Γράφει ο Γιάννης Νικήτας
«Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί να αποδώσει την ελληνική ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, τη λεγόμενη δεύτερη γενιά μεταναστών» λέει στο «Εντός και Εκτός Συνόρων» η δικηγόρος Τασία Χριστοδουλοπούλου, υπεύθυνη του τομέα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ και από σήμερα αναπληρώτρια υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής.
Περιγράφοντας την απαράδεκτη πολιτική που ακολούθησε απέναντι στους μετανάστες η προηγούμενη κυβέρνηση η Χριστοδουλοπούλου τονίζει ότι πρέπει να γίνει αποκατάσταση όλων αυτών των παιδιών που δεν γνώρισαν άλλη πατρίδα, «ακόμη και αυτών που δεν γεννήθηκαν αλλά ήρθαν πολύ μικρά στην Ελλάδα, μεγάλωσαν εδώ. Πήγαν και τελείωσαν το σχολείο τους, εδώ». Σχετικά με τους πρόσφυγες από τη Συρία και κυρίως για τους ασυνόδευτους ανήλικους που έρχονται από τις εμπόλεμες ζώνες, υποστηρίζει ότι υπάρχουν διεθνείς συνθήκες που προβλέπουν φιλοξενία και πρόνοια, ωστόσο, ποτέ δεν εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα. Χθες μιλώντας στον ραδιοσταθμό «Κόκκινο», η κυρία Χριστοδουλοπούλου είπε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί να αποδώσει την ελληνική ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, τη λεγόμενη δεύτερη γενιά μεταναστών».
Ιθαγένεια είναι ο νομικός, πολιτικός, πολιτιστικός, πολιτισμικός και συναισθηματικός δεσμός που συνδέει το άτομο με την κοινότητα από την οποία κατάγεται, η οποία κοινότητα αποτελείται συνήθως από τα μέλη μιας φυλής και χαρακτηρίζεται από κοινή γλώσσα, χρήση κοινού εδάφους, κοινά ήθη, έθιμα, παραδόσεις και πολιτισμός. Όσο για την απόκτηση, η ιθαγένεια μεταδίδεται από γονιό σε τέκνο. Συνεπώς η όποια ιθαγένεια είναι μια ιδιότητα την οποία απλά έχεις ή δεν έχεις. Και επειδή μόνο μια ιθαγένεια μπορεί να έχει κάποιος, η εκ των υστέρων αναγνώρισή της γίνεται βάσει του δίκαιου της καταγωγής (ius sanguinis) εφόσον υπάρχουν τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά που συνδέουν το άτομο με την εν λόγω ομάδα.
Αντιστοίχως, υπηκοότητα είναι ο νομικός και πολιτικός δεσμός που συνδέει το άτομο ως πολίτη με την Πολιτεία (κράτος) και από την οποία πηγάζουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις για αμφότερα τα μέρη. Η υπηκοότητα αποκτάται: αυτομάτως από εκείνους που έχουν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους έθνους ή είναι μέλη μειονοτήτων που κατοικούν στην επικράτεια του – με την διαδικασία της πολιτογράφησης από τους υπόλοιπους. Με αυτή την διαδικασία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπάρχει και η δυνατότητα απόκτησης τιμητικής υπηκοότητας, λόγω προσφοράς εξαίρετων υπηρεσιών.
Πολιτογράφηση ονομάζεται η επίσημη διοικητική πράξη, με την οποία ένα κράτος απονέμει την ιδιότητα του πολίτη (ιθαγένεια) σε κάποιον που έως τότε ήταν πολίτης άλλου ή κανενός κράτους. Μετά την πολιτογράφησή του, το άτομο εφοδιάζεται με τα απαραίτητα δημόσια έγγραφα (ταυτότητα, διαβατήριο κ.ά.) και εξομοιώνεται νομικά με τους υπόλοιπους πολίτες του κράτους, τόσο στα δικαιώματα όσο και στις υποχρεώσεις. Ενδεχόμενες εξαιρέσεις από την αρχή της ισότητας αφορούν συνήθως ακραία για το μέσο άνθρωπο ενδεχόμενα, για παράδειγμα στις ΗΠΑ δεν μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος. Βάσει των διεθνώς ισχυόντων, πολιτογράφηση μπορεί να τελεστεί μόνο εάν το ζητήσει ο ενδιαφερόμενος και μόνο από την αρμόδια γι’ αυτό δημόσια αρχή. Από εκεί και πέρα, κάθε κράτος θέτει διαφορετικές προϋποθέσεις. Συνήθη κριτήρια που λαμβάνουν υπ’ όψιν οι εθνικές νομοθεσίες, εναλλακτικά ή συνδυαστικά, είναι η καταγωγή από κάτοχο της ιθαγένειας ή μέλος εθνικής μειονότητας/παροικίας του εξωτερικού (δίκαιο του αίματος), γέννηση ή/και επί μακρόν διαμονή στη χώρα (δίκαιο του εδάφους), ανθρωπιστικοί λόγοι (ιδίως σε περιπτώσεις ανιθαγενών πολιτικών προσφύγων) ή προσφορά εξαίρετων υπηρεσιών (τιμητική πολιτογράφηση). Παρομοίως, ζήτημα των επιμέρους εθνικών νομοθεσιών αποτελεί το τι συμβαίνει με την προηγούμενη ιθαγένεια. Ορισμένα κράτη επιτρέπουν στους πολιτογραφούμενους τη διπλή ιθαγένεια, δηλ. να «κρατήσουν» και την προηγούμενη, ενώ άλλα τους επιβάλλουν να την αποποιηθούν.
To μεγαλύτερο ζήτημα με τις μαζικές αποδόσεις ιθαγένειας είναι η αλλοίωση του εκλογικού σώματος των γηγενών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Ελληνικών Εκλογών του 2000 με τις γνωστές παράνομες ελληνοποιήσεις του ΠΑΣΟΚ αλλά και των αντιστοίχων γερμανικών εκλογών του 2002. Ο υποψήφιος της Κεντροδεξιάς (CDU-CSU), Βαυαρός Χριστιανοκοινωνιστής Έντμουντ Στόιμπερ, έχασε για κάτι χιλιάδες ψήφους από τον σοσιαλιστή (SPD) καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ. Το πως όμως έχει τεράστια σημασία. Δύο γεγονότα ανέτρεψαν όλες τις δημοσκοπήσεις, που «έδειχναν» το συνασπισμό των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας (CSU) και των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) εταίρων τους, 10 ολόκληρες μονάδες μπροστά από τους Σοσιαλιστές (SPD), λίγες μόνο μέρες προ των εκλογών. Έφτανε όμως μόνον αυτό; Όχι.
Παρά την αντίδραση των Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών είχαν παραχωρηθεί γερμανικά διαβατήρια σε περίπου 1.000.000 Τούρκους της Γερμανίας στα πλαίσια της «ελάφρυνσης» των κριτηρίων για την Πολιτογράφηση αλλοδαπών. Έτσι και διαβατήρια πήραν και SPD ψήφισαν μαζικά κι έκαναν την διαφορά. Υπολογίζεται ότι το 98% των Τούρκων που ζουν στην Γερμανία ψήφισαν SPD. Άντε μετά ο καγκελάριος της Γερμανίας κι όχι των Γερμανών πλέον, να ασκήσει εθνική πολιτική στα θέματα που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας. Ο Δούρειος Ίππος είναι εντός των τειχών και ο κάθε Γερμανός καγκελάριος θα πρέπει να έχει στο νου του και τους «γερμανοποιημένους» Τούρκους όταν παίρνει αποφάσεις.
Οι μαζικές παραχωρήσεις ιθαγένειας και οι πολιτογραφήσεις κρύβουν πολλούς κινδύνους και αποτελούν βόμβες στα κοινωνικά και εθνικά θεμέλιά των κρατών.