμό αλλά ειδικότερα γεωργία και κτηνοτροφία, καθότι τα γίδια τρέφονται περισσότερο με κλαδιά παρά με χόρτα, ανανεώνοντας το δάσος. Κοντά σε αυτά, και η εγκατάλειψη του καλλιεργητικού χώρου, και ας μου επιτραπεί η αντιπαραβολή με την επαναγρίευση του χώρου, το rewilding, όπως αναφέρει ο George Monbiot στο εμβληματικό πρόσφατο βιβλίο του Feral.
Εξαιρετικά σημαντική σε αυτό το επίπεδο η συμβολή του βιβλίου στη συζήτηση του ορισμού της έννοιας «δάσος». Μέσα στη θολή κανονιστικότητα των κρατικών αρχών, αναδύονται οι εντόπιες ιστορικές έννοιες που όχι απλά εμπλουτίζουν αλλά και υποκαθιστούν ένα πολιτικό πεδίο. Διότι ο ορισμός του δάσους, οι αποχαρακτηρισμοί δασικών εκτάσεων, το ξαναβάπτισμα δασικών περιοχών, η επιθετική έννοια «λιβάδι» αποτελούν ένα πεδίο εννοιολογικών και πολιτικών συγκρούσεων ήδη εντός του κράτους, ανάμεσα στη διοίκηση και τις δικαστικές αρχές, και ειδικά τη νομολογία του Ε’ τμήματος του ΣτΕ, όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας (σ. 40).
Το πρόβλημα μας πηγαίνει στη γένεση της ελληνικής έννομης τάξης στη βαυαροκρατία. Αντιθέτως, οι τοπικές προσλήψεις και αντιλήψεις για το δάσος (μια έννοια που η διοίκηση υποβάλλει στους εντόπιους πληθυσμούς) προέρχονται από τις έννοιες λόγγος και ρουμάνι και μάλιστα στην περιοχή όπου αναφέρεται ο Νιτσιάκος, «ορμάνι». Το ορμάνι, μια δασωμένη έκταση, είναι ένας χώρος ακόμη περισσότερο κοινωνικοποιημένος από το συμβατικό δάσος. Πρόκειται για μια έκταση με δενδρώδη βλάστηση διαμορφωμένη από την ανθρώπινη δραστηριότητα (υλοτομία, κλαδονομή, βόσκηση, σ. 44).
Οικολογία-οικονομία
Με όλα αυτά υπ’ όψιν, η σύμπτυξη του οικολογικού και του οικονομικού δεν θα έπρεπε να μας ξενίζει. Στην πραγματικότητα, με μια ολιστική ανάλυση, το οικονομικό πεδίο δεν διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες ανθρώπινες δραστηριότητες. Τόσο η οικονομική όσο και η οικολογική ζωή τελικά ασχολούνται με τη διαχείριση υλικών πόρων και την ανάπτυξη κοινωνικών δεσμών όσο και την ανάπλαση του φυσικού περιβάλλοντος. Εχουμε συνηθίσει οι λέξεις αυτές να αφορούν τις πυρκαγιές στην Ινδονησία τον περασμένο μήνα, τη Φουκουσίμα, την πετρελαιοκηλίδα της BP στον Κόλπο του Μεξικού το 2010.
Στην πραγματικότητα, η εναρμόνιση του ανθρωπογενούς με το φυσικό περιβάλλον στη μικρή κλίμακα καλεί για πιο αισιόδοξες και πάντως προκλητικά αναλυτικές περιοχές έρευνας και ανάπτυξης του πολιτικού φαντασιακού.
Το Πεκλάρι είναι ένα πολύ ανθεκτικό ανθρωπογενές οικοσύστημα (σ. 28). Τα όρια του χωριού, σε αυτό που ο Νιτσιάκος προτείνει ως «ανθρωπογενή οικοδυναμική», δεν είναι ορατά: δεν χάνονται απλά στα όρια του δάσους, αλλά κοινωνικοποιούν το δάσος, το διαμορφώνουν συνεχώς, το αναπλάθουν σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομικής μικροκλίμακας.
Με αυτή την έννοια, το βιβλίο είναι τόσο οικονομική όσο και οικολογική ανθρωπολογία, δύο υποπεδία της πειθαρχίας μας που πάνε χέρι χέρι από τη γένεση της ανθρωπολογίας ως κλάδου, και θυμίζει πρόσφατες συζητήσεις για την εμπρόθετη δράση φυσικών στοιχείων (Latour) ή για την «κοινωνία της φύσης» στο αμαζονιακό παράδειγμα (Descola). Ο Νιτσιάκος, βέβαια, κινείται σε άλλη κατεύθυνση.
Μας υπενθυμίζει τους τρόπους παραγωγής, την ανάγκη ιστορικοποίησης, ενώ υπογραμμίζει τους τρόπους ενός πράου, silent κοινωνικού εξισωτισμού. Αφηγείται αναλυτικά τη βιώσιμη αειφορία ενός «παραδοσιακού» τρόπου ζωής, ο οποίος φαίνεται να είναι πιο επίκαιρος και επείγων από ποτέ, στην οικολογική διάλυση που βιώνουμε, η οποία διαντιδρά με τις ανισότητες του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος.
Στον ορίζοντα αυτό, διαφαίνεται ένας παράδοξος «ετεροχρονισμός». Συγκεκριμένα, η εθνογραφική κατάθεση του Νιτσιάκου μοιάζει να αντιστρέφει τον όρο «παράδοση» ως συγκροτητική του εθνικού αφηγήματος ισοπεδωτική λογική και να μας υπενθυμίζει την αρχική της σημασία: μεταφορά πόρων, τόπων, τρόπων, χρήσεων και κοσμολογιών από τη μία γενιά στην άλλη, σε αυτό που ο Μαρξ, σε μία από τις ελάχιστες οικολογικές αποστροφές του (στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου), ονόμασε: αλληλεγγύη των γενεών.
*Ερευνητής, Τμήμα Κοιν. Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Bergen
Πηγή: efsyn.gr